Συγγραφέας: Σταύρος Τάχος
Εκδόσεις: iwrite, Θεσσαλονίκη 2025
της Σοφίας Ηλιάδου
Πήρα μόλις χθες στα χέρια μου το βιβλίο «Όνειρα γλυκά» του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα Σταύρου Τάχου. Μια καλαίσθητη έκδοση των εκδόσεων iwrite,με κείμενο και εικονογράφηση του ίδιου του συγγραφέα και πρόλογο του δημοσιογράφου και συγγραφέα παιδικών βιβλίων Άρη Δημοκίδη.
Το βιβλίο ήταν για μένα μια αποκάλυψη, αλλά και μια επώδυνη διαδρομή «ενσυναίσθησης». Όχι μόνο γιατί αυτό επιχειρεί να απευθυνθεί στο συλλογικό φαντασιακό, χρησιμοποιώντας την ονειρική γραφή των συνειρμών, αλλά κυρίως γιατί πετυχαίνει να υποβάλει, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία αυτά, ένα κεντρικό μήνυμα, που δεν απέχει από την πραγματικότητα των μικρών και των μεγάλων : το μήνυμα της πάλης ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, ανάμεσα στο τραύμα και στην υπέρβασή του.
Ο συγγραφέας δεν κατασκευάζει την δράση με ρεαλισμό, πραγματισμό ή ηθικό φρονηματισμό. Τα υποβάλει μέσα από μια λογοτεχνική γραφή που «σε κατακτά», κατά τον κ. Δημοκίδη, «από την αρχή της ανάγνωσης του βιβλίου».Ο Γκάρυ, το ξωτικό, ταυτίζεται στον κόσμο των ανθρώπων με τα εφιαλτικά όνειρα ενός μικρού κοριτσιού. Από εκεί και πέρα όλα αλλάζουν, ο κόσμος του δεν έχει πια την ίδια γεύση, το τραύμα τον αποξενώνει και τον υποχρεώνει σε μια μακριά διαδρομή, ανάμεσα στο σκοτάδι και την θλίψη.
Η αφήγηση χωρίζεται σε ενότητες, που αποτελούν και τα στάδια που υποβάλλουν την αλληλουχία της πορείας του Γκάρυ. Μιας πορείας που περνά από τον κόσμο των ονείρων και των ξωτικών, στον κόσμο των ανθρώπων και επιστρέφει πάλι, μέσα από αναζητήσεις σε σκοτεινά μονοπάτια, που συνειρμικά παραπέμπουν στην ομηρική Οδύσσεια, στον κόσμο των ξωτικών και στην θεραπεία του τραύματος.
Στο βιβλίο, η πορεία σηματοδοτεί το πέρασμα από το φως στο σκοτάδι, αλλά και την επιστροφή στο φως. Στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα κινούνται καλές νεράιδες, κακόβουλα και πονηρά τέρατα, και ένα γυναικείο ξωτικό με αισθήματα αγάπης, η Φαίη. Και όλα αυτά αισθητοποιούνται, αποκτούν αποτύπωμα, μέσα από την εικονογράφηση του συγγραφέα, πυκνή και διαφωτιστική, σε πολλές σελίδες, που μας οδηγεί πάλι κοντά στο δίλημμα του Τόμας Έλιοτ «είναιη τέχνη η μορφοποίηση της συγκίνησης ή η συγκινησιακή αποτύπωση της μορφής»;
Εξάλλου το μυθιστόρημα, από μόνο του, θέτει μανιχαϊστικά διλήμματα, που αφορούν την σχέση ανάμεσα στο «καλό» και στο «κακό». Ή καλύτερα χτίζει με «φαντασιακά υλικά»μια διαδικασία ονειρική, που αποτελεί μια συνεχή πάλη ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Στο τέλος, το καλό θριαμβεύει, με ασήμαντους βέβαια αστερίσκους. Γιατί ο Γκάρυ αναζητά την επαλήθευση του ονείρου, που αποτέλεσε και την αφόρμηση του μυθιστορήματος, στο μεγάλο γυαλιστερό κοχύλι που συνδέει τον κόσμο των ξωτικών, με τον κόσμο των ανθρώπων.
Εν κατακλείδι, η επιτυχία του συγκεκριμένου βιβλίου είναι το γεγονός ότι πετυχαίνει να αποδώσει, μέσα από την σουρεαλιστική αφήγηση τις διαστάσεις του «κόσμου των ανθρώπων». Πρόκειται, κατά την ανάγνωσή μου, για ένα περιβάλλον βουλιαγμένο στις εφήμερες αξίες του, που παράγει ψυχικά τραύματα, που δεν συνειδητοποιεί την αρνητική του επίδραση και για αυτό δεν αναζητά ή δεν προσφέρει δρόμους σωτηρίας και υπέρβασης των αδιεξόδων που παράγει, παρά μόνο προσπαθεί να επιβάλλει τις δικές του κλίμακες αξιών, τις δικές του νόρμες. Και πάντα, σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση, ο συγγραφέας υποδεικνύει ότι η απόπειρα θεραπείας κατακτιέται με επώδυνο αγώνα του ίδιου του παθόντος, κυρίως όμως μέσα από την φροντίδα και την μέριμνα εκείνων που τον αγαπούν, εκείνων που δεν προσπαθούν να τον αλλάξουν και τον αποδέχονται. Πόσοι όμως από τον «κόσμο των ανθρώπων»κατανοούν ή γνωρίζουν πώς να διαβάζουν τον κόσμο των άλλων με ενσυναίσθηση;
Και οπωσδήποτε το ερώτημα που θα έθετα στο τέλος αυτής της απόπειρας ανάγνωσης του βιβλίου είναι αν πρόκειται τελικά για «ένα μυθιστόρημα για παιδιά ή ένα μυθιστόρημα για μεγάλους;»