- Νέα Φλώρινα - https://neaflorina.gr -

Βιβλιοπαρουσίαση: Αργυρίου Λούστα «Νοσταλγίας χρέη ανεξόφλητα»

Σ. Ηλιάδου – Τάχου,

Κοσμήτορος της  Σχολής Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών, Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

 

Αργυρίου Λούστα «Νοσταλγίας χρέη ανεξόφλητα». Ιστορίες από τη Φλώρινα. Έκδοση Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Φλώρινας «Βασιλικής Πιτόσκα», Φλώρινα 2025.

 

Καταθέτω σήμερα, ανήμερα των Χριστουγέννων, τη δική μου «ανάγνωση» του βιβλίου του Αργύρη Λούστα που παρουσιάστηκε την περασμένη Κυριακή, επειδή η ολοκλήρωση, από μέρους μου, της μελέτης των ιστοριών που εμπεριέχονται σε αυτό  το βιβλίο αποτελεί κατ’ εμέ ένα πολύ ουσιαστικό κίνητρο για να μην αφήσω και εγώ «ανεξόφλητα χρέη», απέναντι στον άνθρωπο που υπέγραψε το δικό μου αντίτυπο, με την συγκινητική για μένα αφιέρωση  «στην ξαδέρφη Σοφία». Πρόκειται για μια συγγένεια κυρίως πνευματική,  μια συγγένεια που συνδέει τους ανθρώπους που έζησαν στον ίδιο τόπο, τριγύρισαν μέσα από τις πνευματικές τους διαδρομές  τους μαχαλάδες της Φλώρινας,  περιηγήθηκαν την ιστορία των ανθρώπων της, κουβαλώντας ανάλογο ψυχικό φορτίο, ως αποτέλεσμα της «ενσυναίσθησης» (empathy), αυτής που οδηγεί στη δημιουργική γραφή.

Αρχίζω την ανάγνωσή μου από τον τίτλο  του βιβλίου, που εμπεριέχει την πεμπτουσία του  και αποτυπώνει τα κίνητρα της συγγραφής. Οι λέξεις ως «σημαίνουσες» αποδίδουν τρία «σημαινόμενα» με εξαιρετικό ποιοτικό βάρος: πρόκειται για την έννοια της «νοσταλγίας», δηλαδή του αρχαίου «νόστου», την έννοια της «ιστορίας», η οποία έχει επίσης αρχαιοελληνικές καταβολές, προερχόμενη από το ρήμα «οίδα» και την έννοια του «χρέους» που ανταποκρίνεται σε εθιμικούς ηθικούς κώδικες συμπεριφοράς. Η σύζευξη των τριών εννοιών σε έναν τίτλο συνιστά, κατά τη γνώμη μου, το δυναμολόγιο των υπεραξιών,  μέσα στο οποίο κινείται το συγγραφικό υποκείμενο.

Θα πορευτώ  λοιπόν, μέσα από τις τρεις αυτές συμπληγάδες. Αν και στον τίτλο του βιβλίου προτάσσεται η έννοια της νοσταλγίας και του χρέους, το εννοιολογικό βάρος των οποίων τονίζει  στις ιστορίες του Λούστα την λογοτεχνική τους διάσταση, σύμφωνα με τη δική μου οπτική, η βαρύτητα θα πρέπει να αποδοθεί στην δεύτερη απέριττη πρόταση: «Ιστορίες από την Φλώρινα». Για να τεκμηριώσω όμως τον ισχυρισμό μου θα πρέπει να αναφερθώ στο πώς εγώ διαβάζω, μέσα από τις ιστορίες του Λούστα, το περιεχόμενο του όρου «ιστορία» στην συμπεριληπτική της απόδοση: «Ιστορίες».

Στις ιστορίες του Λούστα, οι αφηγηματικές τεχνικές είναι δύο: α) Το συγγραφικό υποκείμενο είναι σε ορισμένες ιστορίες ένα από τα δρώντα υποκείμενα, μέσα στον ευρύτατο καμβά των ανθρώπων του ευρύτερου κοινωνικού του περίγυρου. Στις περιπτώσεις αυτές το συγγραφικό υποκείμενο δεν έχει ρόλο πρωταγωνιστή, αλλά η συγκεκριμένη αφηγηματική τεχνική, του παρέχει το πρόσχημα, για να υιοθετήσει την «τριτοπρόσωπη αφήγηση». Για παράδειγμα, αυτό συμβαίνει στις ιστορίες  που σχετίζονται με τη γιαγιά του, στην αφήγηση της «σελήνης του χιονιού»  και σε άλλα κείμενα του βιβλίου του. β) Σε άλλα κείμενά του,   το συγγραφικό υποκείμενο  υιοθετεί την  τεχνική του «απρόσωπου αφηγητή», που του επιτρέπει να έχει μια ελευθερία στις περιγραφές και τις παρεκβάσεις του, όπως συμβαίνει  σε ιστορίες όπως «Το γράμμα του Κωστάκη» (πρόκειται για τον αξιόλογο Φλωρινιώτη ζωγράφο Κώστα Λούστα),  η  «Ούντρα»,  το «Vibrato», το «Κοτσάνι».

