- Νέα Φλώρινα - https://neaflorina.gr -

Η Φλώρινα δεν χρειάζεται προστάτες – χρειάζεται αλήθεια!

Δεν είχα σκοπό να επανέλθω, αλλά η σιωπή δεν είναι πάντα αρετή.

Το παρόν κείμενο αποτελεί συνέχεια προηγούμενου άρθρου, με αφορμή την ακύρωση πανηγυριών σε χωριά της Φλώρινας. Δεν είχα σκοπό να επανέλθω δημόσια, αλλά… κάποια σχόλια με αναγκάζουν. Όχι για να προκαλέσω, αλλά για να τιμήσω εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους γι’ αυτόν τον τόπο.

Κι αυτούς τους ανθρώπους δεν τους βλέπω με σημαίες, αλλά με αρχές.

Κατάγομαι από οικογένεια με σλαβόφωνες ρίζες. Δεν το επέλεξα – έτσι γεννήθηκα. Όπως κι εσείς δεν επιλέξατε να είστε Μικρασιάτες, Πόντιοι, Ηπειρώτες ή Θεσσαλοί.
Όλοι, όμως, κουβαλάμε την ιστορία μας.

Η μητρική μου γλώσσα δεν με έκανε λιγότερο Έλληνα. Με διαμόρφωσε ως άνθρωπο. Και όσο επιμένουμε να την αγνοούμε ή να την κρύβουμε, τόσο αποδυναμώνουμε τη βαθύτερη έννοια του να είσαι Έλληνας: το να σέβεσαι, να δημιουργείς και να αμφισβητείς για να πας μπροστά.

Όταν βλέπεις να λοιδορούνται οι παππούδες σου, αυτοί που πολέμησαν, ακρωτηριάστηκαν, εξορίστηκαν, κι όταν κάποιοι τολμούν να παριστάνουν τους πατριώτες μέσα από την άγνοια, την ειρωνεία και την παραχάραξη της Ιστορίας, τότε οφείλεις να απαντήσεις.

Δεν είχα καμία διάθεση να μπω σε διάλογο με ανθρώπους που επιμένουν να βλέπουν τα δέντρα και όχι το δάσος. Αλλά, τόσο ο Καπετάν Κώττας όσο και ο παππούς μου, με τέτοιες προβοκάτσιες, ίσως να το ξανασκέφτονταν αν θα ξαναέδιναν τη ζωή τους για ορισμένους από αυτούς.

Πολύ συχνά, όσοι υψώνουν τη φωνή τους μιλώντας για «πατριωτισμό», στηρίζονται σε ρηχά στερεότυπα και δυστυχώς σε βαθιά άγνοια.

Ο μέσος Έλληνας, όπως και η επίσημη κρατική αφήγηση, αγνοεί πως το «Μακεδονικό Ζήτημα» του 20ού αιώνα ήταν πρωτίστως προϊόν της ελληνικής εθνικής προπαγάνδας, ως απάντηση στον βουλγαρικό εθνικισμό. Αυτή η στρατηγική όσο και αν ήταν ιστορικά «αναγκαία» συνοδεύτηκε από μια τεράστια επικοινωνιακή επιχείρηση που ακόμη και σήμερα καθορίζει τον δημόσιο λόγο.

Όποιος θέλει να δει καθαρά, μπορεί να ανατρέξει στο βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου «Το Μακεδονικό: Από τη δημιουργία του μέχρι την ελληνική διαχείριση». Εκεί, μέσα από επίσημα ντοκουμέντα του ελληνικού κράτους, φαίνεται πως δεν είχαμε να κάνουμε με «μια μειονότητα που ήθελε να μας πάρει τη γη», αλλά με μια διαφορετική εθνική αφήγηση! Αυτό είναι Ιστορία. Όχι προδοσία.

Ακόμη και τα ελάχιστα προκλητικά τραγούδια, από τα χιλιάδες που ακούγονται στα πανηγύρια της Φλώρινας, της Πέλλας, της Ημαθίας και της Καστοριάς, μήπως να αναρωτηθούμε για ποιο λόγο δημιουργήθηκαν και τραγουδιούνται;

Ποιοι καμάρωναν πως «με μια σφαίρα σκότωναν δύο, μάνα και παιδί»;
Ποιοι συμμετείχαν σε «ματωμένους γάμους» και γιατί το θεωρούσαν κατόρθωμα;

Δεν είναι τώρα η ώρα να τα αναλύσουμε. Αλλά ας μην ξεχνάμε πού οδηγεί ο φανατισμός.

