- Νέα Φλώρινα - https://neaflorina.gr -

Η Ελλάδα απέναντι στην πρόκληση της Λιβυκής Ρηματικής Διακοίνωσης: Ώρα για Στρατηγική Αντεπίθεση

Δρ. Κωνσταντίνος Π. Μπαλωμένος

konmpalo@gmail.com
Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος
Πρώην Γενικός Διευθυντής – Γενικής Διεύθυνσης
Πολιτικής Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων (ΓΔΠΕΑΔΣ)
Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ)

 

Η μονομερής ρηματική διακοίνωση της Λιβύης προς τον ΟΗΕ (27 Μαΐου 2025), αμφισβητεί ευθέως τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο,ενισχύοντας τη στρατηγική του Τουρκο-Λιβυκού Μνημονίου και τους σχεδιασμούς της Άγκυρας για έλεγχο της περιοχής.

Η παρέμβαση αυτή, σχετίζεται άμεσα με σημαντικές ελληνικές πρωτοβουλίες που πιέζουν τα τετελεσμένα της Άγκυρας, όπως η ανακήρυξη του Εθνικού Χωροταξικού Σχεδιασμού, η ανακοίνωση θαλάσσιων πάρκων σε περιοχές ελληνικής δικαιοδοσίας,η παρεμπόδιση της συμμετοχής της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Άμυνα και η γενικότερη ενεργειακή της πολιτική.

Για παράδειγμα, η ανακοίνωση διεθνούς διαγωνισμού για την εξερεύνηση και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων νοτίως της Κρήτης, με τη συμμετοχή της Chevron, λογικό είναι να εγείρει Τουρκικές αντιδράσεις που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση των ελληνικών ενεργειακών σχεδιασμών.

Υπό αυτό το πλαίσιο, αξίζει να αναλυθεί η ρηματική διακοίνωση της Λιβύης, ώστε να αποκαλυφθούν οι νομικές ακροβασίες και αντιφάσεις στις οποίες προβαίνει η Τρίπολη. Συγκεκριμένα θα πρέπει να επισημανθούν τα εξής:

1. Η ρηματική διακοίνωση υπογράφεται από την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (GNU) της Τρίπολης.Παρά το γεγονός ότι αυτή η κυβέρνηση αναγνωρίστηκε το 2021 από τον ΟΗΕ ως προσωρινή διοίκηση για τη διεξαγωγή εκλογών, η εντολή της έχει λήξει χωρίς ποτέ να έχουν πραγματοποιηθεί εκλογές. Επιπλέον, η Βουλή των Αντιπροσώπων της Λιβύης στην ΑνατολικήΛιβύη, η μόνη αιρετή αρχή της χώρας, έχει αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση της Τρίπολης, την οποία θεωρεί πολιτικά έκπτωτη και θεσμικά έκνομη.Η κυβέρνηση της Τρίπολης, όμως, εξακολουθεί να ελέγχει τη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Λιβύης στον ΟΗΕ, εκμεταλλευόμενη την τυπική αναγνώριση του οργανισμού, προκειμένου να παράγει διεθνώς νομικά και διπλωματικά τετελεσμένα. Από την άποψη του Διεθνούς Δικαίου, η εν λόγω ρηματική διακοίνωση στερείται ουσιαστικής νομιμοποίησης, καθώς:

2. Η ρηματική διακοίνωση της Λιβύης, επικαλείται το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο του 2019. Όπως έχω επισημάνει σε εκτενής ανάλυσή μου σε προηγούμενο άρθρο μου με τίτλο: «Η ΕΛΛΗΝΟ-ΛΙΒΥΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ: ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ», το εν λόγω μνημόνιο είναι άκυρο. Επιπλέον, η Ρηματική Διακοίνωση αναφέρει, ότι το Μνημόνιο Κατανόησης έχει καταχωρισθεί στη Γραμματεία του ΟΗΕ σύμφωνα με το Άρθρο 102 του Καταστατικού Χάρτη και συνιστά δίκαιη λύση βάσει του διεθνούς δικαίου».Η επίκληση αυτή, είναι παραπλανητική, διότιτο Άρθρο 102 απαιτεί απλώς καταχώριση διεθνών συμφωνιών για λόγους διαφάνειας (βλέπε: https://www.un.org/en/about-us/un-charter/full-text ). Η καταχώριση δεν συνιστά αναγνώριση ούτε νομιμοποίηση της συμφωνίας από τον ΟΗΕ. Άρα, το επιχείρημα της «καταχώρισης» δεν καθιστά το μνημόνιο έγκυρο ή δεσμευτικό για τρίτους. Με την εν λόγω θέση συμφωνούν και ο Βρετανός διπλωμάτης και ειδικός στο Διεθνές Δίκαιο Anthony Aust (βλέπε:AnthonyAust, Modern Treaty Law and Practice, 3rded., Cambridge: Cambridge University Press, 2013, p.p. 204–206.), αλλά και ο Βρετανός Νομικός – Ακαδημαϊκός Malcolm Shaw(βλέπε: MalcolmN. Shaw, International Law, 9thed., Cambridge: Cambridge University Press, 2021, p. 920). Η αναφορά επίσης, ότι «συνιστά δίκαιη λύση βάσει του διεθνούς δικαίου» αποτελεί μια αυθαίρετη και νομικά αστήρικτη δήλωση, αφού το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο αγνοεί εντελώς την ύπαρξη ελληνικών νησιών, ιδίως της Κρήτης, της Καρπάθου, της Ρόδου και της Κάσου, παραβιάζοντας το άρθρο 121 της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS),που αναφέρει, ότι τα νησιά, κατά κανόνα, έχουν πλήρη δικαιώματα σε Αιγιαλίτιδα Ζώνη, ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδα, όπως και κάθε άλλη χερσαία επικράτεια (Βλέπε: https://www.un.org/depts/los/convention_agreements/texts/unclos/unclos_e.pdf ). Επίσης, τόσο η Λιβύη όσο και η Τουρκία, με τις πρόσφατες θέσεις τους όπως αυτές αποτυπώνονται στο Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο, αγνοούν πλήρως τη διεθνή νομολογία, συμπεριλαμβανομένων αποφάσεων του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ICJ) και του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Δίκαιο της Θάλασσας (ITLOS). Ενδεικτικές είναι οι υποθέσεις Ρουμανία κατά Ουκρανίας (2009), (Βλέπε: https://www.icj-cij.org/case/132 ) και Νικαράγουα κατά Κολομβίας (2012), (Βλέπε: https://www.icj-cij.org/case/124 ), οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι κατοικημένα νησιά με οικονομική ζωή δεν μπορούν να αγνοούνται ή να τυγχάνουν μειωμένης επήρειας, ιδίως όταν συγκροτούν ενιαία παράκτια γεωγραφική διαμόρφωση, όπως συμβαίνει με το ελληνικό νησιωτικό τόξο.