Εντούτοις, μέσα σε όλες τις ιστορίες του, ακόμα και σε αυτές που ο ίδιος δεν υπάρχει  ως δρων υποκείμενο, ελλοχεύει πάντα για τους μυημένους το αυτοβιογραφικό στοιχείο, το οποίο κινείται υποδόρια και αποτυπώνει ,μέσα από τις εμπειρίες του, αλλά και μέσα από τις αφηγήσεις άλλων που διηθούνται μέσα από τη δική του οπτική, τις ιστορίες του περιβάλλοντος, όπου έζησε.

Πρόκειται  σε όλες τις περιπτώσεις, για την ιστορία ως «αυτοβιογραφία», είτε πρόκειται για την ιστορία του ίδιου, είτε για τις ιστορίες των άλλων, που υπέπεσαν στην δική του αντιληπτική ικανότητα, οι οποίες ερμηνεύονται από τον ίδιο ως τριτοπρόσωπο αφηγητή, αλλά και ως δρών υποκείμενο. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, πρόκειται για «τον Λούστα αυτοβιογραφούμενο»,   όπως τιτλοφορείτο 1999 ο Παναγιώτης Μουλάς την έκδοση των αυτοβιογραφικών διηγημάτων του Παπαδιαμάντη ,εκδίδοντας στην Εστία το βιβλίο  «ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος».

Και εδώ ακριβώς βρίσκεται και η έννοια της ιστορίας, ως προσωπικής καταγραφής, η οποία «αντικειμενικοποιείται», παρά την υποκειμενικότητά της, αφού αποτελεί καρπό της εμπειρίας του συγγραφικού υποκειμένου. Μια ιστορία που καταγράφεται με εργαλείο την δημιουργική λογοτεχνική γραφή,αλλά αποτυπώνει  μια ολόκληρη κοινωνία, αυτήν της Φλώρινας, σε μια προσδιορισμένη περίοδο της ιστορίας της, η οποία ταυτίζεται με τα χρονικά όρια της ζωής του βιολογικού υποκειμένου στην συγκεκριμένη πόλη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι «Το γράμμα του Κωστάκη», «Η Ούντρα», το “Vibrato”.

Εξάλλου η σχέση Λογοτεχνίας και ιστορίας και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση είναι εξ ορισμού δεδομένη. Όπως και το πέρασμα «από την ιστορία  στις ιστορίες», όπως γράφει σε παλιότερο βιβλίο του ο φίλος μου Καθηγητής ο Γιώργος ο Κόκκινος, υπονοώντας πως περνάμε από το συλλογικό αφήγημα, στις ιστορίες των απλών ανθρώπων  ενώ αρχίζει να αποκτά περιεχόμενο η έννοια «της ιστορίας από τα κάτω». Η αναφορά μου βέβαια αυτή σχετίζεται με τους απλούς ανθρώπους, αυτούς που αποτελούν τον καμβά στις ιστορίες του Λούστα, όπως ο  Σωφρόνης ο μπακάλης, ο Τάτσες, ο Τάσος, η Μαρίκα, ο παπα-Φώνης, ο Μαχαμούχας και τόσοι άλλοι.

Ποια είναι όμως  τα χαρακτηριστικά των ιστοριών του Λούστα που προσδίδουν σε αυτές έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα; Πάντα κατά την γνώμη μου, αυτά τα χαρακτηριστικά που κάνουν τις ιστορίες του να ξεχωρίζουν είναι α) το τοπικό συγκείμενο της Φλώρινας, με τα υπαρκτά πρόσωπα  των ανθρώπων της, που της προσέδωσαν τον χαρακτήρα ενός πολύπλοκου και πολυσήμαντου, διαπολιτισμικού και με διαφορετικές καταβολές πολιτισμικού συγχρωτισμού, μέσα στον οποίο εξυφάνθηκαν οι νόρμες ενός «αστικοποιημένου» εθνοτοπικού συνόλου β) η λεπταίσθητη ειρωνεία της συγγραφικής πένας, η οποία, χωρίς καμιά δόση νοσταλγίας, απέδωσε τάσεις και συμπεριφορές, χωρίς να  καταγγέλλει και χωρίς να εξιδανικεύει  γ) η ενσυναίσθηση ως προνόμιο, αλλά και χρέος του συγγραφικού υποκειμένου που κατέγραψε την βιωμένη εμπειρία του, αφού προηγουμένως την εσωτερίκευσε ως χρέος που έπρεπε να εξοφληθεί.

Κλείνοντας θα επισημάνω ότι το ανεξόφλητο χρέος της αποτύπωσης των ιστοριών της Φλώρινας, όπως το αντιλαμβάνεται ο Λούστας, μου θυμίζει, από μια καταφανέστατα πιο θετική εκδοχή, ορισμένους από τους στίχους του ποιήματος του Καβάφη «Η πόλις».

Η πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη από αυτή

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάςτους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς.

Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. …

(Κωνσταντίνος Καβάφης)

Η διαφορά ανάμεσα στον Λούστα και στον Καβάφη είναι νομίζω εύληπτη. Η επίδραση που ασκεί η πόλη στον Καβάφη είναι αρνητική, μίζερη, γκρίζα.

Η επίδραση που ασκεί η Φλώρινα στον Λούστα δεν είναι  άλλη από τη νοσταλγική αναπόληση ενός κόσμου που τον εμπνέει. Γιατί η νοσταλγία στον Λούστα είναι αυτή που ενεργοποιεί την πνευματική του έκφραση, το έναυσμα και η αφετηρία της γραφής του.

Σ.Η.Τ