Του Κωνσταντίνου Σιάκου,
Προέδρου του Εργατικού Κέντρου Φλώρινας
Τα τελευταία χρόνια, συντελείται στη χώρα μας μια πρωτοφανής αναδιανομή εισοδήματος, όχι προς τα κάτω, όπως θα περίμενε κανείς σε περιόδους ανάκαμψης, αλλά προς τα πάνω. Πρόκειται για μια συνειδητή πολιτική επιλογή. Η κυβέρνηση, με σαφή φιλελεύθερο προσανατολισμό, έχει διαμορφώσει ένα περιβάλλον που ευνοεί τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, αφήνοντας πίσω την κοινωνική πλειοψηφία. Τους εργαζόμενους, τους νέους, τους συνταξιούχους και τη μεσαία τάξη που σβήνει.
Την ώρα που οι οικονομικοί δείκτες δείχνουν να ευημερούν, οι πολίτες βιώνουν καθημερινά την υποχώρηση της ποιότητας ζωής, την εκτίναξη του κόστους διαβίωσης, και τη διαρκή συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους.
Η έννοια της ανάπτυξης δεν μπορεί να περιορίζεται σε αριθμούς. Αν δεν συνοδεύεται από βελτίωση της καθημερινότητας και της ποιότητας ζωής για τη μεγάλη πλειοψηφία, τότε δεν είναι ανάπτυξη. Είναι απλώς διεύρυνση της ανισότητας. Όταν οι καρποί της «ευημερίας» μοιράζονται άνισα, η κοινωνία υποφέρει.
Τα κρατικά έσοδα έχουν πράγματι αυξηθεί, εν μέρει λόγω της πάταξης της φοροδιαφυγής μέσω της διασύνδεσης των ταμειακών μηχανών με τα POS. Παράλληλα, η χώρα δέχεται θετικές αξιολογήσεις από τους διεθνείς οίκους, και τα δημόσια οικονομικά φαίνεται να σταθεροποιούνται.
Ωστόσο, όλα αυτά δεν μεταφράζονται σε βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Μπορεί η ανεργία να έχει υποχωρήσει σημαντικά, αλλά λόγω των ελαστικών μορφών απασχόλησης και των εξαιρετικά χαμηλών μισθών, τα περισσότερα νοικοκυριά βρίσκονται στο κατώφλι της σχετικής φτώχειας.
Ο κατώτατος μισθός μπορεί να έχει αυξηθεί κατά περίπου 27% την τελευταία πενταετία, όμως παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ξεπερνώντας μόνο μερικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου όμως το κόστος ζωής είναι πολύ χαμηλότερο. Οι μέσοι μισθοί παραμένουν σταθεροί από το 2012, όταν οι συλλογικές συμβάσεις ουσιαστικά «πάγωσαν».
Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα της αποδυνάμωσης της εργασίας είναι η κατάργηση και στη συνέχεια το “πάγωμα” της προϋπηρεσίας και των τριετιών. Για πάνω από μια δεκαετία, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι δεν είδαν καμία προσαύξηση στον μισθό τους, παρά τα χρόνια προϋπηρεσίας. Αυτό σήμανε ότι για πολλούς ανθρώπους η εργασία τους έχανε σταθερά αξία με τον χρόνο, αντί να αποκτά. Μιλάμε, στην ουσία, για μια ολόκληρη γενιά εργαζομένων που τιμωρήθηκε για την εμπειρία και την προσφορά της.
Παράλληλα, ο πληθωρισμός και η συνεχής αύξηση του κόστους ενέργειας, τροφίμων και στέγασης, διαβρώνουν δραματικά την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕΑ/ΓΣΕΕ, μια μέση οικογένεια δυσκολεύεται να καλύψει βασικές διατροφικές ανάγκες, ενώ σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, το κόστος εκπαίδευσης μέσω φροντιστηρίων απορροφά μεγάλο μέρος του οικογενειακού εισοδήματος.
Από την άλλη πλευρά, οι μεγάλες, και συχνά πολυεθνικές, επιχειρήσεις καταγράφουν ιστορικά κέρδη. Οι ελίτ πλουτίζουν, ενώ ο κοινωνικός ιστός αποδυναμώνεται. Η μεσαία τάξη, κάποτε στήριγμα της οικονομίας και της δημοκρατίας, πλέον έχει σχεδόν αφανιστεί.
Αυτή η πορεία δεν χαράχθηκε τυχαία. Υπηρετεί μια συγκεκριμένη ιδεολογική γραμμή, που αποτυπώθηκε με σαφήνεια στην περίφημη “Έκθεση Πισσαρίδη”. Πρόκειται για ένα σχέδιο που, πίσω από τον φαινομενικά τεχνοκρατικό του χαρακτήρα, προτείνει έναν οικονομικό σχεδιασμό υπέρ των αγορών, των μεγάλων επενδυτών και των ισχυρών, με θυσία των εργασιακών δικαιωμάτων, των συλλογικών συμβάσεων και της αναδιανομής του πλούτου. Είναι η θεωρητική βάση μιας πολιτικής που αντιμετωπίζει την εργασία ως κόστος, και όχι ως μοχλό ανάπτυξης.
Επίσης, η συνταγή της «εσωτερικής υποτίμησης» την εποχή της οικονομικής κρίσης, δηλαδή η συστηματική μείωση των μισθών και των δικαιωμάτων για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, δεν έβγαλε τη χώρα από την κρίση. Την παγίωσε. Την πήγε πίσω. Δημιούργησε μια οικονομία χαμηλών μισθών, περιορισμένης κατανάλωσης και ανεπαρκούς ανάπτυξης.
Αντιθέτως, χώρες όπως η Ιρλανδία, που αντιμετώπισαν επίσης σκληρά μνημονιακά μέτρα, επέλεξαν να επενδύσουν στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Σήμερα, η Ιρλανδία διατηρεί υψηλούς μισθούς και ισχυρή αγοραστική δύναμη, αποδεικνύοντας ότι υπήρχε και υπάρχει εναλλακτική.
Το ίδιο ισχύει και για τις σκανδιναβικές χώρες, που εδώ και δεκαετίες εφαρμόζουν ένα κοινωνικό μοντέλο που βασίζεται σε υψηλούς μισθούς, ισχυρές συλλογικές διαπραγματεύσεις και εκτεταμένο κοινωνικό κράτος. Και όμως, είναι ταυτόχρονα ανταγωνιστικές, με σταθερή ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή.
Αξίζει να θυμηθούμε τη δεκαετία του ’80, όταν συντελέστηκε μια, αντίστροφη της σημερινής, αναδιανομή εισοδήματος, με μεταβιβάσεις πόρων και ευκαιριών στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Παρότι η περίοδος εκείνη είχε τα δικά της προβλήματα, συνέβαλε στην κοινωνική ευμάρεια και τη διαμόρφωση μιας ισχυρής μεσαίας τάξης. Σήμερα, η πορεία είναι αντίστροφη, με την συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των λίγων.
Η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών δεν είναι μόνο θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Είναι προϋπόθεση για την ίδια την ανάπτυξη. Όταν αυξάνονται οι μισθοί, αυξάνεται η κατανάλωση. Τα χρήματα «πέφτουν» στην αγορά, ενισχύεται η τοπική οικονομία, και δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας.
Ήρθε πλέον η ώρα να εγκαταλείψουμε το αδιέξοδο των φιλελεύθερων πολιτικών που ενισχύουν τη συσσώρευση πλούτου στους λίγους. Χρειάζεται μια νέα κατεύθυνση πολιτικής που θα επαναφέρει στο επίκεντρο τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτό σημαίνει ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν πραγματικά μέσα να διεκδικούν δίκαιες αμοιβές. Απαιτούνται ουσιαστικές αυξήσεις τόσο στον κατώτατο όσο και στον μέσο μισθό, που να ανταποκρίνονται στο αυξημένο κόστος ζωής και να επιτρέπουν αξιοπρεπή διαβίωση.
Παράλληλα, το κοινωνικό κράτος οφείλει να ενισχυθεί μέσα από στοχευμένη επένδυση στη δημόσια παιδεία, την υγεία και την κοινωνική υποστήριξη, ενώ πρέπει να υπάρξει δίκαιη φορολόγηση των υπερκερδών, με προσανατολισμό την αναδιανομή και την κοινωνική ισορροπία. Τέλος, είναι αναγκαίο να στηριχθεί έμπρακτα η μικρομεσαία επιχείρηση, ο εργαζόμενος, ο συνταξιούχος και ο καταναλωτής, ώστε να ξαναζωντανέψει η πραγματική οικονομία.
Εν κατακλείδι, η πραγματικότητα που βιώνουμε δεν είναι ούτε φυσικό φαινόμενο, ούτε αναπόφευκτη μοίρα. Είναι το αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών που ευνοούν τους λίγους σε βάρος των πολλών. Οι κοινωνικές ανισότητες βαθαίνουν, τα όνειρα της νέας γενιάς φτωχαίνουν, ενώ η εργασία, αντί να επιβραβεύεται, υποτιμάται.
Σε αυτή τη συγκυρία, οι ελίτ, οικονομικές και πολιτικές, κλείνουν τα μάτια μπροστά στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Βυθισμένες στη λογική του κέρδους, ξεχνούν ότι καμία οικονομία δεν στέκεται όρθια πάνω σε κατεστραμμένες ζωές και διαλυμένα όνειρα.
Η Εργατική Πρωτομαγιά είναι η ημέρα που μας θυμίζει ότι οι εργαζόμενοι ποτέ δεν κέρδισαν τίποτα χωρίς αγώνα. Ότι οι μεγάλες αλλαγές, οι νίκες της κοινωνικής δικαιοσύνης, ήρθαν όταν η φωνή των πολλών ενώθηκε και έγινε δύναμη ακατανίκητη.
Σήμερα, όσο ποτέ, έχουμε ανάγκη να ξαναθυμηθούμε τι σημαίνει αλληλεγγύη, διεκδίκηση, αγώνας. Να παλέψουμε για μια κοινωνία όπου η εργασία θα έχει αξία, οι μισθοί θα εξασφαλίζουν αξιοπρέπεια και η ανάπτυξη θα αφορά όλους και όχι μόνο τους λίγους.
Η Πρωτομαγιά δεν είναι απλώς μνήμη. Είναι κάλεσμα.
Κάλεσμα για δικαιοσύνη. Για αξιοπρέπεια. Για ζωή.
Κωνσταντίνος Σιάκος
Πρόεδρος Εργατικού Κέντρου Φλώρινας
Μέλος Δ.Σ. ΓΣΕΕ