Με χαρά αφιερώνω το παρόν διήγημα σε όλα τα άτομα με ειδικές ανάγκες.
Στις οκτώ το απόγευμα… έξω στην πλατεία με τα μεγάλα κανόνια… δίπλα σε ένα καφέ… όχι, δίπλα σε ένα εστιατόριο… εκεί ναι, υπάρχει ένα παγκάκι που βλέπει προς τον δρόμο με τα φανάρια… Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχε πάντα εκεί παγκάκι. Σαν παράνομο να είναι… Λογικά με λίγη αργοπορία θα γίνει αντιληπτή η παράνομή του θέση και γρήγορα τις επόμενες μέρες θα φύγει από εκεί. Φυσικό όλοι να θέλουν να φύγει… ακόμη και αυτή η γιαγιά που κάθεται εκεί ίσως κατά βάθος παρακαλεί επιτέλους ο δήμος να το πάρει…
Κάθισε μάλλον να ξαποστάσει… Γιατί μία γιαγιά μέσα στη σκοτεινιά να θέλει να ξαποστάσει; Δεν βλέπει ότι χιονίζει; Δεν βλέπει ότι έχει πολικές θερμοκρασίες; Δεν βλέπει ότι δεν τριγυρνάνε έξω άνθρωποι σε τέτοιες συνθήκες; Πέρασαν τα Χριστούγεννα να πεις ότι βγήκε να χαζέψει τον στολισμό της πόλης… Ύποπτη κυρία… Μα και εγώ είμαι έξω όμως… Α! τώρα φαίνεται καλύτερα που πέρασε ένα φορτηγό από μπροστά… Έριξε φως στο πρόσωπό της… Δεν είναι γιαγιά… μία γυναίκα είναι, πενήντα πέντε χρονών ίσως… Πάντως έχει λίγες άσπρες τρίχες… Έχει και μπαστούνι, όχι ξύλο μήπως είναι, δεν φαίνεται καλά, το έχει βάλει κάτω από την τσάντα της… Λεπτό μπουφάν φοράει για τέτοιον καιρό… Τουλάχιστον φοράει σκούφο… Μα γιατί ακουμπάει τα χιόνα με τα χέρια της; Μωρό παιδί δεν είναι… και παίζει… Να πάω να ρωτήσω; Μπα, δεν μιλάμε σε αγνώστους, αλλά αυτή σαν γνωστή μου φαίνεται… λίγο λιγότερο από άγνωστη, κάτι περισσότερο από γνωστή… Πάω πιο κοντά να δω… αν είναι γνωστή θα μιλήσω, αν όχι, δεν μιλάω… Α! η κυρία Αυγή είναι… η γειτόνισσα της γιαγιάς μου από το χωριό!
– Γεια σας κ. Αυγή, τι κάνετε;
– Γεια σου Λουκία, δόξα τω Θεώ καλά είμαι, εσύ;
– Καλά, ήσυχα…
Εδώ επικρατεί παύση… Αυγή… ωραίο και εύηχο όνομα… Παραπέμπει στο φως.
– Τι περιμένετε μέσα στο κρύο; Θα παγώσετε… της λέω.
– Ναι, η αλήθεια είναι ότι πάγωσα… Θα περιμένω να αδειάσει ο δρόμος και μετά θα περάσω απέναντι για να είμαι σε καλύτερο σημείο, μου λέει.
