- Νέα Φλώρινα - https://neaflorina.gr -

Στο ψηφιδωτό του Πισοδερίου

Αρχιμ. Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης,

Καθηγητής ΠΔΜ

 

«Δεν επιχειρώ, φίλε μου, να σε παρηγορήσω, διότι η συμφορά είναι τόσον μεγάλη, ώστε δεν ευρίσκω λόγους παρηγορίας. Κλαύσον, διότι και ενταύθα έκλαυσαν ου μόνον οι γνωρίσαντες τον εις το καθήκον αφοσιωμένον γενναίον στρατιώτην, αλλά όσοι και εξ ακοής μόνον εγνώρισαν αυτόν». Με αυτά τα λόγια ο Βασίλειος Αγοραστός από το Μοναστήρι, στις 20 Οκτωβρίου 1904, άρχιζε την επιστολή του προς τον ΄Ιωνα Δραγούμη σχετικά με την ταφή της τιμίας κεφαλής του ήρωα Παύλου Μελά.

Ο Βασίλειος Αγοραστός ήταν υπάλληλος του ελληνικού προξενείου στο Μοναστήρι, συνεργάτης και φίλος του εκεί υποπρόξενου ΄Ιω­να Δραγούμη. ΄Ελαβε εντολή από τον πρόξενο Φ. Κοντογούρη να μεριμνήσει για τον ενταφιασμό του Μελά και γι’ αυτό μετέβη στο Πισοδέρι. ΄Οπως δε εξελίχθηκαν τα πράγματα, ήταν παρών κατά την ταφή της κεφαλής στο Πισοδέρι. Γι’ αυτό η μαρτυρία του είναι η πλέον αξιόπιστη από όσες έχουν γραφεί, διότι είναι μαρτυρία ενός αυτόπτη και αυτήκοου.

Ο Αγοραστός έφθασε στο Πισοδέρι στις 3 το απόγευμα της Κυριακής 17 Οκτωβρίου και συναντήθηκε με την επιτροπή που είχε συστήσει ο ίδιος ο Μελάς και αποτελούνταν από τους Μιχαήλ Χασόπουλο και τον Χατζή Κώτση, ανεψιό του αρχιμανδρίτη Μόδεστου. Παρά τις διαβεβαιώσεις τους ότι είχε ληφθεί μέριμνα για τον ενταφιασμό του Μελά σε ασφαλές μέρος, μαζί με αυτούς και τον διδάσκαλο Αν. Παπαφιλίππου έφθασε στο Ανταρτικό, τα χαράματα της 18ης Οκτωβρίου. Εκεί ο Παύλος Πύρζας του ανακοίνωσε ότι έστειλε τον Ντίνα μεταμφιεσμένο για να παραλάβει και μεταφέ­ρει το νεκρό σώμα στο Ανταρτικό. Από τον ίδιο τον λίαν ταραγμένο Ντίνα ο Αγοραστός έμαθε πώς αναγκά­σθηκε να αποκόψει την κεφαλή, να την περιτυλίξει σε λευκό πανί, να την κρύψει μέσα στον σάκκο του και να την μεταφέρει στο Ανταρτικό.

Από εκεί και ύστερα αρχίζει η νέα περιπέτεια της κεφαλής. Ο Αγοραστός μετέβη στην οικία όπου φυλασσόταν «το πολύτιμο κειμήλιο». Με πολλά δά­κρυα μέσα στο «ημιφώτιστο» δωμάτιο ανεγνώρισε την κεφαλή «του αρειμανίου εκεί­νου ανδρός». Με τον φόβο μήπως βραδύνουν και προδοθούν, βγήκαν από το Ανταρτικό φέροντας «τον πολύτιμον σάκκον». Μαζί με τους δύο διδασκάλους Ηρακλή Φίτζιο, Αν. Παπαφιλίππου και τους εκ Πισοδερίου φίλους κατευθύν­θηκαν προς την μονή της Αγίας Τριάδος. Παρέμειναν εκεί μέχρις ότου άρχιζε να σκοτεινιάζει. ΄Εφιπποι εισήλθαν απαρατήρητοι στο Πισοδέρι. Απέκρυψε τον πολύτιμο σάκκο σε ιδιαίτερο δωμάτιο και τον εναπέθεσε επάνω σε καινούργιο τραπέζι. ΄Εκλεισε το δωμάτιο και κράτησε το κλειδί.

