- Νέα Φλώρινα - https://neaflorina.gr -

Η παρουσίαση του νέου βιβλίου του Αρχιμανδρίτη Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη από την Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Φλώρινας (video, pics)

Το νέο βιβλίο του Αρχιμανδρίτη π. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη με τίτλο «Επιστολές του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τον Μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ και έτερους Μητροπολίτες» παρουσιάστηκε το πρωί της Κυριακής από την Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Φλώρινας «Βασιλική Πιτόσκα».

Την εκδήλωση προλόγισε η πρόεδρος του Δ.Σ. της Βιβλιοθήκης κα Βασιλική Μούζα και ακολούθησαν σύντομοι χαιρετισμοί από τον αντιπεριφερειάρχη Φλώρινας κ. Σωτήρη Βόσδου και τον πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου Φλώρινας κ. Μιχάλη Χάτζιο.

Το βιβλίο παρουσίασε με γλαφυρό τρόπο ο Καθηγητής Ιστορίας και Πολιτισμού του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης κ. Ανδρέας Ανδρέου, ενώ τελευταίος τοποθετήθηκε ο συγγραφέας π. Ειρηναίος, Ομότιμος Καθηγητής του ΠΔΜ.

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΧΑΤΖΗΕΦΡΑΙΜΙΔΗ

Ἐν πρώτοις χάριτας ὀφείλω πρὸς τὴ Δημόσια Κεντρικὴ Βιβλιοθήκη Φλώρινας “Βασιλικῆς Πιτόσκα” γιὰ τὴν πρόφρονα ἀνάληψη τῆς ἔκδοσης τοῦ βιβλίου.

Εὐγνωμόνως εὐχαριστῶ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο γιὰ τὴ χορηγηθεῖσα ἄδεια ἐρεύνης στὸ Ἀρχεῖο τοῦ Πατριαρχείου καὶ τὴν τότε Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἀρχείου.

 Τὸ μετὰ χεῖρας βιβλίο, ποὺ εἶναι καρπὸς νοσταλγίας γιὰ τὴν περιοχὴ τῶν Βιτω­λίων καὶ μικρῆς ἔστω συμβολῆς στὴν ἀνάδειξη τῆς προσφορᾶς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πα­τριαρχείου στὸν Μακεδονικὸ Ἀγῶνα, περιλαμβάνει: εἴκοσι πέντε ἀπαντητικὲς ἐπιστολὲς τοῦ Πατρι­αρ­χείου πρὸς τὸν Μητροπολίτη Πελαγονίας Ἰωακεὶμ Φορό­που­λο, πέντε πρὸς τὸν προκάτοχό του Ἀμβρόσιο καὶ τρεῖς, μὲ παραλῆπτες καὶ ἕτε­ρους πλὴν τοῦ Ἰωακεὶμ Μητροπολίτες. Στὴν κατακλεῖδα καταχωρίζεται τὸ πρα­κτικὸ καθαίρεσης τοῦ ρου­μανίζοντος ἱερέως Θεοδώρου στὸ Μοναστῆρι.

 Ἰδιαίτερο, βεβαίως, ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν οἱ ἐπιστολὲς πρὸς τὸν Ἰωακείμ. Ὁ Ἰωακεὶμ ἦταν ἡ χρυσῆ “ἐπιλογή” τοῦ πεφωτισμένου Πατριάρχη Ἰωακεὶμ Γ΄, ὁ ὁ­ποῖος ἔβλεπε τὴν τροπὴ τῶν γεγονότων στὴ Μακεδονία, ἤδη πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ τὸ Ἴλιντεν. Εἶχε πλέον καταστεῖ ἐπιτακτικὴ ἡ στροφὴ στὴν πολιτικὴ τοῦ Πατρι­αρ­χείου, τὴν ὁποία ἐγκαινίασε αὐτὸς ὁ πεπνυμένος Πατριάρχης, ὁ Πατρι­άρχης τῆς ἠπιότητος καὶ συνδιαλλαγῆς. Ἀπέστειλε τὸν Ἰωακεὶμ στὸ Μοναστῆρι (1903), τὸν Στέφανο Δανιηλίδη στὴν Ἔ­δεσσα (1904), τὸν Χρυσό­στομο Καλα­φάτη στὴ Δρά­μα (1902), τὸν Γρηγό­ριο Ὡρο­λογᾶ στὸ Μελένικο (1902).

