- Νέα Φλώρινα - https://neaflorina.gr -

Ἡ διαθήκη τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ [1]

Στὴν Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζοντας ὅτι ἡ παλαιὰ θρησκεία τοῦ Ἰσραὴλ καταργήθηκε, διότι ἦταν εἰκόνα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, ἀναπτύσσσει τὰ ἐπιχειρήματά του.

Μὲ τὴ σύγκρισι ποὺ κάνει ἀνάμεσα στὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ αἷμα τῶν ζῴων τῆς παλιᾶς ἰουδαϊκῆς θρησκείας, ἀποδεικνύει τὸ ἀσύγκριτο τῶν συγκρινομένων, γιὰ νὰ τονώσῃ τὴν πίστι καὶ τὴν ἐλπίδα τῶν Χριστιανῶν Ἑβραίων τῶν ἡμερῶν του, ἀλλὰ καὶ νὰ παρακινήσῃ τοὺς ὑπόλοιπους ὁμοεθνεῖς του ποὺ δίσταζαν νὰ προσέλθουν στὴν πίστι. Εἶναι δὲ τὰ ἐπιχειρήματά του παρηγορία καὶ στήριγμα καὶ γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῶν μετέπειτα αἰώνων, διότι ἀποκαλύπτεται ὅτι ἡ σωτηρία τους στηρίζεται στὴν ἀκαταγώνιστη δύναμι τοῦ αἵματος τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως αὐτὸ προσφέρεται στὸ χριστιανικὸ θυσιαστήριο σὲ κάθε λειτουργία.

Στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούστηκε τὸ πρωΐ τῆς Ε Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν λάμπει ἡ ἀσύγκριτη ὑπεροχὴ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ζωντανεύουν οἱ ἔννοιες σκηνή, δῶρα, θυσίες, συνείδησι, ἀρχιερεύς, αἷμα, ἅγια ἁγίων, διαθήκη, μεσίτης, ἄφεσις, λύτρωσις, θολὲς στοὺς πολλοὺς γιὰ τὴν πλημμελῆ γνῶσι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κι ὅμως εἶναι ἀνάγκη νὰ τὶς γνωρίςῃ ὁ Χριστιανός, διότι προτυπώνουν κάτι πολὺ μεγάλο, ποὺ ἔχει σχέσι μὲ τὴ σωτηρία του, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια.

 Ἐὰν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποδέχονταν τὴν ὑπεροχὴ τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, αὐτομάτως γίνονταν καὶ αὐτοὶ μέτοχοι τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τῆς διαθήκης τοῦ Χριστοῦ. Ἂν ὄχι, ὄχι μόνο τὸν πόθο τους γιὰ λύτρωσι καὶ ἐσωτερικὴ εἰρήνη δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπιτύχουν, ἀλλὰ καὶ καταντοῦσαν ἐχθροὶ τοῦ εὐεργέτου τῆς ἀνθρωπότητος Χριστοῦ. Ἂς παρακολουθήσουμε τὸ ἀποδεικτικὸ σκεπτικὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Εἶναι βαθειὰ θεολογικὸ καὶ θέλει ἰδιαίτερη προσοχή. Καιρὸς νὰ φύγουμε λίγο ἀπὸ τὰ λαϊκίστικα καὶ συναισθηματικὰ ἀκούσματα.

Λέει ὁ Παῦλος·

Μὲ τὴν ἀπαγόρευσι νὰ μπαίνῃ ὁ Ἰουδαῖος στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἤθελε νὰ δηλώσῃ ὅτι δὲν εἶχε φανερωθῆ ἀκόμη ὁ δρόμος ποὺ θὰ ὡδηγοῦσε στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἐπειδὴ ἦταν ἀκόμη σὲ ἰσχὺ ἡ πρώτη σκηνή, ἡ μωσαϊκή. Αὐτὴ ἡ σκηνή, συνεχίζει ὁ Παῦλος, ποὺ λειτουργεῑ ἀκόμη στὶς μέρες μας, (ἡμέρες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀποστόλων), στὴν ὁποία προσφέρονται δῶρα καὶ θυσίες, δὲν μπορεῖ νὰ καθαρίσῃ μὲ τὶς προσφορὲς ζῴων τὴ συνείδησι τοῦ προσφέροντος. Ἐπιβάλλεται ὅμως νὰ προσφέρωνται, ὅπως ἐπιβάλλεται νὰ γίνωνται καὶ ἡ διάκρισι τῶν φαγητῶν καὶ ποτῶν, καθὼς καὶ οἱ πλύσεις καὶ ἄλλες διατάξεις, γιὰ τὸν καθαρισμὸ μόνο τοῦ σώματος, τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀνθρώπου, μέχρι νὰ γίνῃ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ καθαρισμοῦ ἀπὸ τὸ Χριστό, κατὰ τὸν ὁποῖο θὰ γίνεται πλήρης ἐξαγνισμὸς καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου (Ἑβ 9,8-10).