Καλύτερο σημείο ως προς τι; Γενικά η κυρία Αυγή από ό, τι μας έχει πει η γιαγιά είχε δύσκολη ζωή, ίσως για αυτό είναι ιδιότροπη… Να αδειάσει ο δρόμος τελείως και μετά να περάσει; Αφού είναι το φανάρι… είναι δυνατόν; Κάθισα δίπλα της, δεν μίλησα άλλο, απλά κάθισα και θυμήθηκα ό, τι είχα ακούσει από τη γιαγιά για αυτήν την κυρία…
Γεννήθηκε στο εξωτερικό ή στην Ελλάδα μήπως; Κανείς δεν ξέρει… ή εγώ δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα… Οι γονείς της χώρισαν, ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε και έφυγε Αυστραλία. Μεγάλωσε με τη μητέρα της. Μετά βέβαια η μαμά της ξαναπαντρεύτηκε και αυτή, έκανε ακόμη τρία παιδιά νομίζω… Πλέον βλέπει τη μαμά της πού και πού, κυρίως για έναν καφέ στη γιορτή της. Η
Αυγή πότε γιορτάζει; Δεν έχω ιδέα… Το σίγουρο είναι ότι τότε τη βλέπει… Δεν μπλέκεται με τη μαμά της. Αυτό που είχε πει η γιαγιά είναι ότι η κ. Αυγή μοιάζει πολύ στον πατέρα της, με αποτέλεσμα η μαμά της να την αποφεύγει. Αν η γιαγιά λέει την αλήθεια, τότε η μητέρα της είναι πολλή σκληρή γυναίκα… Αλλά η κυρία Αυγή δεν της κρατάει κακία λέει η γιαγιά, σεβάστηκε την επιλογή της και τη βλέπει μία συγκεκριμένη ημέρα για το τυπικό.
Η γιαγιά μου γενικά είναι κουτσομπόλα λίγο, όλο μαθαίνει και όλο διαδίδει. Ίσως ευτυχώς, αλλιώς πώς θα ήξερα τόσο πράγματα για τη γυναίκα που κάθεται δίπλα μου στο χιόνι. Η κ. Αυγή σπούδασε μουσική, παίζει βιολί, ακουστικό αυτί… ταλέντο. Πήγε στη Βιέννη, αλλά έφυγε σύντομα. Είπαν ότι δεν μπορούν να συνεργαστούν εύκολα με τέτοια άτομα… Μάλλον τα μεγάλα ταλέντα διεγείρουν τον φθόνο έλεγε η γιαγιά μου, όταν προσπαθούσε να εξηγήσει την επαγγελματική αποτυχία της κ. Αυγής.
– Άκου, Άκου, αυτός ο κύριος περίμενε βαρβάρους, μου λέει ξαφνικά και χασκογελάει.
– Μα δίκιο έχει, λέω, αφού πέρασε με κόκκινο το φανάρι. Λογικό δεν είναι ο άλλος να τρομάξει και να φωνάζει;
– Α, ναι σωστά, δεν ταιριάζει εδώ ο Καβάφης, λάθος μου, μου λέει χαμηλώνοντας το κεφάλι.
Στις μέρες μας και να κάνει κάποιος λάθος φωνάζουμε, πάει η ευγένεια, αν και η παραβίαση κόκκινου σηματοδότη δεν είναι ένα απλό λάθος, είναι παραβίαση… Εκεί σταματάω να μιλάω γιατί τα έχω μπερδέψει. Μάλλον δεν γνωρίζω καλά να κρίνω καταστάσεις. Ας γυρίσω πίσω στη σκέψη μου για τη ζωή αυτής της κυρίας που κάθεται δίπλα μου στο χιόνι.