Η αγωνία του ήταν πού να ενταφιάσει την κεφαλή. Προτίμησε το παρεκκλήσι του αγίου Χαραλάμπους, παρακείμενο στην εκκλησία της αγίας Παρασκευής. Ετοίμασαν ό,τι χρειαζόταν, κατασκεύασαν κιβώτιο, προμηθεύθηκαν σάβανο από εκείνα του Παναγίου Τάφου και ειδοποίησαν τον παπά- Σταύρο. Όταν πλέον όλα ήσαν έτοιμα, ξεκίνησαν μέσα στο σκοτάδι. Ο Αγοραστός έφερε τον σάκκο. Τον εναπέθεσε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, μέχρις ότου να σκαφτεί ο μικρός τάφος. Αφού έσκαψαν τον «ταφίσκο», έφεραν το κιβώτιο μπροστά από την ωραία Πύλη. Ο Αγοραστός έστρωσε πάνω από το κιβώτιο το σάβανο και στόλισε την κεφαλή με τα άνθη του δάσους της Αγίας Τριάδος που ο ίδιος μάζεψε, παρά το χιόνι.

Αναψαν λαμπάδα και άρχισαν να ψάλλουν «εν ολολυγμοίς» την νεκρώσιμη ακολουθία, ολόκληρη. ΄Εδωσαν, τέλος, τον τελευταίο ασπασμό. Ο Αγοραστός αφαίρεσε από την τιμία κεφαλή λίγα άνθη, τα έκρυψε στο χαρτοφυλάκιο που του είχε χαρίσει ο Μελάς και τα τύλιξε με το άλλο μισό του σάβανου. Κατόπιν έθεσε το κάλυμμα του κιβωτίου, επισώρευσε πάνω του χώμα και προσήρμοσε καλά την πλάκα. Διεπίστωσε ότι δεν υπήρχε κανένα ίχνος που μπορούσε να προδώσει «την μυστικήν πράξιν». Βγήκαν από το παρεκκλήσι και μπροστά στην εικόνα της Παναγίας στην εκκλησία της αγίας Παρασκευής ορκίσθηκαν όλοι πάνω στο Ευαγγέλιο ότι σε κανένα δεν θα πουν τίποτε από όσα είδαν ή έκαναν εκείνη την ημέρα˙ εκτός, βέβαια, από τον Αγοραστό ο οποίος επιφυλάχθηκε να αναφέρει στην προϊσταμένη του αρχή, το προξενείο Μοναστηρίου,  που του ανέθεσε την αποστολή του ενταφιασμού.

Στην ταφή της κεφαλής του Παύλου Μελά συμμετείχαν μόνον έξι πρόσωπα: Ο Αγοραστός, ο παπα-Σταύρος, ο Μιχαήλ Χασόπουλος, ο Χατζή Κώτσης και οι δύο δάσκαλοι Ηρακλής Φίτζιος και Αν. Παπαφιλίππου. Περιττό να τονισθεί ότι ο Αγοραστός είχε λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα προφύλαξης, για να μη συλλη­φθούν επ’αυτοφώρω. Ενόσω οι υπόλοιποι ασχολούνταν με τα της κηδείας, ο Παπαφιλίππου και ο Χασόπουλος παραφύλαγαν στον περίβολο της εκκλησίας, εντός δε του ναού όλα ήσαν έτοιμα για την τέλεση «της αγρυπνίας».

Αυτά ήσαν επακριβώς τα γεγονότα, όπως τα περιγράφει ο περισσότερο όλων αξιόπιστος Βασίλειος Αγοραστός.

* * *

Iδού εμείς σήμερα, στην εύσημο αυτήν ημέρα, βρισκόμαστε ενώπιον του ψηφιδωτού που παριστάνει την τελετή παραδόσεως του κιβωτίου, το οποίο περιείχε την τιμία κεφαλή του Παύλου Μελά.

