- Νέα Φλώρινα - https://neaflorina.gr -

Στο παλληκάρι, τον Παύλο Μελά

π. Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης, Καθηγητής ΠΔΜ

(Ομιλία στο Τρισάγιό του – Πισοδέρι 13 Οκτωβρίου 2018)

 

Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία της Γαλλίας. Ο πατέρας του Μιχαήλ, Ηπειρώτης, εμπορεύονταν στη Μασσαλία. Η μητέρα του Ελένη ήταν γόνος κεφαλλονίτικης οικογένειας. Η οικογένειά του εγκατα­στάθηκε στην Αθήνα το 1874.

Οι εθνικές ανησυχίες του πατέρα του τον σημάδευσαν βαθειά. Κοιτά­ζοντας, μια μέρα, τόσα όπλα στο υπόγειο του σπιτιού του, ένοιωσε «μιαν αλλόκοτη συγκίνηση να του πιάνη την αναπνοή», όπως έγραφε η σύζυγός του Ναταλία. Το χάιδεμα εκείνων των όπλων που προορίζονταν για την Κρήτη ήταν το εσωτε­ρικό κάλεσμα για αγώνα.

Γίνεται αξιωματικός του πυροβολικού. Ζη την πίκρα της ταπεινω­τικής ήττας του 1897. Βιώνει τη δυσκολότερη κρίση της ζωής του. ΄Αλλοτε είναι ευχα­ριστημένος. ΄Αλλοτε αηδιάζει και απογοητεύεται. Αλλά αυτό χαλυβδώνει την θέλησή του.

Στα τέλη του 1902 διορίζεται υποπρόξενος στο Μοναστήρι ο γυναικάδελφός του ΄Ιων Δραγούμης. Επικοινωνούν τακτικά δι’ αλληλογραφίας. «Για να επι­τύχουμε κάτι σ’ αυτή την περίσταση», του γράφει ο ΄Ιων «χρειάζονται α) εργασία εδώ. Αυτήν την κάνουμε όσο μπορούμε εμείς. β) εργασία στην Ελλάδα. Και για τις δυό δουλειές χρειάζονται χρήματα». Κάτι που αναλαμβάνει ο Μελάς.

Η ψευδοεπανάσταση του ΄Ιλιντεν, το 1903, τον ηλεκτρίζει. «Δυστυχώς», γρά­φει στον ΄Ιωνα, «τα μέσα μου δεν μ’ επιτρέπουν να κινηθώ απ’ εδώ και η κυ­βέρνησις δεν σκέπτεται καθόλου να επωφεληθή της προθυμίας μου, ως και τό­σων άλλων αξιωματικών». Τελικά η κυβέρνηση αποφασίζει να στείλει τέσσερις αξιωμα­τικούς για να «μελετήσουν» από κοντά την κατάσταση. «Του Παύλου του έρχεται σα ζάλη απ’ τη χαρά του», σημειώνει η Ναταλία. Στο γράμμα του προς τον ΄Ιωνα, στις 21 Μαρτίου 1904 από το Ανταρτικό, γράφει: «Είμαι ο ευτυ­χέστερος των ανθρώπων. Εξεπληρώθη τ’ όνειρόν μου. Η εργασία μου επιτυγ­χάνει πληρέστατα…».

Είναι γνωστή η διαφωνία των αξιωματικών. Ακολουθεί η δεύτερη περιοδεία του, η οποία λήγει, διότι η αναφορά του για τετράμηνη άδεια δεν είχε εγκριθεί από το Υπουργείο.

΄Επεται η τρίτη και τελευταία του περιοδεία. Καθώς αποχαιρετά τη Ναταλία, αυτή του λέγει ότι άλλη φορά δεν τον αφήνει να φύγει. Και αυτός της υπόσχεται πως θα είναι η τελευταία. Η τελευταία, ηρωική, έξοδός του στη Μακεδονία.

