- Νέα Φλώρινα - https://neaflorina.gr -

Ψυχογενής Ανορεξία: Από το «γιατί» στο «τι κάνουμε»

Θωμάς Λ. Παλικρούσης
Ψυχολόγος & Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, MSc, PhD(c)

 

Κάθε ιστορία ψυχογενούς ανορεξίας είναι διαφορετική, αλλά το νήμα είναι κοινό: δεν ευθύνεται ένα άτομο ή μία πράξη, αλλά ένα βιο-ψυχο-κοινωνικό μωσαϊκό—ευαλωτότητα, τελειοθηρία, στρες και μια κουλτούρα που υψώνει τη λεπτότητα σε αξία. Όταν όλα μοιάζουν εκτός ελέγχου, ο έλεγχος του φαγητού υπόσχεται τάξη· σύντομα όμως η υπόσχεση γίνεται παγίδα.

Στις γραμμές που ακολουθούν, η ενοχοποίηση αφήνεται στην άκρη και εξετάζονται καθαρά τα «γιατί», χωρίς αναζήτηση φταιξίματος και, κυρίως, το «τι μπορεί να γίνει»: σωματική ασφάλεια, επανασίτιση, ενεργός ρόλος της οικογένειας (FBT/Maudsley), ψυχοθεραπεία εστιασμένη στις διαταραχές πρόσληψης τροφής (CBT-E) και συνεργασία ειδικών. Υπάρχει σχέδιο· υπάρχει ελπίδα.

Γιατί συμβαίνει;

Παλαιότερες προσεγγίσεις περιέγραφαν «παθολογικές» οικογενειακές αλληλεπιδράσεις (π.χ. υπερβολική εγγύτητα, θολά όρια) και άφηναν ενοχές χωρίς όφελος. Σήμερα είναι σαφές ότι μέσα στην οικογένεια είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακριθεί τι αποτελεί αιτία και τι συνέπεια της διαταραχής. Η σύγχρονη, αγνωστικιστική στάση δεν ενοχοποιεί τους γονείς—τους επιστρατεύει. Στο μοντέλο Maudsley οι γονείς εκπαιδεύονται και συμμετέχουν ενεργά στην επανασίτιση και τη στήριξη του/της εφήβου, ως ο σημαντικότερος σύμμαχος της ανάρρωσης.

Παράλληλα, η σύγχρονη γνωστική-συμπεριφορική θεώρηση (μεταξύ άλλων από τον Christopher Fairburn, πρωτοπόρο στη θεραπεία διαταραχών πρόσληψης τροφής) τονίζει ότι η έντονη ανάγκη ελέγχου του φαγητού μπορεί να εξελιχθεί σε βασικό μηχανισμό διατήρησης της διαταραχής—ιδίως όταν «κουμπώνει» στην υπεραξιολόγηση σχήματος και βάρους.

Όσο για τα «γιατί»: δεν υπάρχει μία αιτία, αλλά μίγμα παραγόντων. Βιολογική/γενετική ευαλωτότητα, ψυχολογικά χαρακτηριστικά (τελειομανία, ανάγκη για έλεγχο, δυσκολία ρύθμισης έντονων συναισθημάτων) και το οικογενειακό/πολιτισμικό περιβάλλον συνθέτουν το υπόστρωμα. Πάνω σε αυτό, τραυματικές εμπειρίες—ιδίως η σεξουαλική κακοποίηση, αλλά και πρώιμη απώλεια ή σοβαρή ασθένεια οικείου—αυξάνουν την ευαλωτότητα. Δεν αποτελούν από μόνες τους αιτία και, φυσικά, δεν βαραίνουν ποτέ το θύμα.