Ὑπενθυμίζεται ὅτι ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ἦταν ὁ φορητὸς ναὸς γιὰ νὰ χρησιμεύῃ ὡς ἱερὸ τῶν περιπλανωμένων στὴν ἔρημο Ἰσραηλιτῶν, ὅπως καὶ ὁ τόπος ὅπου ὁ Θεὸς ἀποκάλυπτε τὶς βουλές του. Ἀποτελοῦνταν ἀπὸ δύο μέρη, τὰ «Ἅγια», ὅπου μποροῦσαν νὰ μπαίνουν οἱ ἱερεῖς γιὰ νὰ προσφέρουν στὸ Θεὸ θυσίες, καὶ τὰ «Ἅγια Ἁγίων», ὅπου μιὰ φορὰ τὸ χρόνο ἔμπαινε μόνο ὁ ἀρχιερεὺς καὶ ῥάντιζε μὲ αἷμα δαμάλεως γιὰ τὶς ἁμαρτίες τὶς δικές του καὶ τὰ ἀγνοήματα τοῦ λαοῦ (Ἀρ 19,1-20· Ἑβ 9, 6-7).

Μὲ τὰ παραπάνω ὁ Παῦλος ἐξηγεῖ γιατί ἀπαγορευόταν νὰ μπῇ στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα, καὶ αὐτὸς μόνο μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, τὴν ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ. Διότι, λέει, τὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» συμβόλιζαν τὸν οὐρανό, στὸν ὁποῖο δὲν εἶχε πρόσβασι κανένας Ἰουδαῖος ἢ ἀλλοεθνής. Καὶ δὲν εἶχε, ἐπειδὴ ὁ δρόμος πρὸς τὰ ἐκεῖ ἦταν κλειστὸς καὶ ἄγνωστος καὶ ἄβατος, ὅσο ἦταν ἀκόμη σὲ λειτουργία ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, ἀπὸ τὴν ὁποία οἱ Ἰουδαῖοι προσδοκοῦσαν νὰ λάβουν τὴ λύτρωσι. Ἔτσι ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου μὲ τὶς τελετές της δὲν τοὺς ἔδινε καμμιὰ βεβαιότητα γιὰ τὸ ἂν καὶ πῶς θ᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὶς ἐνοχὲς τῆς ἁμαρτίας καὶ πῶς θὰ ἐπιτύχουν τὴν ἄφεσι. Τὸ πνεῦμα τοὺ ἀποστόλου εἶναι ὅτι ἔπρεπε νὰ ἔρθῃ ὁ Χριστός, ὁ αἰώνιος ἀρχιερεύς, νὰ καταργήσῃ τὸ σύμβολο, τὴ σκηνή, καὶ ν᾿ ἀνοίξῃ τὸ δρόμο πρὸ τὰ ἀληθινὰ «Ἅγια Ἁγίων», τὸν οὐρανό, χύνοντας τὸ δικό του αἷμα μιὰ γιὰ πάντα καὶ γιὰ ὅλους, ὥστε νὰ μποροῦν οἱ πιστεύοντες σ᾿ αὐτόν, ὡς ἄνθρωποι τῆς νέας ἐν Χριστῷ διαθήκης, νὰ βαδίσουν τὸ δρόμο πρὸς τὴν αἰώνια ζωή.

Ἡ σκηνὴ ἦταν τὸ σύμβολο, ὁ τύπος, ἡ σκιά, ὅσων ἀγαθῶν ἔφερε ὁ Χριστός. Ὅταν ὁ Παῦλος ἔγραφε τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολή, ἡ μὲν παλαιὰ σκηνὴ λειτουργοῦσε ἀκόμη, ἔστω καὶ σὲ παρακμή, ἡ δὲ νέα ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ μόλις χάραζε σὰν ὁλόφωτος ἥλιος στὸν ὁρίζοντα τῆς ἱστορίας. Ἀκόμη δηλαδὴ στὰ χρόνια τοῦ Παύλου οἱ Ἰουδαῖοι πρόσφερναν στὸ βωμὸ δῶρα καὶ θυσίες [2]. Παρ᾿ ὅλες ὅμως τὶς θυσίες καὶ τὰ δῶρα ἡ ἔνοχη συνείδησι κι ὁ φόβος μήπως ὀργισθῇ ὁ Θεὸς καὶ τοὺς θανατώσῃ γιὰ κάποιο παράπτωμά τους, ἢ τοὺς κάψῃ, ὅπως τοὺς Σοδομῖτες, ἢ ἀνοίξῃ τὴ γῆ καὶ τοὺς καταπιῇ, ὅπως τοὺς Δαθὰν καὶ Ἀβειρὠν, ποὺ ἐπαναστάτησαν κατὰ τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ Ἀαρών (Ἀρ 16,1· 26,9-10· Δε 11,6-7), δὲν ἀπομακρύνονταν ἀπὸ μέσα τους, καὶ δὲν ἠρεμοῦσαν.

