- Νέα Φλώρινα - https://neaflorina.gr -

Δωρεά ενός συνεργατικού εικαστικού έργου στο Επιμελητήριο Φλώρινας

«Ένας χώρος είναι τόπος όταν διενεργείται δράση εντός του», γράφει η Στάμκου Σταυρούλα στο Memory Land (2025). Η Δυτική Μακεδονία, τόπος λιμνών, βουνών και ανέμων, απλώνεται σαν ζωντανό χειρόγραφο στον χάρτη της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Οι λίμνες της — Βεγορίτιδα, Ζάζαρη, Πετρών και Χειμαδίτιδα — μοιάζουν με καθρέφτες που συγκρατούν τη απάνω μνήμη του τόπου. Μα κάτω απ’ τη γη, κάτω απ’ τα διάττοντα νερά της μεγάλης αρχαίας λίμνης, αναπαύεται μια άλλη μνήμη: σκοτεινή, αρχέγονη, μαύρη, καύσιμη. Ο λιγνίτης.

Πάνω από έναν αιώνα, η περιοχή κουβαλά το βάρος της ενέργειας της Ελλάδας. Τα λιγνιτωρυχεία της Φλώρινας, της Πτολεμαΐδας και της Κοζάνης χάραξαν το τοπίο — όπως το σμίλεψε και η εργασία των ανθρώπων. Από τα μέσα του 20ού αιώνα, μηχανές και φορτωτές, φλόγες και καπνοί, χαράκωσαν το σώμα της γης, σκάβοντας για τον γαιάνθρακα — αυτό το «μαύρο ψωμί», όπως το αποκαλούσε ο Μικρασιάτης γεωλόγος Νικολαΐδης, που πρώτος ανέδειξε τα αποθέματα της περιοχής μετά τον ερχομό του το 1924, κυνηγημένος από τη Σμύρνη και τις στάχτες της.

Ο Νικολαΐδης, μορφωμένος στην Πόλη και μαθητής του Καραθεοδωρή, πίστεψε βαθιά στην αξία του εσωτερικού πλούτου του τόπου. Διέσχισε με τα πόδια τις κοιλάδες του Εορδαϊκού, μέτρησε στρώματα και ορίζοντες και, όπως έγραψε στα ημερολόγιά του, «ο λιγνίτης είν’ η καρδιά που θερμαίνει τη νέα πατρίδα μου». Μύησε τους αγρότες στη χρήση με διανομές λιθάνθρακα. Η περιοχή μεταμορφώθηκε σε ενεργειακό κέντρο, με τίμημα τις λίμνες που ρηχάθηκαν, τα εδάφη που χάθηκαν, τα χωριά που μετακινήθηκαν, τη ζωή που δοκιμάστηκε.

Στο κέντρο αυτού του σκηνικού, ένας λόγιος που ζει στον τόπο παρατηρεί χρόνια την αλλοίωση. Τον καλεί — σαν άβυσσος — το βάραθρο. Μια μέρα, κατεβαίνει. Και έπειτα, ανεβαίνει. Η κατάβασή του στο λιγνιτωρυχείο είναι τελετή· η ανάβασή του, καθαρτήριο. Κατεβαίνει για να δει με τα ίδια του τα μάτια αυτό που υποψιάζεται: το άδειο, το εξαντλημένο, το καταναλωμένο. Όταν φτάνει στον πυθμένα, νιώθει την αλήθεια: πως η αναζήτηση του υλικού πλούτου, ακόμη κι όταν ξεκινά από καλή πρόθεση, γεννά έπαρση. Αναλογίζεται: Οίησις προκοπής εγκοπήν — η έπαρση είναι εμπόδιο της προκοπής (Ηράκλειτος).

Από τα βάθη του ορυχείου δεν βγαίνει ίδιος. Η ανάβαση σκονίζει περισσότερο τα πόδια του από την κατάβαση. Αποφασίζει να στραφεί αλλού. Όλα τα γεννά η γη, και πάλι όλα τα μαζεύει. Η εξόρυξη δοκιμάζει την εσωρύξη: τη δύναμη της σκέψης. Μεταβολίζει απώλειες, μετατοπίζει ευθύνες.

Η Δυτική Μακεδονία σήμερα βρίσκεται μπροστά σε έναν νέο ορίζοντα. Η μεταλιγνιτική περίοδος δεν είναι εύκολη — ούτε και σαφής. Όμως η λέξη «μετάβαση» δεν είναι μόνο τεχνική. Η «αειφορία» και η «δίκαιη μετάβαση» αποτελούν συνθήκες που προσκρούουν σε ένα άκαμπτο και σκληρό εξορυκτικό σύστημα, όπου η αξία έχει απογυμνωθεί και αναλογίζεται  μόνο σε χρήμα.

Όπως ο Νικολαΐδης αναγνώρισε κάποτε τον θησαυρό στο υπέδαφος, έτσι σήμερα η κοινωνία καλείται να αθλοθετήσει τη ροπή προς την ανισορροπία. Κι αυτή δεν βρίσκεται πια στο βάθος, αλλά στην επιφάνεια — στις σχέσεις, στις κοινότητες, στις νέες ιδέες που δεν καίνε, αλλά φωτίζουν έναν διαφορετικό καπιταλισμό.