 Στὶς ἐπιστολὲς πρὸς τὸν Ἰωακεὶμ διαφαίνεται τὸ ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον τοῦ Πρω­τόθρονου τῆς Πόλεως γιὰ ὅσα διαδραματίζονταν στὴν περιοχὴ τῆς Πελα­γο­νίας˙ γεγονότα ποὺ πρωτύτερα διεκτραγωδοῦσε ὁ Ἰωακεὶμ στὶς ἐπιστολές του πρὸς τὴν προϊσταμένη του Ἀρχή. Ὁ Ἰωακεὶμ ἔπρεπε νὰ ἀντιπαλαίσει ὄχι μόνο μὲ τὴν προπαγάνδα τῆς βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας. Ὁ ἀγῶνας του ἦταν πολυμέτωπος. Ἀντιμετώπιζε καὶ ἄλλες ξένες δράσεις-προπαγάνδες: τὴ σερβική, ποὺ δὲν ἦταν καὶ μὴ ὑπολογήσιμη˙ τὴ ρου­μανική, ποὺ δραστηριοποιοῦνταν στοὺς ἑλληνοβλαχικοὺς πληθυσμούς, ἀλλὰ μὲ πενιχρὰ ἀπο­τελέσματα˙ τὰ συμφέροντα τῶν ξένων Δυνάμε­ων, τὴ διείσδυση τοῦ καθολικισμοῦ μὲ τοὺς Λαζαριστὲς μοναχούς.

 Ὁ ἀγῶνας του ἦταν ἄνισος, ἑτεροβαρής. Ἀλλὰ τὸ βάρος του ἰσορροποῦνταν μὲ τὴ στήριξη ποὺ τοῦ παρεῖχε τὸ Πατριαρχεῖο. Ὡς φορέας τοῦ οἰκουμενικοῦ πνεύμα­τος καὶ πολέμιος τοῦ ἐθνικισμοῦ, τὸ Πατριαρχεῖο τὸν ἐνίσχυε, τὸν συμβούλευε, τὸν προφύλασσε ἀπὸ παρορμητικὲς ἐπιλογές, ἀλλὰ καὶ μὲ σθένος ὑπερμαχοῦσε τῶν ὁσίων τῆς πίστεως. Ὁ Ἰωακεὶμ ἦταν Ἱεράρχης ἀπτόητος, ἀνυποχώρητος, φύ­λα­κας ἀκοίμητος τῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ ἦταν κάρ­φος στὰ μάτια τῶν ξένων ἐπιβουλέων καὶ δὴ τῶν Ἐξαρχικῶν. Διακινδύνευσε τὴν ζωή του, τὴν ὁποία ἐπιχειροῦσε νὰ τοῦ ἀφαιρέσει ὁ περίφημος βοεβόδας Να­ούμ, εἰδικὰ στὸ χωριὸ Dragos, ἀλλὰ ὡς πότης ἀπέτυχε. Ἦταν στόχος καὶ τῶν ρου­μανικῶν κινήσεων τοῦ ἐξωτερικοῦ, οἱ ὁποῖες εἶχαν μισθώσει τὸν ὑποψήφιο δολο­φόνο. Ἡ πολύπλευρη δράση του ἦταν ἡ αἰτία νὰ μεταπεμφθεῖ στὴν Κωνσταντι­νούπολη, ὡς μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ ἀργότερα ὡς Πρόεδρος τῆς Ἐφορείας τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς. Ἀλλὰ καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη εὑρισκόμενος δὲν ἔπαυε νὰ μεριμνᾶ γιὰ τὸ ποίμνιό του. Λάμβανε ἐπιστολὲς ἀπὸ τὸν ἐπιτροπεύ­οντα τὴ Μητρόπολη, ἐ­πί­­σκοπο Πέτρας Αἰμιλιανὸ Λαζαρίδη. Σχετικὰ μὲ τὰ τε­κται­νόμενα στὴν Πελα­γονία ἐνημέρωνε τὸ Πατριαρχεῖο.