Αλληλογραφεί τακτικά με τη σύζυγό του. Οι επιστολές του είναι γεμάτες περι­πάθεια και νοσταλγία για τη Νάτα του και «τα χρυσά παιδάκια», «τους αγγέ­λους» του. Πόσο τους νοσταλγεί αυτός ο καλόψυχος σύζυγος και πατέρας! Ο μόνος μεταξύ τους «σύνδεσμος» είναι τ’ αστέρια που βλέπει στον μακεδο­νίτικο ουρανό.

Αλλά η αγάπη του για την πατρίδα τα υπερ­νικά όλα. Και δεν είναι έκδηλη μόνον αυτή του η αγάπη. Είναι και η αγάπη του προς τον Χριστό. «Πάντοτε Τον ελάτρευσα διά την θρησκείαν Του και Τον εθαύμασα διά την θυσίαν Του. Ελπίζω να μας βοηθήση», γράφει προς τη Νάτα, από τη Μακεδονία στις 28 Αυγούστου 1904. Μετά τη θεία Κοινωνία αισθάνεται «τώρα ισχυρός, γενναίος και καλύ­τερος», έτοιμος να κάνει τα πάντα, ακόμη και τη μεγάλη θυσία του.

Είναι πονόψυχος. Διστάζει να δώσει διαταγή εκτέλεσης «αντιπάλων φονιά­δων». Γράφει, στο ημερολόγιό του, στις 15 Σεπτεμβρίου 1904: «Δεν θα λησμονήσω ποτέ πόσον υπέφερα σήμερον το απόγευμα. Διαρκώς ερωτούσα τον εαυτόν μου αν είχα το δικαίωμα εγώ να συλλάβω οιονδήποτε άνθρωπον, οσον­δήποτε κακούργος και αν είναι, να τον τραβήξω από την οικογένειάν του και να τον φονεύσω!».

Κακοπαθεί μέσα στη βροχή, στο κρύο, στην πείνα. «Ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος» του τον κάνει να νοσταλγεί «τον ήσυχον και γλυκύν οικο­γενειακόν βίον». Αλλά τον κρατά εκεί «το καθήκον και προπάντων αι υπο­χρεώσεις» που ανέλαβε. Απογοητεύεται από την απροθυμία των κατοίκων. Αλλά τους δικαιολογεί. «Ενόμιζα», γράφει στη Νάτα, στις 2 Οκτωβρίου 1904, «πριν έλθω ότι από εμέ μόνον εξηρτάτο να κάμω και να δείξω, αλλά δυστυχώς από το πρόγραμμά μου το εκατοστόν μόνον έκαμα. ΄Ηλ­πιζα πολλά, αλλ’ ο κόσμος εδώ φοβείται πολύ ακόμη το κομιτάτον των δολο­φόνων και ένεκα τούτου δεν μας βοηθεί όσον έπρεπε. ΄Εχουν όλην την επιθυμίαν και την καλήν θέλησιν».

Παλεύει με τον εαυτό του. «Αισθάνομαι», γράφει προς την ΄Εφη Καλλέργη στις 9 Οκτωβρίου 1904, «ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε; ΄Η θα χανδακώσω την ιεράν αυτήν υπόθεσιν; Αισθα­νόμενος το μέγεθος της ευθύνης, πότε τρέμω και πότε ενθουσιώ. Ιδίως υποφέρω όταν αποφασίζω κάτι δύσκολον και επικίνδυνον, αλλ’ αναγκαίον». Η αναπο­φασιστικότητα κά­ποιων τού τα γκρεμίζει όλα.