Οι αιτιολογικοί παράγοντες συνδυάζονται με διαφορετικούς τρόπους από άτομο σε άτομο και μπορεί να οδηγήσουν σε διαταραχή πρόσληψης τροφής. Άλλο οι αιτίες, άλλο οι εκλυτικοί παράγοντες: οι δεύτεροι είναι τα «σπρωξίματα» που ενεργοποιούν το πρόβλημα πάνω στο υπόστρωμα—και εδώ η δίαιτα εμφανίζεται σταθερά ως πρώιμος σπινθήρας· ξεκινά «αθώα», γίνεται κανόνας, κατόπιν παγίδα.

Η έναρξη παρατηρείται συχνά σε περιόδους αλλαγής (νέο σχολείο, οικογενειακές ανακατατάξεις, ορμονικές/σωματικές αλλαγές της εφηβείας): όταν όλα μοιάζουν εκτός ελέγχου, ο έλεγχος του φαγητού δίνει μια ψευδαίσθηση τάξης—μέχρι που η διαταραχή παίρνει το τιμόνι. Η λεπτότητα επίσης «δένει» με την αυτοεκτίμηση: ειδικά σε άτομα με αμφιβολίες για την αξία τους, το «αν αδυνατίσω, θα νιώσω καλύτερα» γίνεται πυξίδα. Και, όπως επισημαίνει το μοντέλο του Fairburn, μια υποομάδα ασθενών έχει μειωμένη αντοχή στο στρες· στρέφεται σε υπερ-περιορισμό, υπερφαγία/κάθαρση ή υπερβολική άσκηση για να ρυθμίσει το εσωτερικό βάρος.

Ζούμε σε μια κουλτούρα που αποθεώνει τη λεπτότητα και τιμωρεί το «ατέλειο» σώμα—κι αυτό αυξάνει την τριβή: πειράγματα συνομηλίκων, δυσκολία επικοινωνίας στο σπίτι, «μαθήματα» περιοριστικής διατροφής από σημαντικούς άλλους, αλλά και περιβάλλοντα με έμφαση στην εικόνα/επίδοση (χορός, αθλητισμός, μόντελινγκ, απαιτητικές σπουδές υγείας).

Όμως τις ίδιες πιέσεις τις βιώνουν πολλοί και λίγοι αναπτύσσουν ψυχογενή ανορεξία: κανένας παράγοντας μόνος του δεν αρκεί. Πρόκειται για βιο-ψυχο-κοινωνικό μωσαϊκό, διαφορετικούς δρόμους που οδηγούν στο ίδιο σύμπτωμα. Και το μήνυμα προς τις οικογένειες παραμένει καθαρό και πρακτικό: δεν είναι η αιτία—μπορούν να γίνουν μεγάλο μέρος της λύσης, όπως φαίνεται και στην ενότητα για τη θεραπεία.

Θεραπεία που δουλεύει

Η φροντίδα ξεκινά από κάτι απλό και δύσκολο μαζί: ασφάλεια. Πρώτα σταθεροποιείται το σώμα—με ιατρική εκτίμηση, συχνή παρακολούθηση και «φρένο» στην έντονη άσκηση—διότι ο παρατεταμένος υποσιτισμός δεν είναι απλώς σύμπτωμα, είναι κίνδυνος. Όταν απαιτείται, η φροντίδα γίνεται νοσοκομειακή. Η επανασίτιση δεν είναι αγώνας ταχύτητας· αποτελεί προσεκτική, σταδιακή διαδικασία, ώστε να αποφευχθούν επιπλοκές όπως το σύνδρομο επανασίτισης. Στόχος δεν είναι ένα νούμερο στη ζυγαριά, αλλά η επιστροφή της ζωτικότητας: ενέργεια, συγκέντρωση, ορμονική ισορροπία, αντοχή.

Η βιβλιογραφία δεν αναδεικνύει μία «μαγική» ψυχοθεραπεία για την ψυχογενή ανορεξία· η διαφορά προκύπτει από στοχευμένη, συνεπή εργασία στον πυρήνα του προβλήματος και από θεραπευτική σχέση χωρίς κριτική, με σαφή όρια και άνευ όρων αποδοχή. Στους εφήβους, η οικογένεια δεν καλείται στο εδώλιο· καλείται στη γραμμή εκκίνησης.

