“Οικονομικός” ρεαλισμός: Ερμηνεία και εμβάθυνση στην Ορθόδοξη εικόνα της Αναστάσεως
Όπως το έχουμε πολλάκις επισημάνει στο παρελθόν, είναι χαρακτηριστική η διαφορά στον εξεικονισμό της Αναστάσεως του Κυρίου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, και η διαφορά αυτή δεν είναι μόνο υφολογική, δηλαδή διαφορά εξωτερικών στοιχείων, χρωμάτων, μορφών, φωτοσκιάσεων, κλπ, αλλά πολύ βαθύτερη. Είναι κυρίως διαφορά θεματική, δηλαδή διαφορά στην αντίληψη ως προς τι αξίζει και πρέπει να παρασταθεί, και τι είναι καλύτερα να παραλειφθεί. Είναι τόσο δε μεγάλη η διαφορά αυτή, που θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το σχίσμα των Εκκλησιών συνεπέφερε και σχίσμα βαθύ μεταξύ των εικαστικών τρόπων των δυο πλευρών.
Για να κατανοηθούν όμως ορθότερα τα επόμενα, πρέπει πρώτα να ορίσουμε και να διακρίνουμε τις έννοιες του Ρεαλισμού και της Φυσιοκρατίας. Ο Ρεαλισμός (εκ του Λατινικού Res – πράγμα) θα μπορούσε να λέγεται και Πραγματισμός, αν είμασταν πιο οικείοι με την οικεία μας γλώσσα. Είναι ο τρόπος παράστασης των διαφόρων όντων ή των διαφόρων συμβάντων ως έχουν για εμάς, όπως δηλαδή τα έχουμε δει και τα έχουμε καταγράψει στην μνήμη μας. Βασικό γνώρισμα του Ρεαλισμού είναι η σαφήνεια, η αποφυγή παρανοήσεων και η καθαρότητα των μορφών και των μεταξύ των σχέσεων. Κάθε τι ζωγραφίζεται καθαρά και εύληπτα, αλλά και κάθε μέρος της εικόνας ανήκει σε κάτι συγκεκριμένο, σε έναν άνθρωπο, ένα ρούχο, την γή, τον ουρανό, κλπ. Ο Ρεαλισμός δεν αποκλείει την αφαίρεση, ίσα ίσα που συνεπικουρείται από αυτήν. Η κάθαρση και η σχηματοποίηση των μορφών και των επιφανειών τις κάνει πιο εύληπτες στο μάτι του ανθρώπου, αλαφρώνοντάς τες από στοιχεία “περιέργειας”, και εισάγοντας έναν ρυθμό, ένα δέσιμο εικαστικό στην μεταξύ των σχέση.
Κινούμενοι στην αντίθετη κατεύθυνση, και προσπαθώντας να αποδώσουμε όσο το δυνατό πιστότερα το οπτικό φαινόμενο, φτάνουμε στην Φυσιοκρατία, στην απόλυτη δηλαδή αποτύπωση και της παραμικρής λεπτομέρειας των μορφών. Αυτό όμως τις καθιστά “δύσπεπτες”, οδηγώντας την ανθρώπινη ματιά να ασχολείται με στοιχεία που δεν ανήκουν στην ουσία της εξεικονιζόμενης μορφής ή παράστασης, και άρα με στοιχεία που οδηγούν στην πνευματική φλυαρία και ανησυχία.
Το θέμα όμως του εικαστικού ρεαλισμού είναι τεράστιο, διαστρωματώνεται σε διάφορα επίπεδα, και δεν είναι επί του παρόντος να αναλυθεί περισσότερο. Προέχει να επισημανθεί πως στην Ανατολική εικόνα αυτό που ενδιαφέρει να εξεικονιστεί είναι τα πρόσωπα και τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας, όπως ακριβώς αυτά υπήρξαν σε δυο βασικά επίπεδα:
α) στο Ιστορικό Επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο των ιστορικών συμβάντων, αυτών που έλαβαν χώρα και μορφή μπροστά στα μάτια μας, και
β) στο Πνευματικό Επίπεδο, το υπερφυσικό, στο επίπεδο της σημασίας αυτών των μορφών και των συμβάντων. Σε αυτό το επίπεδο πολλές φορές παραμορφώνεται ή και καταργείται ο ιστορικός χωρόχρονος, όταν οι αλήθειες που εκφράζονται είναι ανώτερες από τους φυσικούς νόμους και τα φαινόμενα.
Συναμφότερα πάντως αυτά τα επίπεδα συνιστούν αυτό που ονομάζουμε “εκκλησιαστική εμπειρία”.
Από τα προηγούμενα συνάγονται -ελπίζω- δύο τινά:
α) Ότι η ζωγραφική της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι παραστατική και ρεαλιστική, όχι όμως και φυσιοκρατική.