 Ὁ Ἰωακεὶμ δὲν ἦταν ἀπὸ τὴ σχολὴ ἐκείνων ποὺ ἔλεγαν στοὺς ντόπιους πληθυ­σμοὺς νὰ κάνουν ὑπομονὴ ἤ «καὶ γύφτοι νὰ γίνουν, ἐκεῖνοι θὰ εἶναι δεσποτάδες».

Εἶχε εἰπεῖ τὸ περιώνυμο: «Ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος», ὡς ἀπάντηση στὰ κακουργήματα τῶν ἐξαρχικῶν, τῶν «νυχτοπαλληκαράδων». Ἦταν παραλλαγὴ τῆς προτροπῆς τοῦ Ἴωνος Δραγούμη: «Μᾶς φτάνουν πιὰ οἱ μάρτυρες˙ χρειάζονται τώρα ἥρωες. Γενῆτε ἥρωες!». Ἡ ἀντίστασή του σὲ ὅσους βυσ­σοδο­μοῦσαν τὴ Μη­τρόπολη Πελαγονίας ἦταν ἡρωική. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔμεινε ἴ­σως ὁ μόνος γνωστὸς γιὰ τὴν ἐθνική του δράση Μητροπολίτης Πελαγονίας.

 Ποιός γνωρίζει τί βάρος σήκωνε στοὺς ὤμους του, εἴτε λειτουργῶν, εἴτε γρά­φων στὸ πενιχρὸ οἴκημα τῆς Μητροπόλεως -σὲ ἀντίθεση μὲ ἐκεῖνο τὸ μεγαλεπή­βο­λο μέγαρο τῆς Ἐξαρχίας- ποιά φλόγα ἔκαιε μέσα του, ὁποῖοι ἀναστεναγμοὶ ἐξέρ­χονταν ἀπὸ τὴν πονεμένη του καρδία, ποιά δάκρυα ἔχυνε γιὰ τὰ πάθια τοῦ ποι­μνίου του! Πόση ἀγωνία τὸν διακατεῖχε γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ πράξει σχετικὰ μὲ τὴν ἐπιδίωξη τῶν ρουμανιζόντων, «τῶν ξένων ταραχοποιῶν», νὰ ἱδρύσουν στὸ Μονα­στῆρι ρουμανικὸ νεκροταφεῖο καὶ παρεκκλῆσι˙ γιὰ τὴν ἁρπαγὴ ναοῦ στὴν Ἀχρίδα˙ ἂν πρέπει νὰ ἀφορίσει˙ πῶς νὰ συμπεριφερθεῖ, ἄν πρέπει νὰ προβεῖ σὲ καθαίρεση ἱερέων˙ πῶς νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς ἐπιδιώξεις τοῦ σερβικοῦ παράγοντος˙ ἄν πρέπει νὰ ἱκανοποιήσει αἴτημα χωριῶν ποὺ ἐπανέρχονταν στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία! Μὲ πόσο πόνο ἀντίκρυζε στὸ ἑλληνικὸ Νοσοκομεῖο τοὺς τραυματισμένους, μὲ τὰ συντριπτικὰ τραύματα, ἐπακόλουθα τοῦ Ἴλιντεν, ὅπως τὰ διεκτραγωδεῖ ὁ Re­ginald Wyon, ἀνταποκριτὴς τῆς Daily Mail, στὸ βιβλίο του “Τhe Balkans from wi­thin”, ποὺ ἐπισκέφθηκε τὸ Μοναστῆρι;