Η κ. Αυγή δεν είχε αδέλφια ούτε φίλες. Ή μάλλον είχε φίλες, αλλά όχι στον τόπο που έμενε. Πάντα είναι ήρεμη και χαμογελαστή. Δούλεψε σε ένα εργοστάσιο παρασκευής κρουασάν για πολλά χρόνια. Από εργάτρια, αφεντικό. Από την οικονομική δυσμένεια στην οικονομική άνεση. Γιατί όμως δεν παντρεύτηκε; Μια χαρά είναι, τι της έλειπε; Τι συνέβη στη ζωή της και κατέληξε μόνη της; Επιλογή; Ατυχία; Μήπως είχε παντρευτεί και είναι χωρισμένη πλέον; Έχει παιδιά; Ευτυχώς η γιαγιά ρώτησε και για τα προσωπικά της… Η κ. Αυγή αγάπησε έναν συμμαθητή της από το σχολείο. Τον ονομάζουμε Γιάννη γιατί η γιαγιά δεν θυμόταν το όνομά του. Αχ γιαγιούλα μου! Αισθάνομαι ότι η μνήμη της αρχίζει να εξασθενεί. Το ειδύλλιο λοιπόν κράτησε λίγα χρόνια με τον Γιάννη στο τέλος να την αφήνει και να παντρεύεται την καλύτερή της φίλη! Η κ. Αυγή βέβαια δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ο Γιάννης έκανε παιδιά, εκείνη όχι. Όχι, όχι, ψέματα, η κ. Αυγή νυμφεύτηκε και έκανε τέσσερα παιδιά… Μα πως μπερδεύτηκα έτσι! Ναι, ναι, ο άντρας της είναι αυτός που έχει το μαγαζί με τα γυαλικά. Τα παιδιά της μεγάλα πλέον έχουν φύγει για δουλειά εκτός νομού. Βρήκαν ή θα βρουν τον δρόμο τους. Αυτή άραγε έχει βρει τον δικό της; Σαν χαμένη κοιτάει, έτσι όπως τη βλέπω τώρα…
Τον άντρα της τον αγάπησε πιο πολύ από τον Γιάννη είπε η γιαγιά. Αλλά πάντα θυμόταν τον Γιάννη με αγάπη. Αν τον δει στον δρόμο όμως δεν τον χαιρετάει πρώτη ποτέ. Γιατί άραγε; Αυτός πάντως, αν τη δει, τη χαιρετάει εγκάρδια. Κάποιες φορές γυρίζει και την κοιτάει μέχρι να στρίψει από τη γωνιά του δρόμου. Ίσως την αγαπάει ακόμα, ίσως απλά την εκτιμάει… άβυσσος η ψυχή του ανδρός ή μάλλον η ψυχή της γυναικός; Τότε γιατί αυτός την κοιτάει; Δεν μπορώ να το ερμηνεύσω λογικά… Γενικά η πρώτη αγάπη σπάνια εκπληρώνεται, στους περισσότερους ήταν απλώς μία ευχή… Λίγοι οι εκλεκτοί, πολλοί οι δεινοπαθούντες… Βέβαια στην περίπτωση της κ. Αυγής δύσκολο να καταλάβουμε γιατί δεν ευδοκίμησε η γνωριμία. Πάντως πρέπει να εκτιμάει ο ένας τον άλλον, είναι μία μακρινή ανάμνηση, μία απλή γνωριμία, το κάτι που έγινε τίποτα, το τίποτα που δεν υπήρξε, η ανυπαρξία που οδηγεί στη λήθη και η λήθη με τη σειρά της στην απάθεια, και η απάθεια στο κενό, και το κενό έχει εν δυνάμει μέσα του την πιθανότητα, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, να υπάρξει κάτι… και το κάτι αυτό που γίνεται το παν είναι ο πραγματικός έρωτας για τον άντρα που παντρεύτηκε… Τη φροντίζει ο άντρας της τώρα που λείπουν τα παιδιά, μένουν οι δύο τους και όλο βόλτες κάνουν μαζί… Γιώργος λέγεται.
– Στις έξι και δέκα νυχτώνει… ακούγεται ξαφνικά η φωνή της κ. Αυγής. Αχ μου διέκοψε τη σκέψη, τι θέλει πάλι να λέμε…
– Ναι, βασικά έχει ώρα που έπεσε το σκοτάδι, σε λίγο εννιά η ώρα θα πάει, απαντάω.
– Α, ναι μου λέει. Έχει καθόλου αστέρια ο ουρανός;
– Μπα, πολλά σύννεφα βλέπω, το νέφος της πόλης θα είναι, όπως βλέπεις και εσύ… λέω και αναστενάζω.
