- Νέα Φλώρινα - https://neaflorina.gr -

Η διαφορετικότητα του ίδιου

lithoxoidisΓράφει
ο Στέλιος Λιθοξοΐδης


Την ημέρα εκείνη εξασφάλισα τριήμερο ρεπό. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα πάω στη γυναίκα μου. Εργαζόταν στη Θεσσαλονίκη. Εγώ Φλώρινα. Είχα καιρό να τη δω. Επιβιβάστηκα στο λεωφορείο. Το πρώτο πρωινό. Όταν δεν βλέπεις σε καθημερινή βάση τα αγαπημένα σου πρόσωπα, η κάθε ώρα έχει σημασία. Καμία δεν αφήνεις να πάει χαμένη.

Ανέβηκα στο λεωφορείο τελευταίος. Πάντα τελευταίος. Να έχουν καθίσει όλοι, να δω ποια διθέσια είναι ελεύθερα, να καθίσω σ’ ένα απ’ αυτά, να μπορέσω να κοιμηθώ, να περάσει  ανώδυνα το δυομισάωρο, να διακτινιστώ ακόμα καλύτερα, να προσεύχομαι στις πανσυμπάντιες δυνάμεις για να μην τύχει να καθίσει κανείς δίπλα μου στη στάση για εκ νέου επιβίβαση στο Αμύνταιο.

Στην επιβίβαση της Φλώρινας, στάθηκα τυχερός. Καταλάμβανα ένα διθέσιο μόνος μου. Στο Αμύνταιο  όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ένας τύπος έστεκε δίπλα μου, περιμένοντας να μαζευτώ για να καθίσει. Τραβήχτηκα προς το παράθυρο με αργές κινήσεις, σαν να περίμενα να το μετανιώσει. Τα χαρακτηριστικά του πρόδιδαν πως δεν ήταν Έλληνας. «Σέρβος ή Βούλγαρος» σκεφτόμουν. «Μπορεί και Γερμανός». Φόρεσα τα γυαλιά ηλίου για να κοιμηθώ. Η ολονυχτία στον υπολογιστή είχε πιάσει τόπο. Μπορούσα να κοιμηθώ, ακόμα και με την παρουσία ενός ξένου δίπλα μου.

Έκλεισα τα μάτια μου. Μα τα άνοιξα αμέσως. Ξέχασα να στείλω στη γυναίκα μου πως έχω ξεκινήσει. Γράφοντας το μήνυμα παρατήρησα τον έντονο φωτισμό από το κινητό του διπλανού μου. Χωρίς να θέλω είδα ότι έγραφε σε κάποιο baby κάτι στα αραβικά. Πρώτη φορά έβλεπα αραβικό πληκτρολόγιο, αλλά και κείμενο που δημιουργείται από τα δεξιά προς τα αριστερά. Αν κι εντυπωσιασμένος από την καινούρια μου εμπειρία, ξανακατεβάζω τα κρυμμένα πίσω από τα φιμέ τζαμάκια βλέφαρα μου για να κοιμηθώ. Μα τα ανεβάζω και πάλι μετά από λίγα δευτερόλεπτα, τόσο απότομα και τρομοκρατημένα, σαν να με είχε πάρει ο ύπνος στο σχολείο και να ξύπνησα από τις στριγκλιές της καθηγήτριας. Βρισκόμουν σε απόσταση εκατοστών από έναν μουσουλμάνο. Σε σημείο που ακουμπούσανε οι ώμοι μας.  Οι επιταγές της εποχής θέλουν τους μουσουλμάνους να είναι και τρομοκράτες. Η χθεσινή μου ολονυχτία στο YouTube, παρακολουθώντας βιντεάκια με την Isis, το δίχως άλλο με έκανε μάστερ στη θεωρία της τρομοκρατίας κι ένιωθα πως τώρα βρισκόμουν στην πρακτική. Κοιτούσα το κινητό του με τέτοια αφοσίωση, λες και υπήρχε περίπτωση να καταλάβω τι στο καλό μπορεί να έγραφε σ’ αυτό το baby. Αυτό όμως δεν με εμπόδισε να διαμορφώσω την κατάσταση στο μυαλό μου. «Είναι τρομοκράτης. Ο συνεργάτης του έχει την κωδική ονομασία baby. Είναι ξανθός άρα έχει το τέλειο καμουφλάζ (άλλωστε νομίζω πως τους τρομοκράτες τους φανταζόμαστε ολίγον μελαμψούς, με μαύρα πυκνά γένια). Το χτύπημα θα γίνει είτε μεσούσης της διαδρομής είτε κατά την είσοδό μας στο ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης».