β) Ο χαρακτηρισμός “οικονομικός ρεαλισμός”, παιγνιώδης και αυθαίρετος εν πολλοίς, αναφέρεται στο ζητούμενο του εξεικονισμού των θεμάτων της Θείας Οικονομίας με τα κριτήρια και τους όρους της εμπειρίας του Εκκλησιαστικού σώματος.
Ερχόμενοι στην περίπτωση της εικόνας της Αναστάσεως, οι διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης είναι θεμελιώδεις. Στην Δυτική εικόνα εμφανίζεται ο Χριστός εξερχόμενος του μνήματος, ελαφρώς ιπτάμενος εν δόξει και εν μέσω εμβρόντητων φρουρών. Έντονη είναι η αντίστιξη του δράματος μεταξύ της ήρεμης μορφής του Μεσσία, και των συναισθηματικώς φορτισμένων μορφών των φρουρών. Η εικόνα αυτή συνήθως έχει πολύ έντονο το φυσιοκρατικό στοιχείο. Έντονα φώτα και σκιές, πιστές αναπαραστάσεις των σωμάτων και των κινήσεών αυτών, πανοπλίες καλοζωγραφισμένες, γη, ουρανός, σύννεφα, όλα όπως θα τα έβλεπε το ανθρώπινο μάτι, περίτεχνα φιλοτεχνημένα. Θα μπορούσε κανείς να πεί ότι βλέπει ζωντανή την Ανάσταση να συμβαίνει μπροστά στα μάτια του!
Μόνο όμως που η παράσταση αυτή δεν είναι καθόλου ρεαλιστική, αν και βρίθουσα από έντονη φυσιοκρατία, και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι δεν εντάσσεται στην εκκλησιαστική εμπειρία. Κανένας δεν την είδε να γίνεται έτσι, καμιά τέτοια μαρτυρία δεν υπάρχει, καμιά ευαγγελική περικοπή δεν το διηγείται. Άρα δεν αποτελεί μέρος της εκκλησιαστικής παράδοσης, ούτε της προφορικής, ούτε της γραπτής. Ούτε και εκφράζει κάποια υπερφυσική αλήθεια τέτοια που να δικαιολογεί την υπέρβαση του Ιστορικού Επιπέδου της εξεικόνισης. Καθιερώθηκε στην παπική εκκλησία μετά το σχίσμα, τολμώ να υποθέσω -προσωπική γνώμη εκφράζω- για λόγους βεβιασμένης διάκρισης από την Ορθόδοξη Ανατολή. Και αυτό διότι δεν είναι το μόνο δείγμα εξαναγκασμένης διαφοροποίησης του δυτικού δόγματος, αλλά και διότι και στην Δύση είχαμε μέχρι αργά εικόνες που θεματολογικά συμφωνούν με τον δικό μας Ανατολικό τύπο. Δυστυχώς η εν λόγω εικόνα παρεισέφρησε και στην Ανατολική εικαστική πράξη, όταν η Άκρα Ταπείνωσις του Γένους μας κατά την Τουρκοκρατία το καθήλωσε στην αμάθεια και στον άκριτο μιμητισμό της “πεφωτισμένης και λελαμπρυμένης” Δύσης.
Στην Ανατολική εικονογραφία το θέμα της εξιστόρησης της Αναστάσεως αντιμετωπίζεται με μάλλον ασυνήθιστο τρόπο. Ενώ το σύνηθες είναι να ζωγραφίζουμε μια παράσταση, έναν εικονογραφικό τύπο, για να εικονίσουμε ταυτόχρονα και τα δύο επίπεδα, το Ιστορικό και το Πνευματικό, εδώ ειδικά το κάθε επίπεδο έχει και την δική του εικόνα.
Στο Ιστορικό επίπεδο η εικόνα της Αναστάσεως δεν είναι άλλη από την οπτικοποίηση της αναστάσιμης Ευαγγελικής περικοπής, δηλαδή της διήγησης για την εμπειρία των Μυροφόρων. Εδώ παριστάνεται ένας λαξευμένος τάφος κενός και ανοικτός, με την πέτρινη πλάκα που τον έφραζε πεσμένη, τις Μυροφόρες να προσεγγίζουν εν φόβω, και ένας άγγελος να κάθεται ήρεμος δίπλα στην είσοδο, να τους δείχνει τα εντάφια σπάργανα, άδεια, δίχως το σώμα του νεκρού, και να τους αναγγέλλει το υπερχαρμόσυνο μήνυμα. Η εικόνα εκφράζει επακριβώς την εκκλησιαστική εμπειρία, όπως αυτή έχει καταγραφεί στο Ευαγγέλιο. Τίποτα δεν παραλείπεται, αλλά και κανένα περισσευούμενο στοιχείο δεν εμφανίζεται, φλυαρώντας στην τάξη της παράστασης. Ο χρόνος είναι επίσης σαφής. Είναι το πρωινό μετά το Σάββατο του Πάσχα.
