- Νέα Φλώρινα - https://neaflorina.gr -

Κήρυγμα Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας για την Κυριακή της Σαμαρείτιδος

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
(Ιω. δ´ 5 – 42)

 

Τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπό τό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῆς Σαμαρείτιδος. Ὁ Χριστός μεταβαίνει στό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, στήν πόλη Συχάρ. Οἱ μαθητές του πηγαίνουν στήν πόλη γιά ν᾿ ἀγοράσουν τρόφιμα. Τότε ἔρχεται μία γυναῖκα, Σαμαρείτιδα στήν καταγωγή, γιά νά πάρει νερό ἀπό τό πηγάδι. Ἀμέσως ὁ Χριστός ξεκινάει μαζί της ἕναν ὑποδειγματικό διάλογο ποιμαντικῆς. Ἡ ἀρχή γίνεται ἀπό αὐτά τά ὁποῖα βιώνει ἡ Σαμαρείτιδα, τά βιωτικά. Ὁ Χριστός «κατεβαίνει» στό ἐπίπεδό της καί τῆς ζητάει νά Τοῦ δώσει νά πιεῖ νερό. Αὐτή ἀπορεῖ πῶς ἕνας Ἰουδαῖος ζητάει νερό ἀπό μία Σαμαρείτιδα γυναῖκα. Ἦταν γνωστή ἡ ἔχθρα μεταξύ Ἰουδαίων καί Σαμαρειτῶν, κάτι τό ὁποῖο δέν ἀποδεχόταν ὁ Χριστός.  Ἡ γυναῖκα μπορεῖ, ὅπως ἔχει ἑρμηνευθεῖ, νά ἐκπροσωπεῖ τόν ἀλλόφυλο, ἀλλοεθνῆ καί ταυτόχρονα ἀλλόθρησκο, δηλαδή εἰδωλολατρικό κόσμο, ὁ Χριστός ὅμως ἦρθε γιά νά  ἑνώσει τούς δύο κόσμους καθώς καί τήν ἴδια μαζί Του, μέ ἀπώτερο σκοπό τήν σωτηρία ὅλων, ἐφόσον τό ἐπιθυμοῦν καί αὐτοί. Γι᾿ αὐτό καί τῆς ἀπαντάει πώς ἄν γνώριζε τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ποιός εἶναι αὐτός πού τῆς ζητάει νερό θά Τοῦ ζητοῦσε ἡ ἴδια νερό καί Αὐτός θά τῆς ἔδινε τό ζωντανό νερό.

Σ᾿ αὐτό τό σημεῖο ἀρχίζει ὁ Χριστός καί τῆς μιλάει θεολογικά, κάτι τό ὁποῖο ἀκόμη ἡ ἴδια δέν τό ἀντιλαβάνεται, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἔκφραση τοῦ προβληματισμοῦ της ἀπέναντι στόν Χριστό σχετικά μέ τό πῶς θά γινόταν αὐτό, καθώς καί τό πηγάδι εἶναι βαθύ καί δέν ἔχει Αὐτός κάποιο δοχεῖο γιά νά βγάλει τό νερό. Στό τελείωμα τοῦ προβληματισμοῦ καί κατανοώντας τό ἀδιέξοδο τῆς ὀρθολογιστικῆς – γήινης σκέψης της ἀρχίζει τήν μετάβασή της στόν πνευματικό κόσμο. Ἔτσι ρωτάει τόν Χριστό μήπως Αὐτός εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τόν πατριάρχη Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ἔκανε τό συγκεκριμένο πηγάδι καί ἔπινε μόνο ἀπό αὐτό, ὅπως ἔκαναν τά παιδιά του. Τῆς ἀπαντάει ὁ Χριστός ὅτι ὅποιος πιεῖ ἀπό αὐτό τό νερό θά ξαναδιψάσει, ὅποιος ὅμως πιεῖ ἀπό τό νερό πού θά τοῦ δώσει ὁ Ἴδιος δέν θά διψάσει αἰωνίως καί θά γίνει γι᾿ αὐτόν πηγή νεροῦ πού θ᾿ ἀναβλύζει στήν αἰώνια ζωή. Τότε ζητάει ἡ Σαμαρείτιδα αὐτό τό ξεχωριστό νερό ὥστε νά μήν ξαναδιψάσει καί χρειάζεται νά πηγαίνει συνέχεια στό πηγάδι. Προσπαθεῖ νά μεταβεῖ στόν πνευματικό τομέα ἀλλά ἀκόμη ἕλκεται πρός τά γήινα.