Άρχισα να ιδρώνω. Τον έβλεπα που με κοίταζε με τις άκρες των ματιών του. Ίσως να κατάλαβε πως τον έχω ψυλλιαστεί. Κάτι έπρεπε να κάνω. Κάτι. Δεν ήξερα όμως τι. Μπήκα στο google. «Πώς να αντιδράσετε αν βρεθείτε δίπλα σε έναν τρομοκράτη στο λεωφορείο». Κανένα αποτέλεσμα. Απορώ με αυτούς στις ταινίες, που βρίσκουν σε λίγα δευτερόλεπτα στο google πώς να κάνουν εξορκισμούς και εγώ δεν μπορώ να βρω κάτι τόσο καθημερινό και συνηθισμένο. «Πρέπει να ενημερώσω τη γυναίκα μου», σκέφτομαι. Της γράφω ένα ασύντακτο SMS. Βρίσκω την ψυχραιμία του. Το διορθώνω. «Κάθομαι μαζί με έναν μουσουλμάνο τρομοκράτη». Σβήνω το «τρομοκράτη».  «Κάθομαι μαζί με έναν μουσουλμάνο». Το στέλνω.

Από τον φόβο αρχίζω να προσεύχομαι. «Θεέ μου, κάνε να πάνε όλα καλά» είπα. Μάλλον περισσότερο δυνατά απ’ ότι έπρεπε. Ο τρομοκράτης γυρίζει και με κοιτάζει όλο περιέργεια. Τον αγνοώ. Τον επεξεργάζομαι. Είναι πράγματι τόσο χοντρός ή φαίνεται έτσι επειδή κάτω από τα ρούχα του είναι ζωσμένος με εκρηκτικά; Προσπαθώ να καταλάβω τον σωματότυπό του. Αυτός αφοσιωμένος στο κινητό. Να μιλάει με το baby. Εγώ αφοσιωμένος πάνω του. Να τον κοιτάζω τόσο επίμονα, σαν να τον ξέρω από κάπου και να προσπαθώ να θυμηθώ ποιος είναι.  Ίσως τον έκανα να νιώσει άβολα, γιατί μου απηύθυνε τον λόγο. «Hey, you. Do you need something?», είπε. «Δεν μιλάω αγγλικά», είπα εγώ.

Πλησιάζαμε Θεσσαλονίκη. Έπαψα πια να τον κοιτάζω. Είχα αποδεχτεί τη μοίρα μου. Εξάλλου, ντρεπόμουν να ειδοποιήσω τις αρχές. Ό, τι είναι να γίνει θα γίνει.  Δεν είχα κοιμηθεί λεπτό. Σπάνιο για μένα στα ταξίδια. Το ίδιο κι ο διπλανός. Δεν άφησε λεπτό το κινητό του από το χέρι. Δυόμιση ώρες αντάλλασσε μηνύματα με το baby.

Και φτάσαμε. Σηκώνεται η μπάρα της εισόδου, μπαίνουμε στον χώρο του ΚΤΕΛ. Αυτός βάζει το κινητό στη τσέπη. Εγώ ακίνητος στη θέση μου. Σταματάμε. Οι πόρτες ανοίγουν. Τρέχει να κατέβει πρώτος. Κλείνω με δύναμη τα μάτια μου και τα αυτιά μου. Αναμένω, δίχως να σκέφτομαι τίποτα, πλήρως παραδομένος, να ακούσω το μπαμ. Μα δεν ακούω τίποτα. Ανοίγω τα μάτια μου. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο της θέσης μου. Τον βλέπω να αγκαλιάζει και να φιλάει την κοπέλα του στο στόμα. Νιώθω ηλίθιος. Κι αμόρφωτος.

Αντιλαμβάνομαι πως έχω μείνει στο λεωφορείο μόνος με τον οδηγό. Βάζω βιαστικά τη ζακέτα μου και πηγαίνω να κατέβω από την μπροστά πόρτα.

«Πόσο ίδιοι και διαφορετικοί είμαστε συνάμα;» λέω στον οδηγό.

«Ορίστε;» μου είπε εκείνος.

Στα σκαλιά του λεωφορείου, παρατηρώ πως υπάρχει πεσμένο ένα κινητό. Αυτό το κινητό δεν θα γινόταν να μην το γνωρίσω. Τρέχω προς το μέρος του να τον προλάβω. Βάδιζε προς τα αστικά, χέρι-χέρι με την δικιά του.

«Το κινητό σου» του είπα δείχνοντας του το κινητό στο χέρι μου. Άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του. Δεν έβρισκε κάτι. Μου χαμογέλασε και το πήρε. «Thank you» είπε κουνώντας το χέρι του στο μυαλό του, για να μου δηλώσει την αφηρημάδα του. Του χαμογέλασα και γύρισα να φύγω από την άλλη. Κοντοστάθηκα. Γύρισα να δω πίσω. Συνέχιζε να περπατάει, χέρι-χέρι με την κοπέλα του.