– Όντως έχεις δίκιο. Θα ήταν ωραία να φαίνονταν τα αστέρια. Παίρνουμε μία γεύση από το σύμπαν… μία γεύση από το άγνωστο…
– Ναι ισχύει, απάντησα μηχανικά… Μία γεύση από τα γνωστά θα ήθελα βέβαια εγώ να πάρω για αυτήν την κυρία που κάθεται στο χιόνι μαζί μου… και έτσι συνέχισα να συλλογίζομαι, να θυμάμαι και να συνδέω τα κομμάτια της ζωής της.
Η κ. Αυγή παίζει ακόμα βιολί είπε η γιαγιά. Είναι της κλασικής σχολής. Διαβάζει ποίηση και ακούει όπερα… Αν και συνέχεια η κ. Αυγή λέει στη γιαγιά μου πόσο πολύ της αρέσει ο ήχος από το πλυντήριο. Εκείνο το βουητό. Είναι λέει ο χαρακτηριστικός ήχος που της ξυπνάει παιδικές μνήμες… Βασικά οι περισσότεροι άνθρωποι, αν δεν κάνω λάθος, έχουν κυρίως οπτικές μνήμες από την πρώιμη ηλικία τους… Αλλά ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός… Πάντως η κυρία που κάθεται δίπλα μου στο χιόνι φαίνεται τελικά αρκετά ιδιαίτερη. Γι’ αυτό είμαι απόλυτα σίγουρη.
– Άδειασε ο δρόμος; Με ρωτάει ξαφνικά και δυστυχώς διακόπτει πάλι την απασχολημένη σκέψη μου.
– Ναι, έχει ώρα να περάσει αμάξι, της λέω λίγο πιο έντονα.
– Μπα θα περιμένω τον άντρα μου να με πάρει από εδώ. Δυσκολεύομαι πολύ με αυτόν τον καιρό και φοβάμαι με τόσα χιόνια που αισθάνομαι ότι έχει το πεζοδρόμιο… Που να περάσω τον δρόμο, τις προάλλες έφαγα μία τούμπα… συμπλήρωσε γελώντας. Κοκκίνισε και το πρόσωπό της.
– Α, κατάλαβα, θέλει πολλή προσοχή… Αυτό μπόρεσα να της πω απ’ έξω… Και από μέσα μου, γιατί πάντα υπάρχει μία φωνή από μέσα μας που όλο μιλάει, που λέει και λέει και ποτέ δεν παύει η άτιμη, συνέχισα να συλλογίζομαι. Ελπίζω χωρίς άλλες διακοπές.
Το μπαστούνι… θα το πήρε λόγω του πεσίματος… Μεγάλο χτύπημα μάλλον… Το βασικό όμως που ξέχασα να σκεφτώ, και νομίζω είναι πιο σημαντικό από το μπαστούνι, για αυτήν τη γυναίκα είναι ότι έχει αχρωματοψία. Η γιαγιά λέει ότι είναι κρίμα γιατί δεν μπορεί να διακρίνει τα ωραία γαλάζια μάτια της. Γενικά δεν βλέπει τα χρώματα με απλά λόγια… Να τη ρωτήσω άραγε πώς βλέπει τον κόσμο; Πώς ζει χωρίς να διακρίνει τα χρώματα, τις αποχρώσεις και τις όψεις, τις εναλλαγές και τις προσμείξεις, τους συνδυασμούς, τις ιδιαιτερότητες του σκότους και της φωτεινής αυγής… Ας ρωτήσω, δεν είναι κακό, στη ζωή αν δεν θρέψουμε την περιέργειά μας, αυτή θα μας καταπιεί… Αφού είναι δίπλα μου γιατί να μην εκμεταλλευτώ την ευκαιρία; Δεν δίνονται συχνά τέτοιες ευκαιρίες, δεν μιλάμε συχνά με άτομα με αχρωματοψία…
– Κυρία Αυγή, συγγνώμη για την αδιακρισία, ήθελα να ρωτήσω για την αχρωματοψία σας, πώς βλέπετε; Ωχ, συγγνώμη διατύπωσα λίγο άγαρμπα την ερώτησή μου…