Ξαφνικά ὁ Χριστός σταματάει τόν θεολογικό του λόγο καί τῆς ζητάει νά φέρει καί τόν ἄνδρα της. Αὐτή, ὡς εἰλικρινής πού ἦταν, ἀπαντάει ὅτι δέν ἔχει ἄνδρα, καί ὁ Χριστός ἀνταπαντᾶ ὅτι σωστά μίλησε, καθώς «πέντε ἄντρες εἶχες καί αὐτόν τόν ὁποῖον ἔχεις αὐτήν τήν περίοδο δέν εἶναι ἄνδρας σου.» Τύπος ἡ συγκεκριμένη γυναῖκα καί τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου. Μέ χριστιανικό τρόπο γεμάτο ἀγάπη, ὁ Χριστός τήν ἐλέγχει καί αὐτή δέν ἐνοχλεῖται. Συνεχίζει στά πνευματικά, καθώς συνειδητοποιεῖ ὅτι εἶναι προφήτης. Κατόπιν ζητάει τήν γνώμη του γιά τό ἄν ὁ Θεός πρέπει νά λατρεύεται στό ὄρος Γαριζείν, ὅπως κάνουν οἱ Σαμαρεῖτες, ἤ στά Ἱεροσόλυμα, σύμφωνα μέ τούς Ἰουδαίους.  Εἶχε ἀπορίες σχετικά μέ τήν πίστη, βρῆκε τόν κατάλληλο ἄνθρωπο καί τόν ἀξιοποίησε γιά νά ὠφεληθεῖ. Ὁ Χριστός τῆς ἀπαντᾶ ὅτι θά ἔρθει ὥρα ὅπου οὔτε τό ἕνα θά ἰσχύει οὔτε τό ἄλλο, καί ὅτι οἱ ἀληθινοί προσκυνητές θά λατρεύουν τόν Πατέρα πνευματικά καί ἀληθινά, ἀφοῦ καί ὁ Πατέρας τέτοιους ζητάει. Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα καί αὐτοί πού Τόν λατρεύουν πρέπει νά Τόν λατρεύουν πνευματικά καί ἀληθινά. Τότε, ἔκπληκτη ἡ Σαμαρείτιδα ἀπό τίς ἀπαντήσεις τοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρει ὅτι γνωρίζει γιά τόν Μεσσία, τόν Χριστό, καί ὅτι ὅταν ἔρθει θά διδάξει τά πάντα. Σ’ αὐτό τό σημεῖο ὁ Χριστός τῆς ἀποκαλύπτεται καί τῆς λέει ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἐκείνη τήν στιγμή φθάνουν οἱ μαθητές Του καί ἀποροῦν πῶς μιλοῦσε μέ γυναῖκα, γεγονός τό ὁποῖο ἀπαγορευόταν ἀπό τίς τότε παραδόσεις. Κανένας ὅμως δέν τόλμησε νά ἐκφράσει τήν ἀπορία του. Ἡ γυναῖκα ἄφησε τήν στάμνα της καί ἔτρεξε στήν πόλη, προτρέποντας τούς ἀνθρώπους νά πᾶνε μαζί της γιά νά δοῦν Αὐτόν ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε ὅλα ὅσα εἶχε κάνει στήν ζωή της, καί ἀναρωτιόταν μήπως, τελικά, Αὐτός ἦταν ὁ Χριστός. Πολλοί ἦταν αὐτοί πού τήν ἀκολούθησαν.

Ἐν τῷ μεταξύ οἱ μαθητές παρακαλοῦσαν τόν Χριστό νά φάει. Αὐτός τούς ἀπάντησε ὅτι ἔχει φαγητό τό ὁποῖο δέν γνωρίζουν. Ἀναρωτιόντουσαν οἱ μαθητές ἄν κάποιος τοῦ πῆγε φαγητό. Τούς ἐξήγησε ὁ Χριστός ὅτι τό φαγητό Του εἶναι νά κάνει τό θέλημα Αὐτοῦ πού Τόν ἔχει στείλει καί νά τελειώσει τό ἔργο Του. Ἀναφέρθηκε στόν θερισμό, σ᾿ αὐτούς, δηλαδή, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἕτοιμοι νά δεχθοῦν τόν λόγο Του, ὅπως συνέβη μέ τούς Σαμαρεῖτες. Ἄλλος αὐτός πού σπέρνει καί ἄλλος αὐτός πού θερίζει. Οἱ Σαμαρεῖτες ὄχι ἁπλῶς πίστεψαν στόν Χριστό ἀλλά τόν παρακάλεσαν νά μείνει μαζί τους. Αὐτός παρέμεινε δύο ἀκόμη ἡμέρες καί πολλοί περισσότεροι πίστεψαν σ᾿ Αὐτόν.

Πίστεψε καί ἡ Σαμαρείτιδα γυναῖκα ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν μετέπειτα Ἁγία Φωτεινή τήν Σαμαρείτιδα. Οἱ συνάνθρωποί της τῆς ἔλεγαν ὅτι πίστεψαν πώς Αὐτός εἶναι ἀληθινά ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου, ὄχι ἀπό τά δικά της λόγια ἀλλά ἀπό αὐτά πού ἄκουσαν ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό. Τό ὄτι πίστεψαν ἔγινε ἀφορμή ὥστε ἡ Ἐκκλησία μας νά τήν ὀνομάσει Ἰσαπόστολο, γιατί ἔκανε ἔργο ἴσο μέ αὐτό τῶν ἀποστόλων.

Ταῖς αὐτῆς πρεσβείαις ὁ Θεός ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!