Παιδικά τραύματα
Χθες το βράδυ καθόμουν στον καναπέ. Στο άλλο δωμάτιο, τα παιδιά ήταν πιστά στον όρκο που είχαν δώσει στον θεό των βίντεο γκέιμς.
Η γυναίκα μου περνώντας, σε transit, μεταξύ κουζίνας και δωματίου μας, κάτι μου είπε, που δεν θυμάμαι και εγώ με την ευκαιρία, αντιπροσωπεύοντας την ηλιθιότητα όλων των ανδρών αυτού του πλανήτη της είπα: «Κάτσε λίγο, θέλω να μιλήσουμε».
Εντάξει – εντάξει, σας άκουσα!
Θα παρακαλούσα, όμως, το θηλυκό ακροατήριο αυτής της ιστορίας να μην μου επιτίθεται με αυτήν την φρασεολογία!
Σας παρακαλώ κάντε λίγη υπομονή και σας υπόσχομαι να είμαι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται. Και εγώ μαζί σας είμαι!
Λοιπόν, τι σας έλεγα;
Α, ναι, εκείνη με κοίταξε σοβαρά και είπε ότι προτιμάει να μείνει όρθια.
Είχε, φαίνεται δει την σύγκρουση που έρχονταν. Γυναικεία διαίσθηση.
Άρχισα και εγώ να της αναλύω, για πολλοστή φορά, με την καλύτερη κατά την γνώμη μου προδιάθεση, τα οικονομικά της οικογένειας και τις δυσκολίες, που δεν έχουμε πάρει στα σοβαρά.
Κάπου εκεί, η γυναίκα μου κάθισε.
Αρχίσαμε να χορεύουμε ένα ιδιότυπο βαλς, μέσα στην νύχτα, και μια οδηγούσε ο ένας και μια ο άλλος. Η κριτική επιτροπή, θα έπρεπε να αποτελείται από έμπειρους ψυχολόγους και ψυχιάτρους, για να μπορέσει να καταλάβει αν οι φιγούρες, μια του ενός και μια του άλλου, ήταν ανησυχητικές.
Αυτό το βράδυ, ευτυχώς, αντίθετα από άλλες βραδιές καταφέραμε να μην βγούμε εκτός πίστας.
« Προσπάθησα να κάνουμε μια δική μας δουλειά. Μικρά πράγματα».
«Είναι αλήθεια, ότι είτε από έλλειψη κεφαλαίων, είτε από κακούς χειρισμούς δικούς μου, η βάρκα πήγε ίσα νερά και κάτω», πρόσθεσα.
« Βλέπεις; », μου λέει η γυναίκα μου.
Η ατμόσφαιρα από καιρό ήταν πολύ τεταμένη.
« Δεν καταλαβαίνεις ότι αυτή η δουλειά που κάνεις δεν γίνεται να πάει καλά αφού είσαι μόνος σου;», είπε με νόημα.
Η γυναίκα μου, χρησιμοποιώντας πραγματικά στοιχεία, νόμιζε, για μια φορά ακόμα, ότι θα καταλάβαινα πόσο ανόητος ήμουν όλα αυτά τα τελευταία χρόνια. Αυτή φυσικά νόμιζε ότι το έλεγε πιο ευγενικά από ότι ακουγόταν στα δικά μου αυτιά.
Εγώ μέσα μου δαγκώθηκα, «πόσο ανόητη είναι» σκέφτηκα!
« Δεν καταλαβαίνεις ότι μπαίνουμε μέσα με αυτή την δουλειά. Ενώ εγώ με τα μαθήματα που κάνω, κανένα έξοδο και έχουμε λίγα αλλά σίγουρα λεφτά για μια ανάγκη », συνέχισε πριν προλάβω να πω κάτι.
Η γυναίκα μου, είχε δίκιο, χρησιμοποιούσε απλή λογιστική!
« Δεν το βλέπεις ρε παιδί μου, φτάνει πια!»
Τι το ήθελε;
Εδώ, σηκώθηκα εγώ όρθιος. Είναι αυτή η αίσθηση, δεν ξέρω αν την έχετε νοιώσει που μπορεί να έχουν δίκιο οι άλλοι, αλλά γράφουν και καταπατούν τα όνειρα σου. Η γυναίκα μου θεωρούσε, με το δικό της δίκιο, ότι έτσι με ξύπναγε επιτέλους και μου έκανε καλό.