Κι εκεί αρχίζει η ανάβαση. Το ανηφορικό μονοπάτι της επιστροφής γίνεται διαδικασία κάθαρσης. Το χώμα που σκονίζει τα παπούτσια των ανηφορούντων, τα σπασμένα μηχανήματα γύρω τους, η απόκοσμη σιγή του εξαντλημένου τοπίου, όλα συνθέτουν μιαν απαντοχή. Η κατάβαση στο βάραθρο, με το βλέμμα στραμμένο προς το σκοτεινό παρελθόν της απληστίας και της ανάπτυξης, βρίσκει τώρα το αντίβαρό της στην ανάβαση — πράξη απόφασης, ατυχίας και τύχης, μεταστροφής.

Αυτή η ανάβαση  οδηγεί  στην επιφάνεια του εδάφους, σε ένα νέο αδιέξοδο. Έτσι, η διεργασία της προσωπικής μεταστροφής του λογίου δεν μένει μετέωρη ή ιδιωτική, αλλά εντάσσεται στη συλλογική πρόκληση της εποχής: στη μεγάλη ανάβαση της περιοχής από τον λιγνίτη στην αειφορία, από την εξάντληση στη φροντίδα, από το «κάτω» στο «πέρα».

Ο λόγιος, φτάνοντας στην κορυφή, στρέφει το βλέμμα του ξανά στις λίμνες — όχι πια σαν μάρτυρες μιας απώλειας, αλλά σαν καθρέφτες (ηλιακοί συλλέκτες) ενός πιθανού μέλλοντος. Αν το σκότος του λιγνίτη έδωσε φως στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, τώρα καλούμαστε να βρούμε άλλο φως — του ήλιου, του ηλιάτορα.

Σε αυτό το νέο φως, σημαντική είναι η προειδοποιητική συμβολή των καλλιτεχνών. Η Σοφία Αντωνακάκη, ο Στέλιος Καράς και ο Χάρης Κοντοσφύρης στέκονται απέναντι στο τοπίο ως απλοί μάρτυρες· το ανασκάπτουν, το μεταπλάθουν, το ερμηνεύουν. Η ύλη που κάποτε καιγόταν στα εργοστάσια, τώρα υπογραμμίζεται ως δρώσα ύλη: το κοινό ξυλοκάρβουνο, το σφυροκόπημα του σιδήρου για να καμπυλώσει σε καραβόλι, το συννεφιασμένο τοπίο, η αιχμή της λάμψης πάνω στο νερό.

Το λιμναίο τοπίο των βροχών του Αγγελόπουλου, δια χειρός Αντωνακάκη, Καρά και Κοντοσφύρη, τοποθετήθηκε στο Εμπορικό Επιμελητήριο Φλώρινας σαν μια εξαγγελία συλλογικής ευθύνης και εγρήγορσης. Ένα αναμοχλευμένο τοπίο κάρβουνων, στάχτης,  Μπλε Ultramer   και μια ζυγαριά από καραβόλια των σπιτιών της Πρέσπας και της Φλώρινας συνιστούν μια εγκατάσταση που ακροβατεί ανάμεσα στο υπαίθριο, το βιομηχανικό  και το τελετουργικό.

Τα ερωτήματα ψιθυριστά εγκαλούν τους θεσμούς και τους θεσμοθέτες: Πώς ζει κανείς σε έναν τόπο που εξάντλησε τον εαυτό του; Πώς αποκαθίσταται η μνήμη; Πώς μετουσιώνεται η ύλη σε φως, χωρίς να χρειαστεί να την κάψεις;

Αυτή η εικαστική πράξη είναι συγχρόνως πράξη μνήμης και πράξη αλαλαγμού. Το απαράμιλλο τοπίο της Δυτικής Μακεδονίας δεν είναι πια φόντο. Είναι πρόσωπο. Και οι καλλιτέχνες, όπως και ο λόγιος, δεν αναζητούν πια την παραγωγή, αλλά την παρουσία· όχι την κατανάλωση, αλλά την κατανόηση.

Ίσως τελικά αυτό να είναι το νέο κεφάλαιο του τόπου: η ενεργειακή μετάβαση, η πνευματική μετάθεση, η εξόρυξη της έρευνας από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, η ανάταξη κοινωνικών δυνάμεων — έξω από τα καφενεία, στις πλατείες και στα εναπομείναντα χωράφια των ηλιακών συλλεκτών. Από τη σκιά του λιγνίτη, προς την αργή, ουσιαστική φωτοβολία της συνείδησης. Όχι εξόρυξη, αλλά εσωρύξη και επινόηση. Όχι εξάντληση, αλλά δημιουργία και κοινωνική αυτορρύθμιση.

Το έργο δωροθετήθηκε στο Εμπορικό Επιμελητήριο της μικρής πόλης της Φλώρινας από τους καλλιτέχνες, με ευχές για  την ενεργοποίηση όλων των δυνάμεων αυτής της πολύτιμης περιοχής.

Χάρης Κοντοσφύρης για λογαριασμό των καλλιτεχνών