Οἱ θυσίες ζῴων δὲν εἶχαν τὴ δύναμι νὰ συγχωρήσουν ἁμαρτίες καὶ νὰ δώσουν ἐσωτερικὴ εἰρήνη. Διότι ἦταν σκιὰ τῆς μοναδικῆς θυσίας τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, «τοῦ αἴροντος τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω 1,29), τοῦ ὁποίου τὸ «αἷμα καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω 1,7). Ὁ Θεὀς, ὕστερα ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ του, ἄνοιξε διάπλατα τὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔκτοτε μποροῦν ὅλοι, Ἰουδαῖοι καὶ ἐθνικοί, ὅποιας φυλῆς καὶ ἀποχρώσεως, νὰ περάσουν στὴ μακαρία αἰωνιότητα.

Οἱ ζῳοθυσίες καθάριζαν παραβάσεις, ὄχι τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου, ὅπως λογισμοὺς καὶ ἀνέκφραστες ἐπιθυμίες μοιχείας, φόνου, ἐκδικήσεως, μνησικακίας, ἱεροσυλίας, κλπ, ἀλλὰ ἐκεῖνες ποὺ εἶχαν σχέσι μὲ τὸν σωματικὸ ἄνθρωπο, ὅπως οἱ τροφὲς (ἂν ἔτρωγαν μὴ ἐπιτρεπόμενες, καθαρὲς- ἀκάθαρτες), τὰ ποτὰ (κυρίως γιὰ τοὺς ἱερεῖς, ἂν προσέρχονταν στὸ ἔργο τους πιομένοι) (Λε 10,8-9), τὸ πλύσιμο (ἂν ἔπλυναν τὰ χέρια τους ἢ ὅλο τὸ σῶμα τους, ὅταν ἄγγιζαν κάτι θεωρούμενο ἀκάθαρτο), καὶ ἄλλους τέτοιους σωματικοὺς ῥύπους. Ἐκεῖνες λοιπὸν οἱ θυσίες εἶχαν ἰσχὺ καθαρισμοῦ τοῦ σώματος («δικαίωμα σαρκός»), ἀλλ᾿ ὄχι τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ νοῦ ἢ τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὴ τὴν ἰσχὺ τὴν εἶχαν μόνο μέχρι νὰ ἔρθῃ ὁ Χριστός, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ φέρῃ τὴν ἀληθινὴ κάθαρσι τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ αἷμα του («μέχρι καιροῦ διορθώσεως»). Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ χύθηκε στὸ σταυρὸ ἀκύρωσε κάθε χρησιμότητα τῶν θυσιῶν τοῦ Ἰσραήλ.

 Ἡ προσφορὰ μόσχων καὶ τράγων προσφέρονταν μέσῳ τοῦ ἀρχιερέως κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ, ἀφ᾿ ἑνὸς γιὰ νὰ καταξιωθῇ ὁ ἴδιος νὰ μπῇ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου γιὰ νὰ ἐξιλεωθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία οἱ προσφέροντες. Ἡ διαδικασία· Ἔσφαζαν τὰ προσφερόμενα ζῷα καὶ τὸ αἷμα τους τὸ ἀνακάτευαν μὲ τὴ στάχτη τῆς νεαρῆς ἀγελάδος ποὺ καιγόταν ὁλόκληρη (ὁλοκαύτωμα) πάνω στὸ θυσιαστήριο. Μὲ αὐτὸν τὸν πολτὸ ὁ ἀρχιερεὺς ῥαντίζοντας καταξίωνε τοὺς Ἰουδαίους νὰ συμμετέχουν στὴ λατρεία (Λε 4,13· 16,3· Ἀρ 19,1-20). Αὐτὰ πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστό.

Ὅταν ὅμως, τονίζει ὁ Παῦλος, ἦρθε ὁ Χριστὸς ὡς ἀρχιερεύς, γιὰ νὰ χαρίσῃ τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν πίστευσαν, μπῆκε μιὰ γιὰ πάντα στὰ ἅγια ἁγίων. Καὶ μπῆκε διὰ μέσου τῆς μεγαλύτερης καὶ ἁγιώτερης σκηνῆς, δηλαδὴ τοῦ σώματός του, ποὺ ἀλληγορεῖται[3] ἐδῶ ὡς σκηνή, ποὺ δὲν κατασκευάστηκε μὲ ἀνθρώπινα χέρια, ἀλλὰ συνελήφθη στὴ γαστέρα τῆς παρθένου μὲ ὑπερφυσικὸ καὶ πνευματικὸ τρόπο, κι ὄχι φυσικό. Ἐκεῖ, στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, χρησιμοποιώντας, ὄχι αἷμα τράγων καὶ μοσχαριῶν, ὅπως ὁ Ἰουδαῖος ἀρχιερεύς, ἀλλὰ τὸ δικό του αἷμα, πέτυχε, ὄχι πρόσκαιρη ἀπολύτρωσι τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ αἰώνια (11-12).