Εγώ, είχα στα κύτταρα μου αυτήν την απορία, πως μπορεί οι άλλοι να έχουν πάντα δίκιο και εγώ ο ηλίθιος να έχω πάντα άδικο;
Δεν κρατήθηκα, έβγαλα όλον τον πόνο μου. « Και τα παιδιά της είπα , γιατί δεν βοηθάνε; Κάθονται, δικαιωματικά, σαν βασιλιάδες και αφήνουν τους γονείς τους να δουλεύουν σαν σκλάβοι; Αν βοηθούσαν, ειδικά ο μεγαλύτερος, η δουλειά μπορεί να πήγαινε καλύτερα.
« Και εγώ, τι θέλεις να κάνω; Γιατί δεν τα λες σε αυτόν;», με ρώτησε απειλητικά.
«Του τόχω πει», της θύμισα ,αλλά αυτός μου λέει: «μην μιλάς, δεν θέλω να ακούσω τίποτα, πάλι θα μας πρήξεις τα αρχ…. ;» και έμεινα μαλάκας.
Θα τον έλεγα μαλάκα και εγώ αλλά κρατιέμαι και φεύγω.
Κλείνω πίσω μου την πόρτα και ακούω τα δυο μας παιδιά που έχουν δοθεί ψυχή και σώμα στο παιχνίδι, απαλλαγμένα από την τεχνοφοβική δική μου παρουσία, να παρασύρονται στην δική τους virtual πραγματικότητα και να γιορτάζουν τις χαρές της ζωής τους, μαζί με τους ομοιοπαθείς φίλους τους, που οι παρουσία τους ζωντανεύει μέσα από τις φωνές που ακούγονται δυνατά, από τα ακουστικά που φοράει κάθε μέλος της παρέας τους.
Τι βίτσιο έχουμε σαν ζευγάρι;
Κλεινόμαστε κρυφά στο δωμάτιο, μπαίνουμε σε διάφορα ειδικά σαιτ και ενημερωνόμαστε για το αίσχος που ζουμε.
« Η συνεχής και πολύωρη ενασχόληση με το ιντερνετ και τα βίντεο παιχνίδια, μπορεί να προκαλέσει, απομόνωση, κατάθλιψη, συναισθηματική απόσχιση και όπως έλεγαν οι παλιοί : « οι κακές συναναστροφές , φθείρουσι τα χρηστά ήθη!»
Είδες της λέω, που σου τάλεγα.
Γιατί, νομίζεις, ότι εγώ δεν βλέπω τα παιδιά;
Τάπαμε, τα συμφωνήσαμε.
Στα παιδιά μας δεν ξανάπαμε τίποτα. Τις πρώτες φορές που τολμήσαμε, φάγαμε γιούχα για τις παλαιολιθικές αηδίες που λέγαμε.
Ρε, γυναίκα βλέπεις να γίνεται τίποτα; Βλέπεις κανένα να νοιάζεται;
Σώπα, σκέφτεσαι δυνατά! Θα πας κόντρα στην πρόοδο;
Είμαι σίγουρη, τα καημένα παιδιά πως τα σκέφτονται. Και δωρεάν μεγαμπαιτ χαρίζουνε, και on line μαθήματα γίνονται, μην βγουν από το σπίτι και τους χάσουνε. Για το καλό τους, έτσι δεν είναι;
Όταν φτιάχναν εγκέφαλους μάλλον δεν είχαν προβλέψει τον καταιγισμό από εικόνες και συναίσθημα που θα ερχότανε. Τεχνική αστοχία!!!
Την συγκεκριμένη βραδιά, η συζήτηση, είχε ανάψει για τα καλά.
Τότε έβγαλα από μέσα μου τραύματα. Πίκρα, αχαριστία και αδικία.
« Κοίτα να δεις», σκέφτηκα, «άλλοι τραβιούνται μια ζωή γιατί έχουν παιδικά τραύματα, και εγώ τραβήχτηκα μια ζωή για να αποκτήσω τραύματα από τα παιδιά μου!»
