- Νέα Φλώρινα - https://neaflorina.gr -

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες, κάλαντα Χριστουγέννων και Φώτων από το χωριό Καβακλί Ανατολικής Θράκης

Θα δημοσιεύσω  δύο θρακιώτικες χριστουγεννιάτικες ιστορίες και θρακιώτικα κάλαντα των Χριστουγέννων και των Φώτων όπως αυτά λεγόταν στο χωριό από το οποίο ήρθαμε ως πρόσφυγες, τα παρακάτω στοιχεία μου τα έδωσε η συγχωριανή μου κ.Αναστασία Βαϊτσάκη την οποία θα πρέπει να ευχαριστήσω πολύ!!

Το χωριό μας είναι το Καβακλί Ανατολικής Θράκης και βρίσκεται περίπου απέναντι από την πόλη Σουφλί του Ν. Έβρου στην περιοχή Μακρά Γέφυρα (Uzun Kiopru) από το οποίο οι παππούδες μας έφυγαν με την ανταλλαγή πληθυσμών και ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο σημερινό μας χωριό Άνω Κλεινές του Ν. Φλώρινας το 1923.

 

Η Μάρω κι τα καρκαντζιέλια

Ξημέρουνε Χριστούγεννα και στα σπίτια οι δουλειές ήταν πολλές, οι νοικοκυρές χρειαζόταν άφθονο νερό, στα σπίτια όμως βρύσες δεν υπήρχαν και οι βρύσες και τα πηγάδια ήταν στην πλατεία του χωριού ή έξω από το χωριό.

Εκείνο, λοιπόν, το βράδυ το νερό στο σπίτι της Μάρως, μιας όμορφης κοπέλας, είχε σωθεί και η μάνα της την έστειλε να φέρει νερό από το πηγάδι όπου ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι.

Έφτασε η Μάρω στο πηγάδι με τη στάμνα της κοντά στα μεσάνυχτα κι έριξε τον κουβά, για να βγάλει νερό. Ξαφνικά ολόγυρά της ξεπετάχτηκαν ένα σωρό καρκαντζιέλια κι άρχισαν να την τραβούν από τα χέρια και τα ρούχα.

-΄Ελα Μάρω να χουρέψουμι, έλα Μάρω να χουρέψουμι.

Η Μάρω πιάστηκε στο χορό τους. Αφού χόρεψαν, πήδησαν, άρχισαν να φωνάζουν:

-Μάρω θα σι κάνουμι νύφ’.

-Μάρω θα σι κάνουμι νύφ’.

Η Μάρω ήξερε ότι σκοπός τους στο τέλος ήταν να τη ρίξουν μέσα στο πηγάδι, αφού έκανε την αποκοτιά να πάει νύχτα για νερό.

Έξυπνη όμως καθώς ήταν, αποφάσισε να πάει με τα νερά τους, σκοπεύοντας να τους καθυστερήσει, όσο να λαλήσουν τα κοκόρια. Γι’ αυτό δέχτηκε να την κάνουν νύφη.

-Να μι κάντι νύφ’, αλλά θέλου κινούργιου π’κάμ’ σου.

Έτρεξαν τα καρκαντζιέλια κι έφεραν ένα ωραίο κεντημένο καινούργιο πουκάμισο.

-Μμμ!! Η νύφ’ θέλ’ κι αλβαλούδ’νου ντουλαμά(κόκκινο μάλλινο υφαντό κεντημένο αμάνικο επανωφόρι)

Πάλι τα καρκαντζιέλια έτρεξαν, έψαξαν και βρήκαν το ντουλαμά που ζήτησε η Μάρω.

-Η νύφ’ θέλ’ κι γιομάτ’ πουδιά (ποδιά ολόκληρη κεντημένη).

-Η νύφ’ θέλ’ κι αρμάθα μι φλουριά.

-Η νύφ’ θέλ’ κι αραμπά.

Και οι επιθυμίες της Μάρως δεν είχαν τελειωμό και τα καρκαντζιέλια μπροστά στη χαρά να την ρίξουν στο πηγάδι τσακίζονταν να εκπληρώσουν κάθε της επιθυμία.

Όταν κι ο αραμπάς ήταν έτοιμος, στολισμένος με δυο δυνατά βόδια ζεμένα, έβαλαν τη Μάρω πάνω και χορεύοντας ξεκίνησαν για το πηγάδι. Οι φωνές και τα χοροπηδητά τους χαλούσαν τον κόσμο. Έφτασαν τελικά στο πηγάδι και κατέβασαν τη Μάρω από τον αραμπά, εκείνη την ώρα όμως ακούστηκε το λάλημα του πρώτου κόκορα κι αμέσως απ’ όλα τα κοτέτσια του χωριού έφτασε η απάντηση και έτρεξαν να κρυφτούν στις τρύπες τους βαθιά μέσα στη γη.