Ὁ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ἦρθε ἦταν ἡ ἀνάδειξι τῆς ἀληθινῆς ἀρχιερωσύνης. Πῶς ἦρθε; Ἦρθε ὡς ἄνθρωπος. Γιατί ἦρθε; Γιὰ νὰ χαρίσῃ στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια. Αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ ἐξαρτῶντο ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπησί του καὶ τὴ λειτουργία του ὡς ἀρχιερέως καὶ μεσίτου. Ἡ χάρι καὶ τὰ πνευματικὰ δῶρα ποὺ ἀπολαμβάνουν οἱ Χριστιανοὶ σὲ τούτη τὴ ζωή, καθὼς καὶ ὅλα ὅσα μεγάλα πρόκειται νὰ τοὺς χαριστοῦν κατὰ τὴν αἰωνία μακαριότητα τῆς μελλούσης ζωῆς, πηγάζουν ἀπὸ τὴν ἀρχιερωσύνη του καὶ τὴν ἑκούσια θυσία του. Πῶς θὰ γίνῃ αὐτὴ ἡ χάρι καὶ ἡ δωρεά; Θὰ γίνῃ «διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς». Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ σκηνὴ τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι, ὅπως εἴπαμε, τὸ σῶμα του τὸ ἑνωμένο μὲ τὴ θεότητα, διότι μέσα του κατοικοῦσε ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος (Κλ 2,9), καὶ διότι μὲ αὐτὸ τὸ ἀναστημένο καὶ ἀφθαρτοποιημένο μπῆκε στὰ ἀληθινὰ ἅγια ἁγίων, στὴν αἰωνιότητα. Καὶ γιατί τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ λέει «μείζονα καὶ τελειοτέρα σκηνή»; Διότι τὴν μὲν παλαιὰ τὴν κατασκεύασε κάποιος τεχνίτης μὲ ξύλα, δέρμα, χρυσό, κλπ, ἀλλὰ τὴ νέα σκηνή, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ κατασκεύασε τὸ ἅγιο Πνεῦμα στὴ μήτρα τῆς παρθένου, ὄχι μὲ ὑλικὰ στοιχεῖα τῆς φθαρτῆς φύσεως, ἀλλὰ μὲ πνευματικὰ καὶ ἀθάνατα στοιχεῖα τῆς ἀνεξερεύνητης θείας δυνάμεως.

Καὶ ποιά ἡ ὑπεροχὴ τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὶς θυσίες τῶν ζῴων; Ὅτι ὡς θύτης καὶ θῦμα χρησιμοποίησε, ὄχι αἷμα ζῴων, ἀλλὰ τὸ δικό του αἷμα, ποὺ ἔρρευσε ἐπάνω στὸ σταυρό. Ὅτι πρόσφερε τὸ αἷμα του μιὰ φορὰ γιὰ πάντα, ὅταν μπῆκε στὰ ἐπουράνια ἅγια. Ὅτι πρόσφερε ὄχι πρόσκαιρο καθαρισμό, ἀλλὰ αἰώνια ἀπαλλαγὴ καὶ λύτρωσι ἀπὸ τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων.

Συνοπτικὰ ἡ ὑπεροχὴ τοῦ νέου ἀρχιερέως Χριστοῦ·

Τὸ αἷμα του δὲν χύθηκε γιὰ τὸν ἑαυτό του, διότι ἦταν ἀπολύτως ἀναμάρτητος, ἀλλὰ ἐξ ὁλοκλήρου γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τοὺς ὁποίους καὶ θυσιάστηκε. Τὸ προσφερόμενο αἷμα τότε ἦταν αἷμα ζῴων, ἐνῷ τὸ αἷμα τῆς νέας διαθήκης ἦταν τὸ ἀτίμητο αἷμα τοῦ ἀναμαρτήτου Χριστοῦ. Τὸ αἷμα τῶν ζῴων ἦταν τύπος, τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια ἡ σημαινόμενη ἀπὸ τὸν τύπο. Τὸ αἷμα τῶν ζῴων παρεῖχε πρόσκαιρο καὶ μόνο ἐξωτερικὸ καθαρισμό, ἐνῷ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, μόνιμο καὶ ἐσωτερικὸ καθαρισμὸ ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ τῶν ἁμαρτημάτων. Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς; Πόσο μεγάλη θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη μας γιὰ νὰ εἶναι ἀντάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ;

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐμβαθύνει ἀκόμη πιὸ πολὺ κάνοντας στὴ συνέχεια ἕναν ἁπλὸ συλλογισμό.

 Ἂν τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ ἡ νερουλιασμένη στάχτη τῆς νεαρῆς ἀγελάδος ποὺ καιγόταν ὁλόκληρη πάνω στὸ θυσιαστήριο, ῥαντιζόμενα στοὺς μολυσμένους καὶ ἀκαθάρτους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία Ἰουδαίους, πιστεύεται ὅτι καθαρίζει καὶ ἁγιάζει τὰ σώματά τους, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ μετέχουν στὴ λατρεία, πόσο περισσότερο τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πρόσφερε τὸν πεντακάθαρο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἑαυτό του, ὄχι μὲ τὴ φωτιὰ τοῦ θυσιαστηρίου, ἀλλὰ μὲ τὸ πῦρ τῆς θεότητος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ποὺ κατοικοῦσε ὁλόκληρο μέσα του, θὰ καθαρίσῃ τὴ συνείδησι ἀπὸ τὰ ἀκἀθαρτα καὶ νεκρὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας καὶ θὰ σᾶς ἀξιώσῃ νὰ λατρεύετε ἐπάξια τὸ ζωντανὸ Θεό; (13-15).