Με φόντο την αγία Παρασκευή, βλέπουμε δύο άνδρες ντυμένους με την ένδοξη στολή των Μακεδονομάχων, να παραδίδουν το κιβώτιο στον παπα-Σταύρο Τσάμη.

Δεν ήταν δυνατόν να λείπει από την τελετή ο θαρραλέος λευίτης του Πισοδερίου, ο μεγαλύτερος στυλοβάτης του Ελληνισμού των Κορεστίων˙ αυτός που ήταν κάρφος στα μάτια των κομιτατζήδων και γι’ αυτό του έστησαν ενέδρα και τον αποτελείωσαν με τα τσεκούρια οι βούλγαροι ανθρακείς στις 27 Αυ­γούστου 1906. ΄Ηταν αυτός που είχε στο σπίτι του τη φωτογραφία του Μελά και όταν τον πρωτοσυνάντησε στο Ανταρτικό του χάρισε ένα σουγιά ευρωπαϊκό και ένα κομπολόι, σχεδόν δε μεθυσμένος από ενθουσιασμό τραγούδησε το «Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά» και το «Ω λυγερόν και κοφτερόν σπαθί μου».

΄Ηταν ο παπάς στο Πισοδέρι με την ακραιφνή ελληνική συνείδηση, που είχε ανθρώπους σαν εκείνον τον «χαντζή» για τον οποίο το 1889 έγραφε ο Ρουμάνος περιηγητής G. Weigand: «Ξαφνιάστηκε, όταν άκουσε το άλλο πρωί πως μιλούσα με τους ανθρώπους στην αρωμουνική γλώσσα και νόμισε ότι είμαι ένας Αρωμούνος δάσκαλος και ότι έχω σκοπό να ιδρύσω εκεί ένα ρουμανικό σχολείο. Ησύχασε μόνο όταν άφησα στις 11 το πρωί το χωριό». Επομένως, δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί άλλος τόπος πιο πρόσφορος από ετούτο το χωριό, με την μέγιστη προσφορά στον Μακεδονικό Αγώνα.

΄Ηταν το Πισοδέρι, το χιλιοτραγουδισμένο, «με πολλούς ένθερμους πατριαρχικούς» (D. Dakin), που αξιώθηκε να διαφυλάξει μέχρι το 1907 στο παρεκ­κλήσι του την κεφαλή του πολύκλαυστου Παύλου Μελά, το όνομα του ο­ποίου, όπως έγραφε ο Αγοραστός, θα καταλάβει στην ιστορία «της Πατρίδος του Μεγάλου Αλεξάνδρου μίαν εκ των λαμπροτέρων σελίδων».

Γι’ αυτό είναι πολύ επιτυχής η παράσταση του ψηφιδωτού, ο Μεγαλέ­ξανδρος να παραδίδει στον Παύλο Μελά, ως κληρονομιά και παρακαταθήκη, το δεκαεξά­κτινο αστέρι με τον ρόδακα, από πίσω τους δε να είναι η ελληνική σημαία. Είναι μία πετυ­χημένη σύνδεση του παλαιού και μη γηράσκοντος με το αείποτε νέο, σύνδεση της αρχαίας Ελλάδος και δη της Μακεδονίας με τη σύγχρονη Ελλάδα, στη σημαία της οποίας οι εννέα λωρίδες αντιστοιχούν στις συλλαβές της ιστορικής φράσης «Ελευθερία ή θάνατος».

Ο Μεγαλέξανδρος ήταν το παλληκάρι της Μακεδονίας που έφθασε νέος μέχρι τις Ινδίες, αλλά και άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του με το πέρασμά του από τους βιγλάτορες του Πισοδερίου.

Για να μας υπενθυμίσουν όλα αυτά ότι δεν υπάρχει βόρεια Μακεδονία ή βόρεια πλευρά της Μακεδονίας, αλλά για να μας υπομνήσουν ότι η Μακεδονία είναι μία και ελληνική˙ που γι’ αυτήν την Μακεδονία και όχι για κάποια σύν­θετη ονομασία έπεσε ο Μελάς, η δε Πατρίς σύσσωμη ανεγείρει επί του τάφου του «το αθάνατον της δόξης τρόπαιον», όπως έγραφε ο Καστορίας Γερμανός.