Γύρισε τότε η Μάρω στολισμένη μ’ όλα τα δώρα των καλλικαντζάρων  ξημερώματα στο σπίτι της.

Κι έζησε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα!!

Και στο γάμο της φόρεσε όλα τα δώρα των καλλικάντζάρων. Δεν ξαναβγήκε όμως άλλη φορά νύχτα για νερό!!

 

Ο Μυλωνάς και ο Καρκάντζαλος

Ένας μυλωνάς είχε ν’ αλέσει πολλά αλέσματα, σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι κι έμεινε στο μύλο του εκείνο το βράδυ, γιατί ήταν γιορτές κι ο κόσμος χρειαζόταν το αλεύρι.

Κάποια στιγμή έκατσε κοντά στο τζάκι να ξεκουραστεί και να ζεσταθεί. Σε μια σούβλα πέρασε ένα κομμάτι κρέας από το γουρούνι που είχε σφάξει, για να φάει.

Ξάφνου, εκεί που γύριζε τη σούβλα του, να σου ένας καρκάντζαλος. Είδε το μυλωνά με τη σούβλα και βούτηξε στο αυλάκι του μύλου, έπιασε ένα βάτραχο τον πέρασε σε μια σούβλα κι έκατσε κοντά στο μυλωνά. Σκοπός του ήταν να μαγαρέψει το κρέας του μυλωνά.

Γυρίζει λοιπόν τη σούβλα του κι έλεγε κοροϊδεύοντας:

-Πίτσι γω, πίτσι συ, θ’κομ’  τσιτσί καλύτιρου  συ τον μπάκακα κι γω του γ’ρουν. (Ψήσε εγώ ψήσε εσύ, το δικό μου κρέας είναι καλύτερο, εσύ θα φας το βάτραχο κι εγώ το γουρούνι). Κι όλο ακουμπούσε το βάτραχο στο κρέας του μυλωνά.

Μια, δυο, τρεις θυμώνει ο μυλωνάς με τις σκανταλιές του, βγάζει τη σούβλα απ’ τη φωτιά, όπως ήταν πυρωμένη και την έχωσε στον πισινό του καλλικάντζαρου. Ουρλιάζοντας αυτός από τον πόνο ρίχτηκε μέσα στο νερό του μύλου, για να σβήσει το κάψιμό του.

Κι ο μυλωνάς ήσυχος έκατσε κι έφαγε το χοιρινό που έψησε.

 

Κάλαντα και τραγούδια Χριστουγέννων και Φώτων

Την ημέρα των Χριστουγέννων γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν. Όπου μπαίνουν τους περιμένει ο νοικοκύρης με τραπέζι στρωμένο. Κάθονται και σε δυο ομάδες τραγουδούν και τρων συγχρόνως. Το περίεργο στα κάλαντα αυτά είναι ότι αναφέρονται και  στη σταύρωση του Χριστού.

Πριν τα κάλαντα τα οποία λέγονταν ανήμερα των Χριστουγέννων, είχαμε το έθιμο της Κουρτουπούλας(μασκαράς), όπου ντυνόταν ένα κορίτσι ορφανό συνήθως, με ένα πολυκεντημένο ρούχο, αλλά σκισμένο και αντί για προσωπίδα είχε γκαρτσούνα (νεροκολοκύθα) με τρύπες για μάτια, μύτη και στόμα. Στα χέρια κρατούσε δύο ξύλα τα οποία χτυπούσε ρυθμικά και τραγουδούσαν και χόρευαν το παρακάτω τραγούδι.

Κουρτουπούλα

Μαρή Κούρτου Κουρτουπούλα(δις)

Ως γκιουζέλ καστρινουπούλα(δις)

Ποιος σι λέει μαρ’ Μπελαράντου μ’

Ποιος σι λέει απ’ δε σι παίρνου(δις)

Κι φουρείς τα λερουμένα

Κι φουρείς μαρ’ Μπελαράντου

Κι φουρείς τα λερουμένα(δις)

Κι τα λιρουσκουριασμένα(δις)

Ρίξει να μαρ’ Μπελαράντου

Ρίξει κάτου τα καϊμένα(δις)

Φόρισι τα κεντημένα(δις)

Κι έλα βρα μαρ’ Μπελαράντου

Κι έλα βράδυ μι τ’ ιμένα(δις)

Κι αν ιδείς κακό απ’ τ’ ιμένα

Κι αν ιδείς μαρ’ Μπελαράντου

Κι αν ιδείς κακό απ’ τι μένα(δις)

Να σκουντάψει τ’ άλογό μου(δις)

Να σκουντά μαρ’ Μπελαράντου

Να σκουντάψει τ’ ‘αλογό μου(δις)

Να ραϊσει το σπαθί μου.