Σύγκρισι τοῦ ζῴου, ὡς γνωστόν, δὲν ὑπάρχει οὔτε πρὸς τὸν ἄνθρωπο ποὺ διαθέτει κοινὴ λογικὴ καὶ ἐλευθερία, πόσο μᾶλλον ἀσυμβίβαστη εἶναι ἡ σύγκρισί του μὲ τὸν ἀναμάρτητο ἄνθρωπο καὶ τέλειο Θεὸ Ἰησοῦ Χριστό. Τὸ ζῷο ποὺ πρόσφεραν οἱ Ἑβραῖοι, δὲν εἶχε λογική· οὔτε καταλάβαινε τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο θυσιαζόταν, οὔτε θεληματικὰ προσερχόταν, ἀλλὰ διὰ τῆς βίας, οὔτε ἡ θυσία του εἶχε τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ καθαρισμοῦ ποὺ περίμεναν οἱ Ἰουδαῖοι.

Ἐντελῶς ἀντίθετα εἶναι τὰ πράγματα στὴν περίπτωσι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς καὶ λογικὴ ἀνθρώπινη ὡς ἄνθρωπος εἶχε, καὶ θεία ὡς Θεός, καὶ γνώριζε τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο θυσιάζεται, (τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων), καὶ μὲ τὴν ἐλεύθερη καὶ αὐθόρμητη θέλησί του προχώρησε πρὸς τὴ σταυρικὴ θυσία, κάνοντας ἄκρα ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Πατέρα του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ θυσία του, λόγῳ τῆς ἀναμαρτησίας καὶ τῆς τελειότητός του, ἔχει ἀνυπολόγιστη καὶ ἀνεκτίμητη καὶ ἀνεξάντλητη ἠθικὴ ἀξία, ὥστε νὰ ἐπαρκῇ καὶ νὰ περισσεύῃ γιὰ τὴ συγχώρησι τῶν νεκρῶν ἔργων καὶ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος.

Ὀξυτάτη ἡ παρατήρησι τοῦ Ἰωάννου χρυσοστόμου· «Ἐὰν κάποιος, λέει, τότε ἄγγιζε νεκρό, μιαίνονταν· καὶ τώρα, ἐὰν κάποιος σκέφτεται καὶ ἐπιθυμῇ νὰ διαπράξῃ νεκρὸ ἔργο, μολύνει τὴ συνείδησί του. Αὐτὸς ποὺ ἔχει νεκρὰ ἔργα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δοῦλος στὸ ζωντανὸ Θεό». Καὶ ἐξηγεῖ· «Νεκρὰ ἔργα εἶναι ὅλα ὅσα δὲν ἔχουν ζωή, αὐτὰ ποὺ ἀποπνέουν δυσωδία. Ὅπως τὸ νεκρὸ σῶμα σὲ καμμιὰ αἴσθησι δὲν εἶναι εὐχάριστο, ἀλλὰ καὶ ἐνοχλεῖ αὐτοὺς ποὺ τὸ πλησιάζουν, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία προσβάλλει εὐθέως τὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀφήνει τὴ σκέψι νὰ ἠρεμήςῃ, ἀλλὰ τὴ βάζει σὲ ἀγωνία καὶ ταραχή»· (Ἑρμ. στὴν Πρὸς Ἑβραίους).

Καὶ τώρα σὲ βάθη θεολογίας ὁ Παῦλος·

Ἐπειδή, λέει, ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ καθαρίζει τὴ συνείδησι, ὁ Χριστὸς εἶναι μεσίτης καινούργιας διαθήκης, γιὰ νὰ λάβουν τὴν ὑπόσχεσι οἱ καλεσμένοι στὴν αἰώνια κληρονομία, τώρα ποὺ προηγήθηκε ὁ θάνατός του, ὥστε ν᾿ ἀπαλειφθοῦν οἱ παραβάσεις ποὺ ἔγιναν κατὰ τὴν πρώτη διαθήκη. Διότι, γιὰ νὰ εἶναι ἐνεργὸς ἡ διαθήκη, πρέπει νὰ ἔχῃ πεθάνει ὁ διαθέτης. Δὲν ἰσχύει ὄταν ἀκόμη ζῇ (16-17).