3. Οι ισχυρισμοί της Λιβύης επίσης, περί ανυπόστατης Ελληνο-Αιγυπτιακής συμφωνίας και έλλειψης κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Αιγύπτου στις θαλάσσιες περιοχές που οριοθετήθηκαν μεταξύ Λιβύης και Τουρκίας είναι νομικά αβάσιμοι και αντιβαίνουν στις προβλέψεις της UNCLOS και του εθιμικού διεθνούς δικαίου.Συγκεκριμένα:

4. Ο ισχυρισμός επίσης, ότι ορισμένες περιοχές του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΘΧΣ) της Ελλάδας παραβιάζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Λιβύης δεν έχει νομική βάση.Ο ΘΧΣ δεν συνιστά διεθνή συμφωνία ή μονομερή οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών που παράγει δεσμευτικά δικαιώματα έναντι τρίτων κρατών. Βασίζεται στην Οδηγία 2014/89 της Ε.Ε. για τη Θαλάσσια Χωροταξία και αποτελεί εθνικό εργαλείο εφαρμογής δημόσιας πολιτικής ρυθμίζοντας θέματα χρήσης και προστασίας του θαλάσσιου χώρου και δεν συνιστά οριοθέτηση.Συνεπώς, δεν απαιτείται να λαμβάνει υπόψη «απόψεις τρίτων», ιδίως όταν δεν υφίσταται νομική βάση θαλάσσιας διεκδίκησης από αυτά τα κράτη στην περιοχή.

5. Η επισήμανση επίσης, ότι η Ελλάδα ανακήρυξε μονομερώς Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) στο Ιόνιο Πέλαγος, η οποία επεκτείνεται εντός της Λιβυκής υφαλοκρηπίδαςκαι παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα της Λιβύης είναι εξωπραγματική και στερείται κάθε νομικής βάσης.Συγκεκριμένα:

Συνεπώς, η ανακήρυξη ΑΟΖ στο Ιόνιο Πέλαγος όχι μόνο δεν είναι μονομερής, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο διεθνούς συμφωνίας και δεν αφορά κατά κανένα τρόπο την περιοχή της Λιβύης.

6. Τέλος, η θέση που διατυπώνει η Λιβύη στη ρηματική διακοίνωση, ότι ο καθορισμός της μέσης γραμμής θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη λιβυκή εσωτερική νομοθεσία, το κλείσιμο του Κόλπου της Σύρτης(όπου αποτελεί ιστορικό κόλπο υπό λιβυκή κυριαρχία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο), την αγνόηση των νησιών και το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο καθώς επίσης, η αναφορά σε ειρηνικά μέσα για την επίλυση διαφορών όπως ορίζονται στο Άρθρο 33 του ΟΗΕ, συμπεριλαμβανομένου του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης βάσει αμοιβαίας συμφωνίας, είναι ανυπόστατη και νομικά διάτρητη. Συγκεκριμένα:

Υπό αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα καλείται να απαντήσει με ψυχραιμία αλλά και αποφασιστικότητα. Δεν αρκεί μόνο η διπλωματική αντίκρουση, αλλά απαιτείται πολυεπίπεδη στρατηγική αντεπίθεσης, που θα συνδυάζει το διεθνές δίκαιο, τη διπλωματία, την ενεργειακή γεωστρατηγική και την αποτροπή, ώστε να προστατευθούν τα εθνικά συμφέροντα και να αποτραπεί η εμπέδωση τετελεσμένων. Ειδικότερα απαιτείται:

  1. Κατάθεση αντί-ρηματικής διακοίνωσης στον ΟΗΕ με πλήρη απόρριψη των λιβυκών αιτιάσεων και νομική τεκμηρίωση βάσει UNCLOS. Παράλληλα, η προσφυγή της Ελλάδας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕμε θεματική συνεδρίαση για την UNCLOS,μπορούν να ακυρώσουν θεσμικά το αφήγημα του Τουρκο-Λιβυκού Μνημονίου.
  2. Διαβίβαση υπομνήματος στην Ε.Ε. και στα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, καταγγέλλοντας την παραβίαση του άρθρου 123 UNCLOS από τη Λιβύη, με εμφανή καθοδήγηση της Τουρκίας, στο πλαίσιο εργαλειοποίησης της κατάστασης στη Μεσόγειο.
  3. Διεκδίκηση κοινής ευρωπαϊκής δήλωσης υπεράσπισης του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας (όπως έγινε στην περίπτωση Τουρκίας το 2019 και 2020).
  4. Η συγκρότηση διεπιστημονικής ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου και η θεσμική συνεργασία με διεθνώς αναγνωρισμένα ThinkTanks και πανεπιστήμια μπορούν να ενισχύσουν θεσμικά τις ελληνικές θέσεις, να ενδυναμώσουν την παρουσία της χώρας στον διάλογο για το διεθνές δίκαιο και να στηρίξουν τη στρατηγική της διείσδυση στα διεθνή φόρα.
  5. Συγκρότηση τετραμερούς πολιτικής ομάδας μεταξύ Ελλάδας, Γαλλίας, Αιγύπτου και Ιταλίας, για τη διαχείριση του λιβυκού ζητήματος και την εδραίωση της σταθερότητας και της ειρήνης στη Λιβύη.
  6. Η εμβάθυνση της στρατηγικής σχέσης με Αίγυπτο και Κύπρο, μέσω κοινών διπλωματικών ενεργειών, στρατιωτικής και ενεργειακής συνεργασίας.
  7. Η ενίσχυση της διπλωματικής παρουσίας και της πολιτικής επιρροής της Ελλάδας στην Ανατολική Λιβύη, μέσα από την ανάπτυξη σταθερών σχέσεων εμπιστοσύνης με τον στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ και τις τοπικές διοικητικές αρχές της Βεγγάζης. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον ρόλο της Βεγγάζης ως εταίρου σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η μεταναστευτική διαχείριση, η θαλάσσια ασφάλεια και η καταπολέμηση της διασυνοριακής εγκληματικότητας. Παράλληλα, μπορεί να προσφερθεί τεχνική και θεσμική συνεργασία, όπως:
    • Εκπαίδευση στελεχών ασφαλείας και αξιωματικών της Ανατολικής Λιβύης σε ελληνικές στρατιωτικές σχολές (Σχολή Ευελπίδων, Σχολές Πολέμου κ.λπ),
    • Σύσταση διμερούς μηχανισμού ανταλλαγής πληροφοριών και διαβούλευσης σε θέματα ασφαλείας, με έμφαση στην τρομοκρατία, τη διακίνηση όπλων και ανθρώπων και
    • Ανάπτυξη πλαισίου συνεργασίας σε επιχειρησιακά ζητήματα παράκτιας αστυνόμευσης και θαλάσσιας επιτήρησης.
  8. Η προληπτική διαχείριση των σχέσεων με την Ιταλία, τη Μάλτα και την Ισπανία συνιστά κρίσιμη συνιστώσα της ελληνικής στρατηγικής έναντι των εξελίξεων στη Λιβύη. Μέσω της εμβάθυνσης της ενεργειακής συνεργασίας, της ενίσχυσης του θεσμικού διαλόγου και της προώθησης κοινών θέσεων στο πλαίσιο της Ε.Ε., η Ελλάδα μπορεί να ενισχύσει την ευρωπαϊκή συνοχή και να προλάβει το ενδεχόμενο σύγκλισης των εν λόγω κρατών με την Τουρκία και τη Λιβύη.
  9. Η εκπόνηση και υλοποίηση μιας στοχευμένης διεθνούς εκστρατείας δημόσιας διπλωματίας, αναδεικνύοντας τον επιθετικό χαρακτήρα της Τουρκο-Λιβυκής στρατηγικής και προβάλλοντας το ρόλο της Ελλάδας ως εγγυήτριας της διεθνούς νομιμότητας και της ευρωπαϊκής σταθερότητας στη Μεσόγειο.

Εν κατακλείδι, η απάντηση της Ελλάδας δεν μπορεί να είναι αμυντική.

Οφείλει να αντεπιτεθεί στρατηγικά και με θεσμική τεκμηρίωση, ώστε να απεγκλωβιστεί από τη διαχείριση τετελεσμένων.

Η Ελλάδα πρέπει να μετατρέψει την πρόκληση σε ευκαιρία και να καθορίσει η ίδια, τις εξελίξεις.