 ­Ἂν καὶ δὲν εἶμαι βέβαιος, τί χαρὰ θὰ εἶχε συνεργαζόμενος μὲ τὸν ὑπο­πρό­­ξενο τοῦ Μοναστηρίου Ἴωνα Δραγού­μη, ποὺ ἡ ψυχή του καί­ονταν μὲ τὴν κα­τάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε, τὴν ἀδιαφορία ἢ τὴ διστακτικότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους, τοῦ δόγματος «τῆς μικρᾶς ἀλλὰ ἐ­ντίμου Ἑλλάδος»! Πόσες ἱκεσίες ἔκανε ἀσπαζόμενος τὴν κάρα τοῦ ἁγίου νεομάρ­τυ­ρος Ἀγαθαγγέλου, τὴν ὁποία ὁ Μητροπολίτης Πε­λαγονίας Γρηγόριος τὸ 1827 ἔθεσε σὲ λειψανοθήκη πρὸ τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας στὸν Ἅγιο Δημήτριο, ἀλλὰ δυστυχῶς -συνεργία πολλῶν;- ἐκλάπη καὶ βρίσκεται σήμερα στὴν Κύπρο!

 Ὁ Μητροπολίτης Πελαγονίας Ἰωακεὶμ Φορόπουλος ἔστω ὑπόδειγμα Ἱεράρχου, ὁ ὁποῖος ἔπραξε τὸ καθῆκον του στὰ χαλεπὰ χρόνια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος, εὑρισκόμενος στὸν πυρῆνα ἀντίστασης τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στὸ Μοναστῆρι, ποὺ σὰν αὔριο 6 Νοεμβρίου τοῦ 1912 χάθηκε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴ μητέρα Ἑλλάδα˙ στὸ Μονα­στῆρι, μὲ τὸν ἀκμαῖο Ἑλληνισμό, τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα, τοὺς ἐθναποστόλους ἐκπαιδευτικούς, τὸ Νοσοκομεῖο, τὴν αἴγλη τὴ φω­το­δότρα.

 Σήμερα, μνήμονες ἐκείνης τῆς πορείας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, χωρὶς κἂν ἴχνος ἐ­θνι­κισμοῦ -ὁ ἐθνικισμὸς εἶναι «σὰν τὴν ὀδοντόπαστα, ποὺ ἂν βγεῖ ἀπὸ τὸ σωληνά­ρι δὲν ἐπιστρέφει»- ἐπισκεπτόμαστε τὸ Μοναστῆρι, εὐλαβεῖς προσκυνητὲς τοῦ ἀ­θά­νατου ἑλ­ληνικοῦ πνεύματος. Ὅπως ἔλεγε ὁ ποιητής:

«Δὲν χάθηκες, μὰ οὔτε θὰ χαθεῖς.

Κι ἂς ἔρθουν πάλι Πέρσαι καὶ Τοῦρκοι καὶ Λατῖνοι.

Δὲν εἶσαι κάστρο γιὰ νὰ πατηθεῖς.

Εἶσαι τὸ φῶς, Ἑλλάδα, ποὺ δὲν σβήνει».

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΝΤΡΕΑ Π. ΑΝΔΡΕΟΥ

Θα επιθυμούσα να ξεκινήσω την σημερινή παρουσίαση της τελευταίας δουλειάς του π. Ειρηναίου, ευχαριστώντας τον για την τιμή που αποδίδει στο πρόσωπό μου να προχωρήσω στην εν λόγω πρώτη παρουσίαση. Η συνύπαρξή μας την τελευταία, περίπου, εικοσιπενταετία στα πανεπιστημιακά έδρανα της πόλης μας, οι κοινές μας αγωνίες για την παραμονή, αναβάθμιση και μακροημέρευση των ανώτατων σπουδών, οι συμφωνίες, αλλά, και διαφωνίες μας σε ζητήματα ερμηνείας, προσέγγισης και ανάγνωσης όχι μόνον δεν τραυμάτισαν, αλλά ενδυνάμωσαν μια πραγματική φιλία και αλληλοεκτίμηση που εύχομαι να κρατήσει όσο ο φιλεύσπλαχνος θεός θα μας χαρίζει ανάσες στην επίγεια αυτή ζωή. Επιτρέψτε μου μία ακόμη πιο προσωπική εξομολόγηση για την οποία θέλω να σεμνύνομαι: είμαι πολύ χαρούμενος που υπήρξα το μέλος της επιτροπής εκείνης, που πρότεινε προς την Γενική Συνέλευση του Τμήματος και κατ’ επέκταση στην Σύγκλητο του Πανεπιστημίου την ανακήρυξη του π. Ειρηναίου σε Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου μας, τιμή η οποία έτσι και αλλιώς του αξίζει για το σύνολο του έργου του, θρησκευτικό, εκπαιδευτικό, και κοινωνικό.