Χριστουγεννιάτικα κάλαντα

Σαράντα μέρες έχουμι Χριστό που καρτεράμι

Κι απ’ τις σαράντα κι ύστερα θε να τον τραγουδάμε

Χριστόιννα-Χριστόιννα τώρα Χριστός γεννιέτι

Τώρα οι Αγγέλοι χαίρουντι κι οι Αποστόλοι ψέλνουν

Κι ψέλνουντας κι λέγοντας χρυσός δέντρου φυτρώνει

Χρυσά ήταν τα κλωνάρια του κι ολόγυρα τα φύλλα τ’

Τα φύλλα τ’ ήταν οι Προφήτ’ κι τα κλουνάρια τ’ ΄Αγιοι

Που προφητούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη

Χριστέ μ’ που θελ’ να κατιβείς Χριστέ μ’ που θελ’ να μείνεις

Κάτου στου Γιοροσόλυμου στον ΄Αγιον  τουν τόπου

Ικεί  π’ σκιντζεύουν του Χριστό οι άνομοι Ουβραίοι

Τουν σκέντζεψαν τουν παίδεψαν δεν μπόρ’σαν να τουν φουνέψουν

Του Πέτρου ιπρουβόδισαν στουν Χάλτιπ να πάνει να πάει να κόψει δυο καρφιά κι δυο καλά πιρόνια

Κι Χάλτιπης η άγνουμους έκοψι κάπου πέντι

Κι τον Χριστό εσταύρουσαν σι στοιχειουμένου δένδρου

Τα δυο βαρνάν στα χέρια Του τα δύο στα πουδάρια Τ’

Του πέμπτου του φαρμακερό αγνάντια στην καρδιά Του

Σαν τ’ ακούει η Παναγιά κι πέφτει του θανάτου

Μαρία η Μαγδαληνή κι άλλη η Ιωάννα  κρασάκι βάνουν στου γυαλί  μέλι μεσ’ του πουτήρι

Στην Παναγιά πάιναν παρηγοριά να κάνουν

-Σαν τι παρηγοριά έχου γω κι μι παρηγουράτι

Μάνες με τα πουλλά τ’ς πιδιά κανένα δε σκιντζεύουν

Κι γω μι του ένα μαναχό κι κείνου σκιντζιμένου

Φέρτι μαχαίρι να βαριθώ να μην ιδιώ του Πάθου Τ’

-Κι συ Μαλή μ’ αν βαριθείς βαριόντουν μάνες όλες

-Φέρτι σκοινί να κρεμαστώ να μην ιδιώ τουν

Πάθου Τ’

-Κι συ Μαλή  μ’ αν κρεμαστείς κριμιόντουν μάνες όλες

Μον’ του Μιγάλου Σάββατου κοντά στου μεσημέρι

Βάλει να καν’ς παρηγουριά παρηγουριόντουν μάνες όλες.

Επίλογος με ευχές

Της θάλασσας τα κύματα της πόλης τα καλούδια τόσα καλά να δωσ’ Θεός ιδώ που τραγουδάμι.

Κάλαντα Φώτων

Σήμερα τα Φώτα κι Φωτισμός

Κι χαρές μιγάλες κι αγιασμοί

Κάτου στον Ιορδάνη τουν πουταμό

Κάθητι Κυρά μας η Παναγιά

Κάθητι Κυρά μας η Παναγιά

Μι τα θυμιατήρια στα δάχτυλα

Μι τα θυμιατήρια στα δάχτυλα

Κι τουν       Αι-Γιάννη παρακαλά

-Αι-Ιωάνν’ αφέντη κι βαφτιστή

Δύνασι βαπτίσεις Θείον πιδί

-Δύναμι κι θέλου κι προυσκυνώ

Μα κουντουκαρτέρα ως του προυί

Μα κουντουκαρτέρα ως του προυί

Για να ‘ νεβ’ κατέβου στουν ουρανό

Για να ‘νεβ’ κατέβου στουν ουρανό

Για να ρίξου άισμα κάτου στη γη

Για να ρίξου άισμα κάτου στη γη

Για ν’ αγιάσουν βρύσις κι τα νιρά

Για ν’ αγιάσουν βρύσις κι τα νιρά

Για ν΄αγιάσ’ Κυρά μας η Παναγιά.

 

 Επιμέλεια Νάσος Στ. Παπαδάκης