- Νέα Φλώρινα - https://neaflorina.gr -

Μια ιστοριούλα από την γερμανική Κατοχή

Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Μετά τους πρώτους μήνες της Κατοχής παρουσιάστηκαν ελλείψεις ορισμένων τροφίμων. Στα παντοπωλεία δεν εύρισκε κανείς ζάχαρη, γεγονός που ανάγκασε πολλούς να πηγαίνουν στο Μοναστήρι της Γιουγκοσλαβίας και να προμηθεύονται από εκεί. Στο Μοναστήρι υπήρχε επάρκεια προϊόντων, καθώς ήταν υπό βουλγάρικη κατοχή. Οι Βούλγαροι για να είναι αρεστοί από τον τοπικό πληθυσμό φρόντισαν να μην τους λείπει τίποτα. Οι μαυραγορίτες Φλωρινιώτες κουβαλούσαν στην πλάτη τους λίγα κιλά ζάχαρη και από τον κάμπο έφταναν στην Φλώρινα. Πήγαιναν ομαδικά, επειδή οι κίνδυνοι ήταν πολλοί.

Κάποιοι ανακάλυψαν ότι στην Κορυτσά η ζάχαρη ήταν ακόμη πιο φτηνή. Τότε η Κορυτσά ήταν υπό ιταλική κατοχή και υπήρχε επάρκεια τροφίμων. Μια φάλαγγα γερμανικών και ιταλικών φορτηγών θα ξεκινούσε από την Φλώρινα για την Κορυτσά. Δυο Φλωρινιώτες, ο Β.Φ. και ο Π., ήθελαν να πάνε στην Κορυτσά για να φέρουν λίγα κιλά ζάχαρη. Πλησίασαν τον ιταλό οδηγό του τελευταίου φορτηγού, του έδωσαν λίγα χρήματα και αυτός κρυφά τους ανέβασε στην καρότσα του φορτηγού. Μάλιστα για να μην φαίνονται στερέωσε καλά την τέντα του φορτηγού.

 Το κομβόι ξεκίνησε ανεβαίνοντας την οδό Αριστοτέλους. Το φορτηγό του Ιταλού ήταν τελευταίο. Μόλις όμως έφτασαν στον Νέο Δρόμο, κοντά στο εξοχικό του Μπόλη, οι δυο λαθραίοι επιβάτες που κάθονταν στην καρότσα, αισθάνθηκαν τα πόδια τους βρεγμένα. Άναψαν το αναπτήρα για να δουν τι είναι, και ξαφνικά έγινε μια μικρή έκρηξη και πήρε φωτιά η καρότσα. Το υγρό αυτό δεν ήταν νερό, αλλά βενζίνη. Το εφεδρικό δοχείο βενζίνης είχε διαρροή. Ο B.Φ. που είχε ένα σουγιά μαζί του έκοψε την τέντα και πετάχτηκε μαζί με τον Π. έξω και σώθηκαν. Και ο Ιταλός οδηγός πετάχτηκε έξω από το φορτηγό και σώθηκε και αυτός. Το φορτηγό που ήταν στην ανηφόρα έφυγε προς τα πίσω ακυβέρνητο και φλεγόμενο, και σταμάτησε, όταν βρήκε κάποια εμπόδια μερικά μέτρα πιο κάτω.

Η φάλαγγα σταμάτησε και οι Γερμανοί έτρεξαν να σβήσουν την φωτιά, χωρίς να ξέρουν τι είχε συμβεί. Ο B.Φ. και ο Π. βρήκαν την ευκαιρία και έσβησαν τις φωτιές στα πόδια τους, με την βοήθεια του Παντελή Κετσίδη (πατέρα του Μπόλη) μέσα στο εξοχικό καφενείο «Οι Αμπελόκηποι», και αμέσως απομακρύνθηκαν από εκεί. Ο Π. φοβούμενος μην συλληφθεί και εκτελεστεί έφυγε αμέσως για το βουνό και κατατάχτηκε στους αντάρτες. Ο B.Φ. γύρισε στο σπίτι του στο Κάτω Τσιφλίκι στην οικογένειά του.

Οι Γερμανοί όμως ανέκριναν τον Ιταλό και έμαθαν για τους Φλωρινιώτες που ήταν κρυμμένοι στην καρότσα του φορτηγού. Ο Χανς ανέλαβε να τους βρει. Ο Χάνς ήταν υπαξιωματικός της στρατιωτικής αστυνομίας και γνώριζε καλά όλους τους Φλωρινιώτες. Τον Π. δεν τον βρήκε γιατί είχε φύγει στο βουνό. Βρήκε όμως τον Β.Φ. στο σπίτι του και τον συνέλαβε. Δικάστηκε ο Β.Φ. και φυλακίστηκε για έξι μήνες στο Επταπύργιο στην Θεσσαλονίκη. Μετά τους έξι μήνες αφέθηκε ελεύθερος και γύρισε στην οικογένειά του. Όλο αυτό το διάστημα οι δικοί του ήταν πολύ στεναχωρημένοι, επειδή φοβόνταν μην τον εκτελέσουν. Από την στεναχώρια είχαν πέσει τα μαλλιά του μεγάλου του γιού.

Οι μαυραγορίτες της Φλώρινας έμπαιναν σε μεγάλες περιπέτειες για να φέρουν τρόφιμα που ήταν σε έλλειψη. Έφταναν μέχρι το Μοναστήρι και την Κορυτσά, που ήταν υπό βουλγάρικη και ιταλική κατοχή αντίστοιχα. Δεν θα κέρδιζαν πολλά χρήματα, επειδή οι ποσότητες ήταν μικρές. Όμως αυτά τα λίγα χρήματα ήταν χρήσιμα για να αντιμετωπίσουν την φτώχεια τους. Δεν υπήρχαν δουλειές, και όλοι προσπαθούσαν να κάνουν κάτι για να ζήσουν και αυτοί και η οικογένειές τους. Αυτοί ήταν οι μαυραγορίτες της Φλώρινας που αδιαφορώντας για τους κινδύνους πήγαιναν στο Μοναστήρι και στην Κορυτσά για να φέρουν προϊόντα που είχαν εκλείψει στην Φλώρινα. Ο Β.Φ. όμως και ο Π. δεν ήταν μαυραγορίτες, όπως κάποιους άλλους που την μαύρη αγορά την έκαναν επάγγελμα. Την ζάχαρη την ήθελαν για τις ανάγκες των οικογενειών τους, αλλά και να την ανταλλάξουν με άλλα τρόφιμα. Τότε πολλοί συγγενείς, φίλοι και γείτονες αντάλλαζαν τρόφιμα, αυτά που περίσσευαν και έπαιρναν αυτά που δεν είχαν. Έτσι πέρασε η Γερμανική Κατοχή. Όσο για τον Β. Φ. έζησε μια μεγάλη περιπέτεια, όπως και ο Π., που κατέβηκε από το βουνό όταν έφυγαν οι Γερμανοί.

Δημήτρης Μεκάσης