Ἀπὸ τὸ νόημα τοῦ ἱεροῦ κεμένου διαφαίνεται ὅτι κάποιοι διερωτῶντο μὲ πνεῦμα ἀμφιβολίας· Πῶς ὁ Χριστὸς ποὺ πέθανε, θὰ ἐκπληρώσῃ τὶς ὑποσχέσεις τῆς διαθήκης του; Στὸ ἐρώτημα ἀπαντᾷ ὁ Παῦλος· Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ ἡ διαθήκη του εἶναι ἰσχυρή, διότι πέθανε. Τῶν κοινῶν ἀνθρώπων ἡ διαθήκη ἰσχύει μετὰ τὸ θάνατό τους. Ἐφ᾿ ὅσον ἀκόμη ζοῦν, δὲν ἰσχύει. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴ διαθήκη τοῦ Χριστοῦ. Ἔπρεπε νὰ πεθάνῃ γιὰ νὰ ἰσχύςῃ ἡ διαθήκη σὲ ἀνθρώπους ποὺ τὸν πιστεύουν. Μεσίτης σημαίνει μεσολαβητής, συμφιλιωτὴς δύο διισταμένων πλευρῶν. Ἐδῶ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Θεὸς ἦταν ὠργισμένος κατὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν ἤθελε νὰ μᾶς ἀφήσῃ διαθήκη. Δὲν ἤθελε νὰ μᾶς βάλῃ στὴν αἰωνία μακαριότητα, ὅπου εἶναι ὁ ἴδιος. Ὁπότε μεσολάβησε ὁ Χριστὸς καὶ ἔπεισε τὸν Πατέρα, τὸν συμφιλίωσε μαζί μας, καὶ ἀφοῦ ἐπιτεύχθηκε ἡ συμφιλίωσι, μᾶς ἄφησε τὴ διαθήκη τῆς συμφιλιώσεως, ἡ ὁποία εἶναι κοινή, Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. Ὁ Χριστὸς δηλαδὴ εἶναι καὶ μεσίτης[4] καὶ διαθέτης. Ὡς ἄνθρωπος εἶναι μεσίτης, ὡς Θεὸς εἶναι διαθέτης. Ἔτσι ὁ σκοπὸς τῆς μεσιτείας τοῦ Χριστοῦ πέτυχε. Γιὰ νὰ εἶναι δὲ ἰσχυρὴ ἡ διαθήκη, ἐπειδὴ ὁ Πατέρας δὲν μποροῦσε νὰ πεθάνῃ, πέθανε ὁ Υἱὸς ὡς ἄνθρωπος.

Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ λοιπὸν λύτρωσε ἀπὸ τὶς παραβάσεις τῆς πρώτης διαθήκης τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ ἦταν οἱ καλεσμένοι ἀπὸ παλιὰ νὰ λάβουν τὴν ὑπόσχεσι τῆς αἰώνιας κληρονομίας. Δὲν τὴν ἔλαβαν ὅμως. Διότι ὁ Νόμος ἀπαιτοῦσε θάνατο γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Ἀντὶ λοιπὸν νὰ πεθάνουν αὐτοί, πέθανε γι᾿ αὐτοὺς ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἀγάπη πρὸς αὐτούς, καὶ φυσικὰ δὲν πέθανε μόνο γι᾿ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν εἶναι λοιπὸν ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ θάνατος ἀδυναμίας, ὅπως ἀμφέβαλλαν κάποιοι, ἀλλὰ θάνατος δυνάμεως καὶ σοφίας καὶ ἀγάπης, θάνατος ποὺ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔδωσε τὴν αἰώνια κληρονομία.

Δὲν πρέπει νὰ ἀποσιωπηθῇ καὶ τὸ ἄλλο, ὅτι, ἀφοῦ τοὺς πιστοὺς τοὺς κατέστησε κληρονόμους, εἶναι εὐνόητο ὅτι τοὺς ἄπιστους καὶ ἀδιάφορους τοὺς κατέστησε ἀπο-κληρονόμους. Ἡ μεσιτεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κληρονόμοι γίνονται μόνο ὅσοι ἀποδέχονται τὴν κληρονομία, οἱ πιστοί, Ἰουδαῖοι καὶ ἐθνικοί.

Γιὰ τοὺς πιστεύοντας στὸ Χριστὸ ἄφεσι εἶναι ὁ καθαρισμὸς τῆς συνειδήσεως, τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος, παρὰ μόνο μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο δηλώνεται ἐκ μέρους τοῦ μεταλαμβάνοντος ἀποδοχὴ τῆς αἰωνίας διαθήκης του.

Μὲ ὅλα τὰ παραπάνω ὁ Παῦλος ἀποδεικνύει τὴν ἀσύγκριτη ἀξία τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ἔναντι τῶν ζῳοθυσιῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἀφήνοντας νὰ ἐννοήσουν οἱ ὁμοεθνεῖς του, ὅτι πρέπει ν᾿ ἀφήσουν τὴν παλιὰ θρησκεία καὶ νὰ προσέλθουν στὸ Χριστό, ποὺ μὲ τὸ αἷμα του χαρίζει τὰ ἐπουράνια, τὰ ὁποῖα τόσο ποθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.

 Γιὰ νὰ ἐπιτευχθῇ ὁ πόθος τους πρέπει νὰ γίνουν κοινωνοὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σημαίνει ἀποδοχὴ τῆς διαθήκης του. Γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς κοινωνίας τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προειδοποιεῖ. «Ἀλήθεια ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐὰν δὲν φᾶτε τὴ σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν πιῆτε τὸ αἷμα του, δὲν θὰ ἔχετε ζωὴ αἰώνια μέσα σας. Αὐτὸς ποὺ τρώει τὸ σῶμα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου ἔχει ζωὴ αἰώνια, κι ἐγὼ τὸν διαβεβαιώνω ὅτι θὰ τὸν ἀναστήσω κατὰ τὴν ἔνδοξη ἡμέρα. Διότι ἡ σάρκα μου εἶναι ἡ ἀληθινὴ βρῶσι καὶ τὸ αἷμα μου ἡ ἀληθινὴ πόσι. Αὐτὸς ποὺ τρώει τὴ σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου μένει μέσα μου ἑνωμένος μαζί μου κι ἐγὼ μέσα του ἑνωμένος μαζί του» (Ἰω 6,53-58).