Στις προσεγγίσεις τύπου Maudsley (FBT) η διαταραχή «εξωτερικεύεται» («το πρόβλημα είναι η ψυχογενής ανορεξία, όχι ο/η έφηβος») και οι γονείς επιστρατεύονται ως βασικοί σύμμαχοι στην επανασίτιση: σταθερά γεύματα, κοινή γραμμή, χωρίς παζάρια και χωρίς κριτική, μέχρι να είναι ασφαλής η σταδιακή επιστροφή του ελέγχου στον/στην έφηβο. Τα πρακτικά μέτρα είναι προσωρινά· ο σεβασμός, μόνιμος.

Για μεγαλύτερους εφήβους και ενήλικες, το μοντέλο της ενισχυμένης Γνωστικής Συμπεριφορικής Θεραπείας (CBT-E) του Christopher Fairburn—πρωτοπόρου στην ανάπτυξη θεραπευτικών προσεγγίσεων για τις διαταραχές πρόσληψης τροφής—παρέχει καθαρή δομή και στόχευση σε ό,τι συντηρεί σήμερα το πρόβλημα. Στην πράξη τίθενται ως «σταθεροποιητές» ο σταθερός ρυθμός γευμάτων και η ζύγιση εντός συνεδρίας, σε μια χρονικά οριοθετημένη πορεία συνήθως περίπου 20 συνεδριών/20 εβδομάδων, με προγραμματισμένη επανεξέταση στους πέντε μήνες.

Παράλληλα, στοχεύεται η υπερ-αξιολόγηση σχήματος/βάρους ώστε να πάψει να ορίζει την αυτοεκτίμηση, χαλαρώνεται η περιοριστική δίαιτα και οι άκαμπτοι «κανόνες» που εγκλωβίζουν, καλλιεργούνται τρόποι αντοχής σε δύσκολα συναισθήματα και γεγονότα χωρίς καταφυγή στον έλεγχο του φαγητού, και εργασία γίνεται στην τελειομανία και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση όταν «σκληραίνουν» τον φαύλο κύκλο. Περιλαμβάνονται επίσης στοχευμένες παρεμβάσεις στη συχνή παρακολούθηση/σύγκριση του σώματος (body checking) και στη χρήση καθρέφτη, που τροφοδοτούν τη δυσαρέσκεια.

Κατά κανόνα εφαρμόζεται η «εστιασμένη» εκδοχή· όταν συνυπάρχουν έντονη κλινική τελειομανία, πυρηνική χαμηλή αυτοεκτίμηση, δυσανεξία στο συναίσθημα ή σημαντικές διαπροσωπικές δυσκολίες, προστίθενται στοχευμένες ενότητες («διευρυμένη» CBT-E). Σε σημαντική υποβαρότητα, η πορεία παρατείνεται (έως περίπου 40 συνεδρίες), με προτεραιότητα την ασφαλή ανάκτηση βάρους και στενή ιατρική επιτήρηση. Όλα τα παραπάνω αποτελούν δομικά στοιχεία του μοντέλου Fairburn.

Χρήσιμο είναι, επίσης, να εντάσσονται μερικές απλές αλλά καίριες δεξιότητες που περιγράφει ο David M. Garner (αυθεντία στην ψυχογενή ανορεξία): επίλυση προβλήματος πάνω σε πραγματικά επεισόδια της εβδομάδας (τι άλλο θα μπορούσε να γίνει· τι θα βελτίωνε έστω κατά 10% την έκβαση), γνωστική αναδόμηση με μικρά βήματα—εντοπισμός σκέψης, ζύγισμα τεκμηρίων υπέρ/κατά, λειτουργικό συμπέρασμα και δοκιμή μικρής διαφορετικής πράξης—και στοχευμένη έκθεση σε ερεθίσματα σώματος/τροφής (π.χ. καθρέφτης με καθοδήγηση, άρση «τεστ» ρούχων, σταδιακή εμφάνιση του σώματος) σε συνδυασμό με επεξεργασία των σκέψεων που αναδύονται. Αυτές οι πρακτικές γειώνουν τη θεραπεία στην καθημερινότητα και στηρίζουν την αλλαγή πέρα από το γραφείο.