– Μην στεναχωριέσαι, συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια… Δεν παρεξηγώ εγώ πια… Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος συμβιβάζεται με μία κατάσταση και έτσι πορεύεται. Λοιπόν η ζωή μου είναι διαφορετική σε κάποια σημεία, ίσως να έχω μία αντίληψη του κόσμου διαφορετική. Έχω δυσκολίες και χαρές όπως όλοι οι άνθρωποι.. Δόξα τω Θεώ! Δεν έχω εικόνες αλλά αντιλαμβάνομαι και ανακαλύπτω τον κόσμο με τις υπόλοιπες αισθήσεις, έτσι γεννήθηκα, έτσι έμαθα, δεν ξέρω το φως, δεν ξέρω και ούτε θα μάθω ποτέ τα χρώματα, αλλά ξέρω τη ζωή, ξέρω να ζω…
Ξαφνικά έρχεται ο άντρα της και διακόπτει τη συζήτηση… Μας χαιρετάει, τη βοηθάει να μπει στο αμάξι και φεύγουνε… Τώρα καμία κυρία δεν κάθεται μαζί μου στο χιόνι, τώρα εγώ είμαι η κυρία που κάθεται στο χιόνι… Κοιτάω σαν αποσβολωμένη… Δεν μπορώ να πιστέψω τι είδα, τι άκουσα… Νιώθω τεράστια ντροπή… Θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Αχ, γιατί δεν ανοίγει όταν της το ζητάμε, να μας κρύψει στα έγκατά της, να μη μας βρει κανείς ποτέ ξανά… Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να πάρω τηλέφωνο τη γιαγιά, δεν το σηκώνει, μα γιατί να το σηκώσει, γιατί να τη ρωτήσω, η αλήθεια είναι μπροστά στα μάτια μου και την είδα, όποιος έχει μάτια βλέπει, το θέμα είναι πόσο εμπιστευόμαστε την όρασή μας, το πως επεξεργαζόμαστε αυτό που βλέπουμε…
Η κ. Αυγή είναι τυφλή! Τι ανόητο άτομο που είμαι… Σκεφτόμουν και συλλογιζόμουν για τη ζωή αυτής της κυρίας, και όχι μόνο έκανα λάθος στο βασικό κομμάτι, αλλά δεν τη βοήθησα κιόλας… Τώρα όλα φωτίστηκαν… Η κ. Αυγή γεννήθηκε τυφλή, οι γονείς της δυσκολεύτηκαν με αυτήν την κατάσταση, η μαμά της δεν μπορούσε εύκολα να το αποδεχθεί, ότι το παιδί της δεν βλέπει, έτσι αποστασιοποιήθηκε, την απομάκρυνε από κοντά της… Ο Γιάννης, η παιδική της γνωριμία, δεν άντεξε για πολύ και την απέρριψε. Δεν τον χαιρετάει πρώτη γιατί δεν τον βλέπει, εκείνος τη χαιρετάει και την κοιτάει μέχρι να στρίψει για να βεβαιωθεί ότι δεν θα πέσει… μάλλον έτσι εξιλεώνει τις τύψεις συνειδήσεως που έχει. Το μπαστούνι δεν είναι γιατί έπεσε, το περιστατικό στο φανάρι δεν το είδε, μόνο το άκουσε, δεν έχουν και στην Ελλάδα παντού τα φανάρια ηχητικές επισημάνσεις. Αμάν! Της άρεσε ο ήχος από το πλυντήριο γιατί ήταν έντονος, και εγώ τη ρώτησα για την αχρωματοψία! Όλα τα θυμόμουν ορθά από αυτά που έλεγε η γιαγιά, αυτό το βασικό όμως πώς μου ξέφυγε; Αχ, και αυτή μου απαντούσε ήρεμα, με το χαμόγελο. Δεν με αποπήρε…
