Το πρώτο κουδούνι σήμανε, άλλη μια νέα σχολική χρονιά ξεκίνησε με χιλιάδες κενά. Μια μαύρη τρύπα που δεν τη γέννησαν ούτε οι εγκυμοσύνες, ούτε οι άδειες ανατροφής τέκνων των εκπαιδευτικών, όπως ξεδιάντροπα προσπάθησε να «πετάξει» την ευθύνη η υπουργός και το προσωπικό της, τα «παπαγαλάκια» της στα ΜΜΕ. Υπεύθυνη είναι η πολιτική που μετράει τις ανάγκες των παιδιών μας με το κομπιουτεράκι του «κόστους για το κράτος».
Όσο ανεχόμαστε αυτή την κατάσταση, το θράσος τους ξεπερνάει κάθε προηγούμενο. Φέτος σηκώνουν το δάχτυλο στις εγκύους και στους γονείς εκπαιδευτικούς. Παρουσιάζουν τη μητρότητα και την πατρότητα σαν πολυτέλεια, ρίχνοντας την ευθύνη για τα κενά στα σχολεία στους γονείς εκπαιδευτικούς που λαμβάνουν νόμιμη άδεια ανατροφής τέκνων. Μια άδεια που αυτή δικαιούνται μόνο οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί, ενώ οι αναπληρωτές και αναπληρώτριες παίρνουν μόνο 3-5 μήνες, γιατί φαίνεται τα παιδιά τους μεγαλώνουν πιο γρήγορα και δεν την χρειάζονται!
Ήδη από το καλοκαίρι ήταν γνωστό ότι το ΥΠΑΙΘΑ καθυστέρησε να ανοίξει τους πίνακες του ΑΣΕΠ, δημιούργησε χάος με τις μεταθέσεις και τις αποσπάσεις, ενώ συνέχισε στη ρότα των περικοπών με τη λογική ότι οι ανάγκες της εκπαίδευσης είναι «κόστος». Ως αποτέλεσμα, έχουμε πάνω από δέκα χιλιάδες κενά στην πρωτοβάθμια, με τεράστιες ελλείψεις σε ολοήμερα, παράλληλη στήριξη, ειδικότητες, ακόμα και σε βασικές τάξεις δημοτικών και νηπιαγωγείων. Πρόκειται για υποκρισία χωρίς όρια, όταν η ίδια η κυβέρνηση που «κόπτεται» για το δημογραφικό, διαφημίζει τα «μέτρα-μη μέτρα» που εξήγγειλε και συγχρόνως χαρακτηρίζει «πρόβλημα» τις άδειες ανατροφής, που μέσω των ΜΜΕ της ελέγχει ως «τεμπέληδες» τους εκπαιδευτικούς που τόλμησαν να αξιοποιήσουν τις γονικές άδειες που με αγώνες έχουν κατακτηθεί.
Η αρχή της σχολικής χρονιάς βρίσκει τις λαϊκές οικογένειες σε διαρκή αιμορραγία του οικογενειακού εισοδήματος τους. Εκεί έρχεται να προστεθεί και η σχολική λίστα που από γραφική ύλη και σχολικά επεκτείνεται κάθε χρόνο με καθαριστικά και άλλα υλικά απαραίτητα για τη λειτουργία του σχολείου, έως και με είδη για τον εξοπλισμό της τάξης.
Σε αυτά, προστίθενται τα φροντιστήρια, τα κέντρα μελέτης που καλύπτουν τα κενά των ολοήμερων, οι αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες που έχουν πεταχτεί κατά πλειοψηφία έξω από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Η μόρφωση των παιδιών μας έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα που πωλείται σε πανάκριβες τιμές.
Η συνειδητή επιλογή του κράτους για υποβάθμιση και εμπορευματοποίηση της δημόσιας παιδείας δεν περιορίζεται μόνο στην εγκατάλειψη των υλικοτεχνικών υποδομών και του απαραίτητου εξοπλισμού ενός σχολείου για τη λειτουργία. Συνεχίζεται η διαχρονική «κανονικότητα» που περιλαμβάνει τις συγχωνεύσεις, τις δεξιότητες, την κατηγοριοποίηση των σχολείων, που δυσκολεύει όλο και περισσότερο το παιδαγωγικό έργο στα δημόσια σχολεία και στερεί από τα παιδιά τη δυνατότητα ομαλής κοινωνικοποίησης και την ολόπλευρη μόρφωση που έχουν ανάγκη.
Στην ειδική αγωγή, μέσα στο κατακαλόκαιρο επιβάλλουν με νόμο τη μία παράλληλη στήριξη ανά τμήμα (με 25 και 27 μαθητές) και το ένα τμήμα ένταξης ανά σχολείο, ενώ οι γονείς καλούνται να επιλέξουν αν το παιδί τους θα έχει παράλληλη στήριξη ή σχολικό νοσηλευτή.
Η παραπάνω εικόνα δεν είναι αποτέλεσμα κακής οργάνωσης. Είναι το απόσπασμα μιας στρατηγικής που υποτάσσει τη μόρφωση στις ανάγκες της αγοράς. Είναι αυτό που συμβαίνει όταν οι ανάγκες μας μπαίνουν σε τιμοκατάλογο. Το «σύγχρονο ψηφιακό σχολείο» της κυβέρνησης, είναι το πιο σύντομο ανέκδοτο. Ένα σχολείο χωρίς δασκάλους, ψυχολόγους, υποδομές, που αντί να μορφώνει προσφέρει δεξιότητες με ημερομηνία λήξης και τις σάπιες «αξίες» του συστήματος της εκμετάλλευσης, τον ανταγωνισμό, τον ατομισμό και το «πατάω επί πτωμάτων».
Εμείς οι μανάδες, οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές ήδη υψώνουμε φωνή διεκδίκησης. Για μόνιμους διορισμούς, στο ύψος των πραγματικών αναγκών, για μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη, για ασφαλή και σύγχρονα κτίρια, για ολόπλευρη στήριξη της ειδικής αγωγής, για σχολεία που θα μορφώνουν ολόπλευρα αντί να αναπαράγουν ανισότητες.
Γιατί το σχολείο που έχουν ανάγκη τα παιδιά μας σήμερα, δεν είναι αυτό της «ευελιξίας» και των περικοπών. Είναι το σχολείο που θα αξιοποιεί τις τεράστιες δυνατότητες της εποχής, θα καλλιεργεί τη γνώση και την κριτική σκέψη, θα δίνει χώρο στη δημιουργία, στη συλλογικότητα και στην αλληλεγγύη. Ένα σχολείο που δε θα αξιολογεί τη μόρφωση ως «κόστος», αλλά ως «επένδυση» στα όνειρα και τις δυνατότητες κάθε παιδιού.
Σύλλογος Γυναικών Φλώρινας
(από το περιοδικό της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας, τεύχος 3/2025)