Η αμφιθυμία θεωρείται αναμενόμενη και ονομάζεται ρητά. Για πολλούς/ές, η διαταραχή νιώθεται «δική τους», σχεδόν μέρος της ταυτότητας· στην αρχή η αλλαγή μπορεί να αυξήσει το άγχος—συχνά μοιάζει να χειροτερεύουν πράγματα πριν καλυτερέψουν. Από την πρώτη συνεδρία, η θεραπεία εξοπλίζει με μικρά βήματα, αντοχή στη βραχυπρόθεσμη δυσφορία και διαρκή υπενθύμιση των μακροπρόθεσμων στόχων («περισσότερη ζωή, όχι απλώς κιλά»).

Χρήσιμο είναι ένα σύντομο, γραπτό «σχέδιο συντήρησης» για μετά την εντατική φάση: ποια σημάδια προειδοποιούν, τι γίνεται τη «δύσκολη μέρα», πώς επανέρχονται έγκαιρα ο ρυθμός γευμάτων και η αυτοπαρακολούθηση πριν ενεργοποιηθεί ο φαύλος κύκλος.

Η ομάδα φροντίδας λειτουργεί ενιαία: ειδικός ψυχικής υγείας, διαιτολόγος με εμπειρία στις διαταραχές πρόσληψης τροφής και ιατρός/ψυχίατρος για τις ιατρικές παραμέτρους και τις συννοσηρότητες. Η επικοινωνία με σχολείο/εργασία/προπονητές γίνεται με ρεαλισμό: προσωρινές προσαρμογές για να στηριχθεί η ανάρρωση, χωρίς να καλλιεργείται η απομόνωση.

Το θεραπευτικό στυλ παραμένει συνεργατικός εμπειρισμός: καθαρή δομή, σαφής ατζέντα, συστηματική αυτοπαρακολούθηση (τα δελτία φαγητού/συμπεριφορών συζητούνται συγκεκριμένα) και σταθερή ενσυναίσθηση—όχι αντιπαραθετικές «διαλέξεις», αλλά κοινή διερεύνηση και μικρές δοκιμές στην πράξη.

Κάτι που συχνά κρίνει την έκβαση είναι ο τρόπος που γίνεται ο λόγος. Η κριτική και οι ενοχές ραγίζουν τη συμμαχία και αυξάνουν τις αποχωρήσεις από τη θεραπεία· η ήρεμη επιμονή, η συνέπεια και η συνεργατική στάση τη δυναμώνουν. Όταν η φροντίδα περιορίζεται στο βάρος και αγνοεί το νόημα, οι άνθρωποι νιώθουν ότι χάνουν τον έλεγχο και αποσύρονται. Όταν συνδέει τη θρέψη με τις αξίες και καλλιεργεί δεξιότητες, οι άνθρωποι μένουν—και προχωρούν.

Η πορεία δεν είναι γραμμική. Κάποιοι/ες θα χρειαστούν περισσότερους κύκλους φροντίδας ή πιο εντατική στήριξη. Ωστόσο, όσο νωρίτερα ξεκινά η θεραπεία, τόσο καλύτερα τα αποτελέσματα. Η ψυχογενής ανορεξία είναι δύσκολη, όχι ανίκητη: με ιατρική ασφάλεια, επανασίτιση, ενεργό οικογενειακό ρόλο και στοχευμένη ψυχοθεραπεία, ο δρόμος ανοίγει. Υπάρχει σχέδιο· υπάρχει ελπίδα.