Ἀλλοῦ λέει ὁ Ἰωάννης· Τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία… Σᾶς τὰ γράφω αὐτὰ γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνετε. Κι ἂν κάποιος ἁμαρτήσῃ ἀπὸ ἀδυναμία, δὲν πρέπει ν᾿ ἀπελπιστῇ. Ἔχουμε μεσίτη καὶ συνήγορο τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μπροστὰ στὸν Πατέρα του, τὸν Ἰησοῦ ποὺ εἶναι δίκαιος. Αὐτὸς ἐξιλεώνει τὶς ἁμαρτίες μας, ὄχι μόνο τὶς δικές μας ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου, ἀρκεῖ ὁ κόσμος νὰ τὸν πιστεύῃ (Α’ Ιω 2,1-2).

Πῶς ἐννοεῖται ἠ ἐξιλέωσι; Νοεῖται ὡς ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἐνοχή. Καὶ τί εἶναι ἐνοχή; Εἶναι οἱ ὀδυνηρὲς τύψεις ποὺ γεννιοῦνται στὴν ψυχή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτἠσῃ. Οἱ τύψεις ὁδηγοῦν στὴν ἀπελπισία καὶ εἶναι ἀνεξάλειπτες. Ποιός δὲν ἔχει δοκιμάσει τὴν πικρία τῶν τύψεων; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σκεφθῇ ὅτι ἡ ζωή του εἶναι εὔθραυστη καὶ σύντομη, ὅταν ἀναλογίζεται ὅτι θὰ βρεθῇ μπροστὰ στὸν ἀδέκαστο κριτή, πῶς νὰ μὴν ταράζεται καὶ νὰ μὴν ἀνησυχῇ; Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἐξιλασμὸς ποὺ κάνει ὁ Χριστὸς μὲ τὸ αἷμα του, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ καὶ μᾶς χαρίζει τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη καθιστώντας τὸ κριτήριο ὄχι τόσο τρομερό.

Γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ μετὰ τὴ βάπτισί τους ἔχουν ἁμαρτήσει –καὶ ποιός δὲν ἔχει ἁμαρτήσει;— εἶναι ἀνάγκη νὰ δηλώσουν τὴ μετάνοιά τους στὴν ἐξομολόγησι, ὥστε μετανοημένοι νὰ κοινωνήσουν τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, (ἐκτὸς ἂν ἔχουν διαπράξει κωλυτικὰ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα ἀποφαίνεται ὁ ἐξομολόγος γιὰ τὸ πότε θὰ κοινωνήσουν) καὶ διὰ τῆς κοινωνίας ν᾿ ἀξιωθοῦν νὰ γίνουν δικαιοῦχοι τῆς διαθήκης του, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν ἐξομολήγησι τὴ λέει «δοκιμασία» –«δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω» (Α΄ Κο 11,28). Χωρὶς τὴ δοκιμασία, λέει, ἡ κοινωνία εἶναι βλαπτικὴ καὶ συχνὰ θανατηφόρος.

Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου καὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀγαπητοί μου, γιὰ τὴν ἀξία καὶ ἀναγκαιότητα τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι σαφῆ. Ἀρκεῖ ἐμεῖς ν᾿ ἀνταποκριθοῦμε μὲ ἀληθινὴ μετάνοια, ποὺ θὰ μᾶς καταξιώνῃ νὰ κοινωνοῦμε τοῦ σώματος καὶ αἵματός του, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

(Ἐκφωνήθηκε στὸν Ἱ.Ν.Ἁγ. Νικολάου Φλωρίνηςτὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν (14-4-2019)