Όμως εδώ το γεγονός της Αναστάσεως δεν εξαντλείται στο ιστορικό γεγονός του δικού μας εγκόσμιου χωροχρόνου. Και αυτό γιατί το κεντρικότερο γεγονός της Θείας Οικονομίας έχει τόσο ισχυρή μυστηριακή διάσταση, που τα δυο επίπεδα, το Ιστορικό και το Μυστικό, αδυνατούν να χωρέσουν στην ίδια εικόνα. Και η μεταφυσική, η πνευματική διάσταση της Αναστάσεως αρχίζει να λαμβάνει χώρα με τον ίδιο τον σταυρικό θάνατο. Γιαυτό και στην Ορθόδοξη συνείδηση η Ανάσταση και η κάθοδος στον Άδη ταυτίζονται πνευματικά, διότι ταυτίζονται σωτηριολογικά. Διότι Ανάσταση για τον Ορθόδοξο δεν είναι απλώς η έξοδος από τον τάφο, αλλά το σύνολο γεγονός της συνέχισης της επιγείου παρουσίας στα καταχθόνια, είναι η Θεία παρουσία στους εν Άδει, στην διάσταση και τον κόσμο των νεκρών, και η συναρπαγή προς την αθανασία και την ενεργηθείσα από τον Θεό-Πατέρα συνανάσταση όχι κάποιων ανθρώπων-ατόμων, αλλά σύνολης της ανθρώπινης φύσης, αρχής γενομένης από τους πρωτοπλάστους.
Γιαυτό και τα όσα ιστορούνται στην ορθόδοξη εικόνα της εις Άδου καθόδου αν και απολύτως ξένα προς την ιστορική μας εμπειρία, ωστόσο για τον Ορθόδοξο Χριστιανό δεν είναι καθόλου λιγότερο πραγματικά, καθόλου ξένα προς την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Άρα πρόκειται για μια παράσταση που εκτυλίσσεται αποκλειστικώς στο Πνευματικό (πλην διόλου ολιγότερο ρεαλιστικό) Επίπεδο της Εκκλησιαστικής εμπειρίας. Ο Χριστός εικονίζεται λαμπροφορεμένος θριαμβευτής, ήδη από την Μεγάλη Παρασκευή ολοζώντανος και πρωθυστέρως αναστημένος να κατέρχεται στον κόσμο των καταχθονίων, σπάζοντας πύλες και χειροπέδες σιδηρές, όσα κρατούσαν δέσμιο του θανάτου το γένος των ανθρώπων, και να συναρπάζει μαζί του στην Ανάσταση ζώντες και νεκρούς, συγκεφαλαιωμένους όλους στο πρόσωπο του γηραιού και εξασθενημένου Αδάμ. Τριγύρω ίσταται λαός νεκρών πολύς, και σαφώς διακρίνονται κάποιοι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, μαζί και ο Ιωάννης ο πρόδρομος. Δίχως αυτήν την συναρπαγή το γεγονός της ανάστασης θα ήταν αδιάφορο για τον άνθρωπο, για κάθε άνθρωπο.
Άρα στην Ανατολή δεν εικονίζουμε την έξοδο του Ιησού ως άνθρωπο-άτομο από το μνημείο, αλλά την έξοδο όλου του ανθρωπίνου γένους από την άβυσσο του θανάτου, όπως πνευματικά και μυστηριακά το βιώνουμε ως συνεχές γεγονός κάθε Κυριακή, εξόχως δε τις ημέρες Μεγάλη Παρασκευή και Μέγα Σάββατο, και φυσικά την Κυριακή των Κυριακών, δηλαδή ανήμερα της Λαμπρής.
Η προβληματική αυτή απουσιάζει εντελώς από την Δυτική σχολαστική θεολογία του Πάθους, την εμμόνως περιελισσόμενη γύρω από τον δικανικό νοηματικό άξονα της Θείας προσβολής και της σταυρικής θυσιαστικής αποχρέωσης. Εδώ, στην καθ ημάς Ανατολή, περισώζεται και δίδεται στον Λαό η σωτηριολογία της Αναστάσεως μέσα στην Εκκλησιαστική παράδοση και τέχνη, που είναι ταυτόχρονα και λαϊκή και λόγια (και αυτό είναι όντως μεγαλειώδες). Και όχι μόνο στην ζωγραφική, αλλά και στην υμνολογία. Μια τέχνη αμιγώς και εξολοκλήρου ταγμένη στην κατήχηση και εν Χριστώ παιδεία του εκκλησιαστικού σώματος.