Δίπλα με τρόπο που βοηθά — και πότε ζητάμε βοήθεια;

Όταν ένας άνθρωπος παλεύει με ψυχογενή ανορεξία, η πιο δυνατή πράξη είναι η ήρεμη, σταθερή παρουσία. Μιλήστε με σεβασμό, όχι με κριτική· δώστε χώρο στην αμφιθυμία και προτείνετε μικρά, ρεαλιστικά βήματα. Η σχέση—όπως τονίζουν ο Fairburn και ο Garner—γίνεται το «δοχείο» της αλλαγής: σταθερότητα, σαφή όρια, άνευ όρων αποδοχή.

Τι βοηθά (γονείς/φίλοι/εκπαιδευτικοί):

Κρατήστε σταθερούς, προβλέψιμους ρυθμούς και ενθαρρύνετε κανονικότητα στα γεύματα· η «κανονική σίτιση» είναι θεμέλιο στις γνωστικές-συμπεριφορικές προσεγγίσεις των διαταραχών πρόσληψης τροφής. Μιλήστε περιγραφικά, χωρίς ενοχοποίηση, και δουλέψτε με μικρά, χειροπιαστά βήματα (π.χ. από κοινού σχεδιασμός της επόμενης ημέρας), όπως προτείνει η συνεργατική, δομημένη στάση του Garner. Κρατήστε την εστίαση στην αξία του ανθρώπου, όχι στους αριθμούς· η πρόοδος δεν είναι μόνο κιλά. Παράλληλα, μειώστε τους «ελέγχους σώματος» (body checking) και τις συγκρίσεις που τροφοδοτούν την ανησυχία για σχήμα/βάρος—σημεία που ο Fairburn αναδεικνύει ως κρίσιμα για να αποδυναμωθεί ο φαύλος κύκλος. Σε νεαρότερες ηλικίες, διατηρήστε κοινή γραμμή στο σπίτι και επικοινωνία σχολείου–οικογένειας ώστε να μειώνονται οι διαπροσωπικές τριβές που συντηρούν τη διαταραχή.

Τι να αποφεύγετε:

Αποφύγετε κριτική, «διαλέξεις» και σχόλια για σώματα ή αριθμούς που ενισχύουν την υπεραξιολόγηση σχήματος/βάρους. Μετακινήστε την έμφαση από το «ποιος φταίει» στο «τι διατηρεί το πρόβλημα και πώς αλλάζει», μέσα από συνεργατική διερεύνηση και πρακτικές δοκιμές. Αποφύγετε επίσης τελετουργικά ελέγχου (καθρέφτες/«τεστ» ρούχων), καθώς συνδέονται με αύξηση της δυσφορίας για το σώμα.

Πότε να ζητήσετε βοήθεια:

Ζητήστε επαγγελματική εκτίμηση νωρίς και συνδεθείτε με ομάδα που γνωρίζει από διαταραχές πρόσληψης τροφής (ψυχικής υγείας–διαιτολογίας–ιατρικής). Οι παρεμβάσεις που στοχεύουν τους μηχανισμούς συντήρησης (όπως περιγράφει ο Fairburn) και εφαρμόζονται με συνεργατικό, δομημένο τρόπο (όπως υπογραμμίζει ο Garner) αλλάζουν την πορεία. Σε επιβάρυνση ή υποσιτισμό, προτάσσεται η ιατρική παρακολούθηση και στενότερη φροντίδα.

Αν κάποιος/κάποια αναγνωρίζει τον εαυτό του/της —ή ένα αγαπημένο πρόσωπο— σε αυτές τις γραμμές, δεν είναι μόνος/η. Το πρώτο βήμα είναι η άμεση αναζήτηση ιατρικής βοήθειας. Η έγκαιρη υποστήριξη αλλάζει την πορεία· υπάρχει θεραπεία και ελπίδα.

 

Πηγή: psychologynow.gr