Η Δυτική Μακεδονία στο στόχαστρο μιας νέας περιβαλλοντικής καταδίκης
Η διαχείριση των απορριμμάτων στην Ελλάδα δεν είναι απλώς ένα τεχνικό ζήτημα. Είναι καθρέφτης μιας πολιτειακής παθογένειας. Η ανακύκλωση, αντί να αναπτυχθεί ως συλλογική άσκηση ευθύνης, υποβιβάστηκε σε σκηνοθετημένη εικονικότητα, ώστε η αποτυχία της να καταστεί εργαλείο στα χέρια των πολιτικών ιθυνόντων. Δεν πρόκειται για τυχαία αδυναμία. Πρόκειται για επινοημένη αχρήστευση, προϋπόθεση για να εμφανιστεί η καύση ως μοναδική διέξοδος.
Η καύση, όμως, δεν συνιστά πρόοδο. Είναι μια μορφή ύστερης βαρβαρότητας, ένα τεχνολογικό κατασκεύασμα που αντιστρατεύεται την ίδια την αρχή της κυκλικής οικονομίας. Στηρίζεται στην τεχνητή στείρωση της ανακύκλωσης, προϋποθέτει την εκτροπή υλικών που θα όφειλαν να επιστρέφουν στον κοινωνικό κύκλο και όχι να μετατρέπονται σε καύσιμη ύλη. Είναι ο θρίαμβος μιας προγραμματισμένης σπατάλης.
Όταν η κυβέρνηση επικαλείται «ευρωπαϊκές πρακτικές», επιδίδεται σε σκόπιμη παραποίηση. Στον ευρωπαϊκό χώρο η καύση λειτουργεί ως έσχατη επιλογή, μετά από αυστηρή διαλογή και επαναχρησιμοποίηση. Στην Ελλάδα, αντιθέτως, ανυψώνεται σε κορωνίδα στρατηγικής, μεταβάλλοντας το περιθώριο σε δόγμα. Είναι μια παρωδία ευθυγράμμισης, μια ύβρις απέναντι σε κάθε έννοια βιωσιμότητας.
Το περιβαλλοντικό κόστος είναι ανυπολόγιστο: διοξίνες, μικροσωματίδια, τέφρες φορτισμένες με βαρέα μέταλλα. Μια οικολογική νέμεσις που θα βαραίνει τις τοπικές κοινωνίες για δεκαετίες. Ωφελημένοι, όμως, δεν είναι οι πολίτες, αλλά οι εργοληπτικές ελίτ, που μετατρέπουν τη δημόσια πολιτική σε ιδιωτική λαφυραγώγηση.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι μονάδες αυτές προορίζονται για περιοχές ήδη ιστορικά βεβαρημένες. Κοινωνίες που υπέστησαν τη λιγνιτική λεηλασία και τώρα καλούνται να επωμιστούν μια νέα περιβαλλοντική καταδίκη. Η ιστορική μνήμη και η τοπική αξιοπρέπεια θυσιάζονται στον βωμό μιας επίπλαστης ανάπτυξης.
Η τραγωδία γίνεται ακόμη πιο απτή στη Δυτική Μακεδονία. Η περιοχή που για δεκαετίες υπήρξε η «ενεργειακή καρδιά» της χώρας, αφού βίωσε τη βίαιη απολιγνιτοποίηση και την ακύρωση των υποσχέσεων για δίκαιη μετάβαση, καλείται τώρα να μετατραπεί σε τόπο καύσης απορριμμάτων από τη μισή Ελλάδα. Σύμφωνα με τη μελέτη που τέθηκε σε διαβούλευση, έως το 2054 θα καταλήγουν στην Κοζάνη εκατοντάδες χιλιάδες τόνοι κάθε χρόνο. Επτά έως εννέα εκατομμύρια τόνοι συνολικά.
Έτσι, μια Περιφέρεια που αντιπροσωπεύει μόλις το 2,5% του πληθυσμού, καλείται να επωμιστεί βάρη ανάλογα με εκείνα της Αττικής, όπου ζει το 40% της χώρας. Πρόκειται για κραυγαλέα αδικία, για μια νέα μορφή περιβαλλοντικής αποικιοποίησης, που παρακάμπτει την Τοπική Αυτοδιοίκηση και θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Η Δυτική Μακεδονία, η μόνη Περιφέρεια που διαχειρίστηκε τα απορρίμματα της με ευρωπαϊκά πρότυπα, «τιμωρείται» με μια επιβολή που μυρίζει καμένο πλαστικό και απελπισία.
Εάν η καύση βαπτίζεται «πράσινη πολιτική», τότε δεν έχουμε να κάνουμε με οραματισμό, αλλά με σημασιολογική διαστροφή. Είναι η μεταμφίεση μιας βιομηχανικής βαρβαρότητας σε «πρόοδο». Κι όσο η εξουσία εξακολουθεί να δρα ως επιμελητής των εργολάβων και όχι ως θεματοφύλακας του κοινού αγαθού, η κοινωνία δεν οδεύει προς τη βιωσιμότητα, αλλά προς μια προδιαγεγραμμένη οικολογική ερημία.
Δεν μας μένει άλλος δρόμος παρά να σταθούμε όρθιοι. Η Δυτική Μακεδονία δεν είναι τόπος για να θυσιαστεί ξανά, είναι η γη που μας γέννησε, που ποτίστηκε με τον ιδρώτα και τα όνειρα των ανθρώπων της. Δεν μπορούμε να την παραδώσουμε στις φλόγες της αδικίας. Καλούμε κάθε πολίτη, κάθε μέλος του συλλόγου, κάθε άνθρωπο που νοιάζεται, να δώσει το «παρών» στο συλλαλητήριο της Παρασκευής 5 Σεπτεμβρίου, στις 19:00, στην Κεντρική Πλατεία της Κοζάνης. Να γίνουμε φωνή που δεν θα φιμωθεί, τείχος απέναντι στην αυθαιρεσία.
Το Διοικητικό Συμβούλιο