Και ήρθε εκείνη η μαύρη μέρα της 13ης Οκτωβρίου. Ο Μελάς και τα παλληκά­ρια του καταλύουν στη Στάτιτσα. Ο Μητρο-Βλάχος έχει ειδοποιήσει τον τουρ­κικό στρατό που πλησιάζει το σπίτι όπου καταλύει ο Παύλος με τέσσερις Μακεδονομάχους. Για μεγαλύτερη ασφάλεια κατεβαίνουν «από την ξύλινη ανεμόσκαλα σ’ ένα μικρό στάβλο από κάτω». Το τουρκικό βόλι βρίσκει τον Παύλο στη μέση. «Το καθήκον μου έκανα», παραγγέλλει στον Πύρζα να πει στην οικογένειά του. «Πονώ, είπε σιγά και ξεψύχησε».

Μα οι περιπέτειές του δεν τελείωσαν. Και το ακέφαλο σκήνωμά του και η κεφαλή του ταλαιπωρήθηκαν. Ο Καστορίας Γερμανός έθαψε το ακέφαλο σώμα στον περίβολο του παρεκκλησίου των Ταξιαρχών. Ο ήρωας παπάς του Πισο­δε­ρίου Σταύρος Τσάμης, στις 18 Οκτωβρίου, έθαψε την κεφαλή του κάτω από την αγία Τράπεζα στο διπλανό μας παρεκκλήσι του αγίου Χαραλάμπους, με την παρουσία άλλων πέντε ατόμων. Σήμερα τα λείψανα του Μελά βρίσκονται σε τάφο στην βόρεια πλευρά του παρεκκλησίου των Ταξι­αρχών, στην Καστοριά, μαζί με εκείνα της συζύγου του Ναταλίας.

* * *

Ευρισκόμενοι, σήμερα στην αγία Παρασκευή Πισοδερίου, εναποθέτουμε στον ήρωα μας τα μωβ λουλούδια του πένθους, αλλά και τα λευκά της ευγνωμοσύνης, το δάκρυ μας αλλά και τον θαυμασμό μας. Μπροστά στον ήρωά μας, που μας βλέπει από τα θεωρεία του ουρανού, κάνουμε τάμα στη μνήμη του και στη θυσία του:

– Τις κερκόπορτες που άνοιξαν οι περισπούδαστοι, αυτοί που πισωπατήσαν, θα τις κλείσουμε με τους αγώνες μας, ήρωα μας, παλληκάρι μας.

– Όπως είχες πει: « Η Μακεδονία είναι οι πνεύμονες όλης της Ελλάδος και άνευ αυτών η λοιπή Ελλάς δεν δύναται να ζήση. Ας αφήσωμεν τας συγκινήσεις και ας σπεύσωμεν εις την φωνήν της, ενόσω είναι καιρός». Και μεις θα σπεύσουμε στο κάλεσμά της.

– Δεν σε κλαίμε μόνο, όπως ο Καραβαγγέλης εκείνο το βράδυ μπροστά στο ακέφαλο σκήνωμά σου. Αλλά και σε θαυμάζουμε για την παρακαταθήκη που μας άφησες: Ότι οι μάχες δεν κερδίζονται με τους χαμηλούς τόνους, αλλά με τους αγώνες. Ο αγώνας είναι μισή νίκη.

– Αν, όπως έλεγαν οι Λατίνοι, «Nomen est omen», το όνομα είναι σημάδι, σημαία, σύνθημα στη μάχη, σφραγίδα, και μεις δεν παραδίδουμε το όνομά μας, το μοναδικό όνομα που έχει του ονείρου μας η γη. Την κληρονομιά που μας άφησες δεν θα την παρα­δώσουμε τώρα, στους άγουρους καιρούς μας, επειδή κάποιοι στης ντροπής τα έδρανα καθίσαν.

– Θα βαδίσουμε γερά στα χνάρια σου, στα ίχνη που άφησες πίσω σου, ρηξικέλευθε Μελά. Ο Μακεδονικός Αγώνας δεν τελείωσε. Όπως είχε ειπωθεί σε αυτήν την εκκλησία, το 1984, ο Μακεδονικός Αγώνας δεν αποτελεί μόνον παρελθόν. Μπορεί να γίνει και ένα ένδοξο, αλλά ηρωικό μέλλον.