Η εν λόγω εργασία εστιάζει σε εικοσιπέντε πατριαρχικές επιστολές, οι οποίες συνιστούν, στο μεγαλύτερο μέρος τους απαντήσεις σε ζητήματα που θέτει ή εκθέτει ο Μητροπολίτης Πελαγωνίας, Ιωακείμ Φορόπουλος για την περίοδο 1903-1906, καθώς επίσης και ακόμη πέντε επιστολές προς τον προκάτοχο του Ιωακείμ, Αμβρόσιο Σταυρίδη για την περίοδο 1899-1903 και τρεις ακόμη σε άλλους Μητροπολίτες της ευρύτερης περιοχής.

Το γενικό ιστορικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετούνται τα πρόσωπα, οι επιστολές και τα τεκταινόμενα είναι αυτό που στην ιστορία ονομάζουμε περίοδος του Μακεδονικού Αγώνα στα τελευταία χρόνια της Οθωμανοκρατούμενης Μακεδονίας με τους εντονότατους εθνικισμούς στο χώρο της Μακεδονίας για τον έλεγχο της περιοχής από τους Έλληνες, Βουλγάρους, Σέρβους και Ρουμάνους με προεξάρχουσα τη διαμάχη μεταξύ Πατριαρχικών και Σχισματικών.

Η παρουσίαση των επιστολών από τον συγγραφέα εκκινεί με εκείνες που αφορούν στο πρόσωπο του Μητροπολίτη Αμβρόσιου και σχετίζονται με μία σειρά από ζητήματα, όπως ο στρατωνισμός αποσπάσματος στην Μονή της Παναγίας στην Κλεισούρα, μομφές προς το πρόσωπο του μητροπολίτη από μέλη της ελληνικής κοινότητας, μια μομφή που ο συγγραφέας συγκρίνει με αυτήν που είχε κατατεθεί εναντίον του Ιωαννικίου Μογλενών το 1903. Ενδιαφέρον έχουν οι συμβουλές από την πλευρά του Πατριαρχείου προς τον Μητροπολίτη, που συνοψίζονται στις έννοιες σύνεση, μετριοπάθεια, ηπιότητα και ανταπόκριση στις ανάγκες των πιστών δεδομένων των συνθηκών και περιστάσεων που αντιμετωπίζει η περιοχή με απώτερο ζητούμενο την επικράτηση γαλήνης και ηρεμίας στο ποίμνιο. Η προτροπή του Πατριαρχείου για επίσκεψη στο Προξενείο της Αυστροουγγαρίας στο Μοναστήρι από την πλευρά της Μητρόπολης Πελαγωνίας, συνιστά την προσπάθεια συμβολής της εκκλησίας για τη διαφοροποίηση της αρνητικής άποψης των Μεγάλων Δυνάμεων και δει της Αυστροουγγαρίας απέναντι στο Μακεδονικό Ζήτημα. Ο απόηχος των γεγονότων της εξέγερσης του Ίλιντεν έρχεται στο προσκήνιο μέσω της αποστολής (25-08-1903) από το Πατριαρχείο χρηματικού ποσού 180 Οθωμανικών λιρών για τις μητροπόλεις Πελαγωνίας, Πρεσπών και Μογλενών για την ενίσχυση των κατατρεγμένων ορθοδόξων από τις πολεμικές αναμετρήσεις της εξέγερσης. Τέλος στο ζήτημα της αποσκίρτησης και δημιουργίας νέων θρησκευτικών κοινοτήτων έρχεται το Πατριαρχείο να αντιμετωπίσει με προτροπές προς τον Μητροπολίτη για συνεργασία και αποφυγή συγκρούσεων και διχογνωμιών με τα ενδιαφερόμενα μέρη, ούτως ώστε να διατηρηθεί η αδιάσπαστη ενότητα του χριστιανικού στοιχείου.

Ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος Σταυρίδης μετατέθηκε στην Μητρόπολη Νεοκαισαρείας και στη θέση του ανήλθε ο Ιωακείμ Φορόπουλος για την περίοδο 1903-1906 για να ανακληθεί το καλοκαίρι του 1906 ύστερα από πιέσεις της Υψηλής Πύλης στο Πατριαρχείο στην Κων/πολη με αντικαταστάτη του, στην Μητρόπολη Πελαγωνίας, ως αρχιερατικό επίτροπο, τον επίσκοπο Πέτρας Αιμιλιανό μετέπειτα Μητροπολίτη Γρεβενών.

Η πλειοψηφία των επιστολών που επεξεργάζεται ο πατήρ Ειρηναίος και προέρχονται από το Πατριαρχείο προς τον Μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ, συμπίπτουν με την 2η περίοδο της οικουμενικής πατριαρχίας του Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ’ 1901-1912, ο οποίος καταγόταν από το βλαχόφωνο Κρούσοβο της Πελαγωνίας. Το περιεχόμενο των περισσότερων αυτών επιστολών σχετίζεται με ζητήματα που άπτονται της ρουμανόφωνης προπαγάνδας, τη στάση των ρουμανιζόντων, τις προσπάθειες για δημιουργία ρουμανικού Νεκροταφείου, παρ’ ότι δεν υπήρχε οργανωμένη ρουμανική κοινότητα και το γεγονός ότι οι βλαχόφωνοι αποτελούσαν μέρος της ορθοδόξου κοινότητας, τη διήμερη παραμονή στο Μοναστήρι του πρώην Ουγγροβλαχίας Μητροπολίτου Γενναδίου, τον οποίο ο Ιωακείμ θεωρούσε όργανο της ρουμανικής προπαγάνδας. Η παραβίαση ορθοδόξου ναού στην Αχρίδα από τις οθωμανικές αρχές και η παραχώρηση του σε ρουμανίζοντες με σχισματικό ιερέα, είναι το περιεχόμενο της πέμπτης επιστολής, με την υπόθεση του συγγραφέα να προτείνει τον εν λόγω ναό, αυτόν των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού.

Ένα θεμελιακό στοιχείο που χαρακτηρίζει το σύνολο των επιστολών και το οποίο σχολιάσθηκε προηγουμένως σε σύζευξη με την επιστολογραφία που αφορούσε τον προκάτοχο του Ιωακείμ, Αμβρόσιο, από την πλευρά του Πατριαρχείου προς τους εν λόγω Μητροπολίτες είναι αυτό της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης σύνεσης, της λεπτομερέστατης εξέτασης των ζητημάτων που διαχειρίζονται και πάνω από όλα την πρόταξη της μετριοπάθειας για τον κατευνασμό των πνευμάτων. Όλα τα παραπάνω αφορούν συστάσεις του Πατριαρχείου προς τον Ιωακείμ, ο οποίος πρότεινε τον αφορισμό βλαχοφώνων, μέτρο που αποδοκίμαζε το Πατριαρχείο και αντ΄ αυτού προέτασσε τη διαφώτιση των χριστιανών και τον καυτηριασμό των προσχωρούντων στη ρουμανική πλευρά.

Το ζήτημα της ανέγερσης παρεκκλησίου από την πλευρά των ρουμανιζόντων στο Μοναστήρι, καθώς και η καθαίρεση των δύο ρουμανιζόντων ιερέων, παπά-Χρήστου από το Γκόπεσι και παπά Γεωργίου από τη Μηλόβιστα αποτελούν το περιεχόμενο των επιστολών από την 8η μέχρι και την 16η για το χρονικό διάστημα Ιούνιος 1904-Φεβρουάριος 1905, τα διαβήματα προς τις οθωμανικές αρχές δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, το παρεκκλήσι ολοκληρώθηκε και ο καθηρημένος ιερέας παπά-Θεόδωρος λειτουργούσε στο εν λόγω παρεκκλήσι.