Μισό λεπτό, μην βιάζεστε να με κατηγορήσετε και εσείς.
Λίγο αργότερα, που κατάφερα να μορφώσω τις πρώτες μου λογικές σκέψεις, μέχρι και ελαφριά υπερηφάνεια ένοιωσα.
Αντί να χάσω κάθε επαφή με τον λόγο και να αρχίσω, όπως άλλες φορές, να εκτοξεύω, όποιο « διακοσμητικό» επίθετο μου ερχόταν στο στόμα, της είπα απλά : « φτάνει, δεν θέλω να μιλήσουμε άλλο.» – πραγματικά με το ζόρι κρατιόμουνα.
« Μα γιατί, τι είπα; », «Τι έπαθες;»
Το νευρικό μου σύστημα άρχισε να καταρρέει, για να προλάβω τα χειρότερα έφυγα από το σαλόνι, ενώ η γυναίκα μου συνέχισε να μονολογεί.
Θυμίστε μου, σας παρακαλώ, όταν έχω απέναντι μου κάποιον άνθρωπο εκτός εαυτού, να μην καταφύγω στο κόλπο του καταιγισμού λογικών ερωτήσεων, που με τόση επιτυχία εξασκεί η σύζυγος μου!
Ευτυχώς τα φάρμακα μου για την πίεση τα είχα πάρει. Πήγα στο μπάνιο και ήπια μισό Lexotanil των 3 mg, έτσι καλού κακού. Μην πάθω και τίποτα.
Σε λίγο, για να πάω στην κουζίνα πέρασα πάλι απ το σαλόνι.
Η γυναίκα μου είχε μείνει με την ίδια απορία.
Όμως έδειξε χαρακτήρα, δεν φώναξε ούτε έκλαψε.
« Μα τι σου είπα;», με ρώτησε, με υπαρξιακό τόνο στην φωνή της.
« Σε παρακαλώ, δεν μπορώ να μιλήσω. Δεν καταλαβαίνεις; Θες να τσακωθούμε;»
Το κατάλαβε, γιατί δεν ήθελε.
Δεν είπε τίποτα άλλο.
Σε αυτήν την ανεβασμένη ατμόσφαιρα, έδειξα και εγώ χαρακτήρα και δεν χτύπησα την εξώπορτα πίσω μου βρίζοντας, όπως θα έκανα σε άλλη περίπτωση.
Η γυναίκα μου πήγε στην κρεβατοκάμαρα, με ένα τεράστιο παράπονο γιατί δεν την καταλαβαίνω, ενώ αυτή έχει την καλύτερη πρόθεση για την οικογένεια.
Εγώ περίμενα λίγο να ηρεμήσουν τα πνεύματα.
Δεν είμαι ξερόλας, προβληματισμένος είμαι
Ξενύχτησα, με το παράπονο ότι όλοι έχουν γραμμένο αυτό που θέλω, μέχρι που νύσταξα και πήγα σιγά και αθόρυβα στο κρεβάτι, για να μην την ξυπνήσω και με ρωτήσει πάλι: « μα τι είπα, τι έγινε;».
Προσπάθησα να κοιμηθώ. «Νύχτα είναι, θα περάσει », σκέφτηκα.
Δεν ξέρω πια είναι η γνώμη σας, αλλά λίγο πριν κοιμηθώ, μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη, ότι ευτυχώς, κι αυτό το βράδυ, τα καταφέραμε και δεν ενοχλήσαμε τα παιδιά μας, που στην εφηβεία τους, ακούς καθημερινά τις φωνές τους, πίσω από την κλειστή πόρτα, να γιορτάζουν, που μαζί με τους φίλους τους πέρασαν άλλη μια πίστα.
Εμείς δεν τολμάμε πια να διαβούμε το κατώφλι, που οδηγεί από τον κόσμο μας, στον δικό τους!
Τα σκέφτηκα και πήγα να εκνευριστώ και να χάσω τον ύπνο μου, αλλά ευτυχώς το ηρεμιστικό είχε κάνει καλά την δουλειά του.
Έτσι κοιμήθηκα τον ύπνο του αδίκου, δίπλα στο άλλο αδικημένο θύμα.