Αν κάποιος από τους σημερινούς επικριτές αυτών των τραγουδιών βρισκόταν στη θέση του παππού μου του Στράτου ή του Χρήστου, που έχασε το πόδι του στον Πόλεμο του ’40, και η ίδια η Ελληνική Πολιτεία, αντί να τον τιμήσει, του δήμευε την περιουσία, του αφαιρούσε την ιθαγένεια και τον εξόριζε για πάντα στη Γιουγκοσλαβία, πώς θα αισθανόταν; Τι θα έκανε;

Και όλα αυτά, για έναν σλαβόφωνο που βάφτισε τα παιδιά του με τα πιο… «γνήσια βουλγάρικα» ονόματα: Περικλής, Ελπινίκη, Ελευθερία κτλ. (Υποθέτω ότι γίνεται αντιληπτή η ειρωνεία – αλλά δυστυχώς όχι από όλους.)

Ίσως αντί να ερμηνεύουμε επιφανειακά, να σταθούμε λίγο στη μνήμη.
Να αναρωτηθούμε:

Ποιοι έσπειραν και ποιοι ακόμη σπέρνουν τη διχόνοια;

Ποιοι όπλισαν χέρια;

Ποιοι εξόρισαν;

Ποιοι αφαίρεσαν την Ελληνική Ιθαγένεια από ποιους;

Και επειδή κάποιοι σχολιάζουν με ευκολία, όπως εκείνος ο θλιβερός συμπολίτης μας, που επέλεξε να με ειρωνευτεί μιλώντας για «φύλλα και δέντρα», θα πω μόνο:

Εγώ είμαι υπερήφανος για τους παππούδες μου.

Αυτούς που πολέμησαν στο ’40, που ακρωτηριάστηκαν, που εξορίστηκαν, που έχασαν τα πάντα αλλά δεν πρόδωσαν τίποτα.

Που κράτησαν την αξιοπρέπειά τους.

Που δεν έβλαψαν τους συγχωριανούς τους, δεν έβλαψαν κανέναν, ούτε άμεσα, ούτε έμμεσα.

Είναι το ίδιο υπερήφανος για τους δικούς του; Γιατί στο χωριό του, έχουν πολλά να πουν…!!!

Δεν συνεχίζω. Δεν χρειάζεται. Η Ιστορία, όσο κι αν θάβεται, κάποτε ζητά λογαριασμό.

Τώρα, στον 21ο αιώνα, πρέπει να δούμε μπροστά.

Να απομονώσουμε τους ακραίους, όποια γλώσσα κι αν μιλούν, απ’ όπου κι αν προέρχονται.

Να δούμε την αλήθεια κατάματα και να αναγνωρίσουμε όσα μας ενώνουν σε αυτή την τόσο όμορφη, αλλά και τόσο βασανισμένη γωνιά της πατρίδας μας.

Η Φλώρινα δεν χρειάζεται προστάτες.

Είναι τόπος με βαθιά ιστορική πολυγλωσσία.

Εδώ συνυπήρξαν, έζησαν και μεγαλούργησαν σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι, Αρβανίτες, πρόσφυγες, Πόντιοι, ντόπιοι. Όχι απλώς συνυπήρξαν, αλλά δημιούργησαν.

Η μουσική μας, τα πανηγύρια, οι γεύσεις, η αντοχή μας στον χρόνο είναι προϊόν αυτής της πολυφωνίας.

Το να μιλά κάποιος άλλη γλώσσα δεν τον κάνει λιγότερο Έλληνα πολίτη.

Η πατρίδα δεν κινδυνεύει από τραγούδια ή μειονότητες.

Κινδυνεύει από τη μιζέρια, τη λήθη και πάνω απ’ όλα από τον διχασμό.

Και, βέβαια, από τον αναθεωρητισμό εξ Ανατολών, τον οποίο οι «γνήσιοι» πατριώτες κάνουν πως δεν βλέπουν, αλλά τον εξυπηρετούν με τη στάση τους.

Χαρακτηριστική είναι και η πρόσφατη κινητοποίηση στο Πισοδέρι, από ανθρώπους που ζητούν την ακύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Η πρόθεσή τους μπορεί να παρουσιάζεται ως «εθνική», όμως το αποτέλεσμά της εξυπηρετεί ακριβώς την εθνικιστική ηγεσία της γειτονικής μας χώρας, η οποία επίσης επιθυμεί την ακύρωσή της.

Η αλήθεια είναι απλή:

Πριν από τη Συμφωνία, 149 χώρες παγκοσμίως αποκαλούσαν ήδη τη γειτονική χώρα «Μακεδονία», σκέτο.

Η Συμφωνία των Πρεσπών έθεσε, για πρώτη φορά, συγκεκριμένα όρια:

Υποχρέωσε αλλαγή ονόματος,

Συνταγματική αναθεώρηση,

Διαχωρισμό της πολιτισμικής κληρονομιάς,

Και ρητή αποδοχή ότι η αρχαία Μακεδονία είναι ελληνική.

Ας αναρωτηθούν, λοιπόν, όσοι υψώνουν τα σχετικά πανό: Ποιον εξυπηρετούν τελικά;

Την Ελλάδα ή εκείνους που προσπαθούν να την αμφισβητήσουν εκ των έσω και εκ των έξω;

Στράτος Βασιλόπουλος
Οικονομολόγος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων, πρώην τραπεζικός