  1. Ἡ ὁμιλία στηρίχθηκε στὴν περικοπὴ Ἑβ 9,8-17. Τὸ ἀνάγνωσμα τῆς Ε΄ Κυριακῆς Νηστειῶν εἶναι Ἑβ 9,11-14.
  2. Τὰ δῶρα ἦταν προσφορὰ σιμιγδαλιοῦ ἢ ἀζύμου ψωμιοῦ μὲ λάδι καὶ ἁλάτι. Ἕνα μέρος καίγονταν στὸ βωμὸ καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἔτρωγαν οἱ ἱερεῖς (Λε 2,1· 4· 13· 14· 5,11). Οἱ θυσίες ἦταν πολλῶν εἰδῶν. Πρῶτον περὶ ἁμαρτίας, δηλαδὴ θυσίες αἵματος (ζῴων) ἢ ἀναίμακτες (προϊόντων τῆς γῆς) (Λε 1,35· 6,24-30). Δεύτερον περὶ ἀνομίας ἢ μετανοίας (θυσίες ἀρτιμελοῦς ἀρνιοῦ) (Λε 5,14-6,7· 7,8). Τρίτον εἰρηνικὲς θυσίες (δηλαδὴ θυσίες βοδιοῦ) (Λε 3,1· 7,11-34). Τέταρτον θυσία τοῦ πάσχα (δηλαδὴ θυσία ἀμνοῦ), καὶ ἄλλες.
  3. Γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξῃ σύγχυσι γύρω ἀπὸ τὸ τί σημαίνει «ἀλληγορία» διευκρινίζεται ὅτι ἡ παύλεια ἀλληγορία κατὰ τὸν Ἰωάννη Χρυσόστομο καὶ τοὺς ἔμμεσους μαθητάς του Ἰσίδωρο Πηλουσιώτη, Θεοδώρητο, Φώτιο, Οἰκουμένιο, Θεοφύλακτο,Εὐθύμιο Ζυγαβηνό, νοεῖται ὡς κλάδος τῆς ἱστορικῆς καὶ πραγματολογικῆς ἑρμηνείας τῆς Βίβλου, ποὺ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέσι μὲ τὴν ἀλληγορική, ὅπως τὴν ἐννοοῦν οἱ πλατωνισταὶ Φίλων, Ὠριγένης, καὶ πολλοὶ Ἀλεξανδρινοί, πρόδρομοι τοῦ γνωστικισμοῦ καὶ τοῦ ἀρειανισμοί. Γι᾿ αὐτοὺς ἀλληγορινὴ ἑρμηνεία εἶναι 4 πράγματα· 1. Ἄρνησι τῆς βιβλικῆς ἱστορίας, 2. Ἀντικατάστασι τῆς βιβλικῆς ἀληθείας μὲ τὴ φιλοσοφία, 3. Συρρίκνωσι τῶν νοημάτων τῆς Ἁγίας Γραφῆς σὲ 10-20 νοήματα. καὶ 4. Διαστρέβλωσι τῶν νοημάτων τῆς Βίβλου. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἡ ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία δὲν εἶναι ἑρμηνεία, ἀλλὰ ἡ τέχνη τοῦ νὰ λέῃ κανεὶς ὅ,τι θέλει, καὶ νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι τὰ λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Σιαμάκης Κ., Μαθήματα εἰσαγωγῆς στὴν Κ.Δ., Θεσσαλονίκη 1972, σ. 209-215.
  4. Στὴν ἀντίληψι πολλῶν μεσίτρια εἶναι ἡ παρθένος, ἔτσι ἀκοῦν ἐξ ἄλλου στοὺς ὕμνους («Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν», κλπ). Ἐδῶ ὅμως γίνεται μιὰ σοβαρὴ σύγχυσι, ποὺ ὑποβάλλεται τόσο ἀπὸ τὸ λαϊκισμό, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴ μαριολατρία τοῦ παπισμοῦ. Διότι μεσίτες δὲν εἶναι οὔτε ἡ παρθένος οὔτε οἱ ἅγιοι, οὔτε οἱ πολλοί. Δὲν μαρτυρεῖται ἐξ ἄλλου τέτοια μεσιτεία τους στὶς Γραφές. Μεσίτης εἶναι ἕνας, ὁ Χριστός, ποὺ ἄσκησε μεσιτεία στὸν Πατέρα του, γιὰ νὰ συμφιλιωθῇ μὲ τὸν ἀποστάτη ἄνθρωπο μὲ δική του ἐγγύησι, τὴν ἐγγύησι τοῦ αἵματός του, τοῦ σταυρικοῦ θανάτου. Μία στραβὴ καὶ ὑποβολιμαία ἀντίληψι δὲν ἀργεῖ νὰ γίνῃ αἱρετική, ὅπως στὸν παπισμό, ποὺ ἔσπασε ἀσεβέστατα τὴν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ πρόσθεσε καὶ τὴ «θεότητα»τῆς παρθένου, γιὰ νὰ προσθέσῃ στὴ συνέχεια καὶ τὴ δική του «θεότητα», ὅπως καὶ τὴν πρόσθεσε ἐνισχυμένη. Δὲν εὐσταθεῖ ἡ «μεσιτεία» τῆς παρθένου καὶ τῶν ἁγίων οὔτε καὶ διὰ τῆς προσευχῆς. Διότι ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὸ δικαίωμα στοὺς πιστοὺς νὰ προσεύχωνται κατ᾿ εὐθεῖαν στὸ Θεὸ Πατέρα («Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς…»). Μιὰ τέτοια νοοτροπία νὰ προσεύχωνται οἱ ἄλλοι γιὰ ἐμᾶς, ἐκτὸς τοῦ ὅτι εὐνοεῖ τὴν πνευματικὴ ὀκνηρία, στὸ βόλεμα, ἐξωθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὀλισθήσῃ σὲ αἵρεσι, στὴν ἀγγελολατρία, στὴ μαριολατρία, στὴν ἁγιολατρία, στὴν εἰδωλολατρία, στὴν ἐθελοθρησκεία.