Πόσο κλεισμένη είμαι στον εαυτό μου! Δεν κατάλαβα ότι η κ. Αυγή είναι τυφλή. Η αληθινή τυφλή είμαι εγώ! Δεν δίνω σημασία σε πρόσωπα που βλέπω, που ξέρω, που βρίσκονται γύρω μου… βλέπω, αλλά στην πραγματικότητα δεν βλέπω. Δεν παρατήρησα το βλέμμα της γυναίκας που καθόταν δίπλα μου στο χιόνι, γιατί δεν την κοίταξα ούτε μία φορά κατάματα, δεν της έριξα ούτε μία ματιά, ενώ τόση ώρα μιλούσα μαζί της, καθόμουν δίπλα της… Γειτόνισσα της γιαγιάς, αλλά άγνωστη για εμένα. Οξύμωρο, αν σκεφτεί κανείς ότι την έβλεπα συχνά. Αλήθεια ήμουν τόσο βυθισμένη στη σκέψη μου που δεν κοίταξα αυτό καθεαυτό το πρόσωπό της. Καθόμουν κοντά, όμως, πόσο έχουμε αποξενωθεί οι άνθρωποι σήμερα… Γι’ αυτό το βλέμμα της ήταν απλανές, ίσως γι’ αυτό διακόπηκε η μουσική πορεία της στη Βιέννη…
Μα με πόση αγάπη και κατανόηση μας αντιμετωπίζουν αυτά τα άτομα; Αυτοί μας «κοιτούν» κατάματα, ενώ εμείς το πολύ πολύ λοξά… φευγαλέα… Εκείνοι ζουν με απλότητα, ενώ εμείς κατακρίνουμε την κάθετους κίνηση, την κάθε τους αδυναμία… Η κ. Αυγή μου απάντησε ήρεμα, φυσικά, με κατανόηση στην περιέργειά μου, φαντάσου πόσο συνηθισμένο της είναι να απολογείται… Της μίλησα σαν ξένη, δεν της μίλησα φιλικά. Δεν της έκανα παρέα μέχρι να φύγει, αντίθετα βρήκα έναν άνθρωπο να συλλογιστώ για τη ζωή του και έχασα τη στιγμή, έχασα την ουσία, έχασα την καλή πράξη, έχασα το φως, τυφλώθηκα…ένας άλλος Οιδίποδας, μία σύγχρονη τραγωδία…
«Θα ήταν ωραία να φαίνονταν τα αστέρια!»… δεν το είπε για την ίδια γιατί ποτέ της δεν τα είδε… το είπε για εμένα που βλέπω, να σηκώσω τα μάτια και αντί να σκέφτομαι κακόβουλα γι’ αυτήν, να θαυμάσω τον έναστρο ουρανό… να ψάξω για αστέρια, να ζήσω, όπως ζει αυτή, ελεύθερα δηλαδή, να σηκώνω τα μάτια και να ψάχνω για κανένα αστέρι, όπως αυτή στήνει το αυτί
και ψάχνει για κάποιον ήχο… Ξάφνου ακούγονται βήματα πάνω στο χιόνι και από πίσω μου μια παιδική φωνή να λέει:
– Μαμά τι κάνει αυτή η κοπέλα μόνη της σε ένα παγκάκι ενώ χιονίζει? Τρελή είναι;
Λέω από έξω μου αυτήν τη φόρα…
– Ναι είναι τρελή που κάθεται χωρίς λόγο σε ένα παγκάκι, ο λόγος της πριν από λίγο έφυγε… τώρα απλώς ψάχνει αστέρια στον ουρανό, αν και υπάρχει νέφος στην πόλη… είχε ένα αστέρι δίπλα της και αυτό έφυγε, τώρα της έμεινε να ψάχνει τα αστέρια του ουρανού με εμπόδιο το νέφος και με την ελπίδα ότι την επομένη φορά που θα συναντήσει ένα αστέρι επί της γης θα το κοιτάξει κατάματα…!
“Λέντσε”
* Tο παρόν έργο ανήκει στον δημιουργό του και διαθέτει πνευματικά δικαιώματα.