Η αρχή της Οικουμενικότητας που αποτελεί θεμέλιο λίθο του Πατριαρχείου το οδήγησε σε μια μετριοπαθή και ήπια αντιμετώπιση των σχισματικών αυτών κινήσεων στην Μητρόπολη της Πελαγωνίας με αποτέλεσμα –σύμφωνα με την θέση του συγγραφέα- να προκύψουν «πολλές παραχωρήσεις του Πατριαρχείου, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της συνθέσεως των πληθυσμών.»

Το αίτημα για ίδρυση παρεκκλησίου στον Περλεπέ από τον σερβικό παράγοντα, η προσχώρηση δύο ιερέων στη ρουμανική «παρασυναγωγή» -ο όρος ανήκει στον Μητροπολίτη Ιωακείμ- η διάψευση για νέες παραχωρήσεις προς τους ρουμανίζοντες από την οθωμανική κυβέρνηση και η επάνοδος κοινοτήτων που προφανώς είχαν αποσκιρτήσει και επανεντάσσονται στο σώμα της ορθοδόξου εκκλησίας είναι τα περιεχόμενα των επιστολών που συμπίπτουν με τον χρόνο παραμονής του Μητροπολίτη Ιωακείμ στο Μοναστήρι καλοκαίρι του 1906 την ανάκλησή του στην Κων/πολη και την στενή συνεργασία του με τον επίτροπο, Επίσκοπο Πέτρας, Αιμιλιανό για την επαρχία του μέχρι τον θάνατό του μιας και στην ουσία δεν επέστρεψε ποτέ στο Μοναστήρι.

Οι τελευταίες τέσσερεις επιστολές συμπίπτουν με μέρος του χρόνου της επιτροπείας του Επισκόπου Αιμιλιανού, από τις οποίες θα αναφερθώ στην 25η χρησιμοποιώντας το λόγο του συγγραφέα:

 Ἡ εἰκοστὴ πέμπτη ἐπιστολὴ τῆς 11ης Ὀκτωβρίου 1907 δίνει ὁδηγίες περὶ τοῦ πρακτέου, σχετικὰ μὲ ἱερεῖς πρώην σχισματικῶν χωριῶν. Τὰ χωριὰ Στρό­βια καὶ Ντολγάντζ, τὰ ὁποῖα πρωτύτερα εἶ­χαν προσχωρήσει στὴ βουλγαρικὴ ἐξαρχία, ἀ­ποφάσισαν νὰ προσχω­ρή­σουν στὴ σερβικὴ κίνηση. Τὸ μεγάλο ζή­τημα ἦταν τί θὰ γίνει μὲ τοὺς δύο ἱερεῖς αὐ­τῶν τῶν χωριῶν, Τράικο καὶ Δη­μήτριο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸν βούλγαρο ἔξαρχο, ἐάν, δηλαδή, ἀναγνω­ρίζεται ἡ χειροτονία τους.

 Τὸ Πατριαρχεῖο, κατ’ οἰκονομίαν, ὁρίζει νὰ ἀνέχονται πρὸς ὥραν τὴν κα­τά­σταση ποὺ δημιουργήθηκε καὶ τὴν προσέλευση τῶν ἐξαρχικῶν χωρίων. Προ­φο­ρικὰ δὲ νὰ δηλώνουν στοὺς ἱερεῖς ποὺ χειροτονήθηκαν ἀπὸ τὴν ἐξαρ­χία ὅτι μπο­ροῦν νὰ ἱερουργοῦν, μέχρις ὅτου λάβουν ὁδηγίες. Ἡ δὲ ἔτι μεγαλύ­τερη ἔνδειξη μεγαθυμίας τοῦ Πατριαρχείου φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι συνιστᾶ νὰ μὴ ἐπιδεικνύεται αὐστηρότητα ὡς πρὸς τὴ μεταβολὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων καὶ εἰκόνων, καθότι αὐτὸ ἀπάδει στὴν ἐν γένει πολιτεία τῆς Ἐκ­κλη­σίας καὶ μπορεῖ νὰ καταστεῖ ἀφορμὴ παραπόνων.

Κλείνοντας θα ήθελα να συνοψίσω τη συμβολή που προκύπτει μέσα από την παρούσα- κι ας ελπίσουμε ν’ ακολουθήσουν κι άλλες από την πλευρά του π. Ειρηναίου: