Υπήρχε μια μικρή πόλη που για έναν περίεργο λόγο, είχε γίνει διάσημη σε όλη τη χώρα: εκεί έπιναν το πιο ξινό νερό στην Ελλάδα. Όχι “ξινό” μεταφορικά. Κυριολεκτικά. Οι ντόπιοι το έπιναν με πάγο — “συνηθίζεται”, έλεγαν.
Το πιο περίεργο όμως ήταν κάθε φορά που έβρεχε… κοβόταν το νερό.
Ναι, ακριβώς έτσι. Με το που έπεφταν οι πρώτες στάλες, τα σπίτια έμεναν ξερά. Κάθε φορά! Ο ουρανός άνοιγε και οι βρύσες έκλειναν. Λες και κάποιος εκεί πάνω το έκανε επίτηδες.
Και δεν ήταν μόνο η διακοπή. Όταν ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ το νερό επανερχόταν, ήταν καφέ. Όχι “ελαφρώς θολό” – αλλά “πλύσου και θα γίνεις μπρούτζινος”, καφέ. Η κυρία Σοφία, γνωστή για την αδυναμία της στις καλοχτενισμένες μπούκλες, μια μέρα επιχείρησε να λούσει τα μαλλιά της με αυτό το νερό και… απέκτησε ανταύγειες. Φυσικές, λέει, “σαν να ήμουν στον ήλιο της Μυκόνου”, αλλά η μυρωδιά παρέπεμπε περισσότερο σε φρεάτιο του Φεβρουαρίου.
Τα πλυντήρια ήταν σκέτη ρώσικη ρουλέτα. Ο κύριος Λευτέρης έβαλε τα λευκά του ρούχα και τα έβγαλε… κίτρινα πουά. Από τότε φοράει μόνο σκούρα, “για να μην τα βλέπω να αλλάζουν μπροστά μου”, όπως είπε.
Το μπάνιο με βροχή ήταν επιστημονική φαντασία. Οι κάτοικοι μάθαιναν να διαβάζουν τον καιρό για να αποφασίσουν πότε να λουστούν. Τα παιδιά μάθαιναν από νωρίς: “Αν δεις σύννεφο, βάλε αποσμητικό.”
Και το κερασάκι; Η πόλη είχε το πιο ακριβό νερό στην Ελλάδα. Λογαριασμοί που σε έκαναν να ζήσεις με παγωμένο τσάι. Κι αν σου έσπαγε σωλήνας, τον πλήρωνες από την τσέπη σου. Η κυρία Ευτέρπη πούλησε το χρυσό της δόντι για να αλλάξει τον σωλήνα στο μπάνιο. Τώρα πίνει με καλαμάκι και χαμογελά μόνο από τη μια πλευρά.
Οι αρχές, φυσικά, υπόσχονταν “βελτίωση του δικτύου”. Έφεραν κάτι τύπους με γιλέκα και φακούς, οι οποίοι κοιτούσαν τα φρεάτια, κούναγαν το κεφάλι και έλεγαν: “Το φαινόμενο είναι πολυσύνθετο.” Στο τέλος έφαγαν κασέρι και έφυγαν.
Μόνο ο κυρ-Πάνος ευημερούσε. Είχε το μοναδικό κατάστημα εμφιαλωμένου νερού. Κάθε φορά που έβρεχε, πούλαγε τόσο που σκεφτόταν να κάνει IPO στο χρηματιστήριο. Έβαλε και σιντριβάνι στην αυλή του — που, ειρωνικά, λειτουργούσε ΜΟΝΟ όταν δεν έβρεχε.
Και κάποια μέρα, έγινε το αδιανόητο: Έβρεξε… και το νερό δεν κόπηκε.
Η πόλη πάγωσε. Οι βρύσες έτρεχαν, τα πλυντήρια δούλευαν, οι ντουζιέρες κελαηδούσαν. Χαρά, χοροί στην πλατεία, σαμπάνιες (κανονικές, όχι το νερό), και μέχρι και η κυρία Σοφία έβαψε τα μαλλιά της επίσημα.
Αλλά λίγες μέρες μετά… ήρθε ο λογαριασμός. Διπλάσιος.
Και τότε όλοι κατάλαβαν: η πόλη δεν είχε πρόβλημα νερού.
Είχε σύστημα.
Κι από τότε… κάθε φορά που έβρεχε, κοιτούσαν με αγωνία και έλεγαν:
“Μακάρι να μας το κόψει… δεν αντέχω άλλο να το πληρώνω.”
Μαρία Βελιάνη