Όλγα Δέικου: Το κορίτσι από τη Φλώρινα που φωτογράφισε μια άλλη Θεσσαλονίκη
Γεννήθηκε στη Φλώρινα και ήρθε στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσει στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών του Α.Π.Θ., όμως την κέρδισε το πάθος της για την φωτογραφία, ένα αντικείμενο το οποίο σπούδασε και ασκεί τα τελευταία 15 χρόνια με μεγάλη επιτυχία. Έχει δηλώσει πως μέσα από τη φωτογραφική της μηχανή αναζητά «ομορφιά, αξιοπρέπεια, περηφάνια, όνειρα και καθαρότητα σε μέρη όπου οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πως δεν υπάρχουν».
Το κορίτσι πίσω από το φακό προ(σ)καλεί τον θεατή των εικόνων της να βιώσει τη φωτογραφία όχι όπως την έχει απαθανατίσει η κάμερα, άλλα όπως την βλέπει και την έχει βιώσει η ίδια, δημιουργώντας έτσι ένα ουσιαστικό συναισθηματικό τρίγωνο επικοινωνίας ανάμεσα στην εικόνα, τον φωτογράφο και τον θεατή. Ο ονειρικός ρεαλισμός της αποτυπώνει με μοναδικό και συχνά κινηματογραφικό τρόπο έναν κόσμο σε αναμονή, ένα συναρπαστικό φωτογραφικό σύμπαν όπου η εικόνα δεν αφορά μόνο την όραση, αλλά το σύνολο των αισθήσεων.
Τί σημαίνει για εσένα η φωτογραφία; Ποιος είναι ο δικός σου προσωπικός ορισμός γι’ αυτή την τέχνη που έχει τη δύναμη να απαθανατίζει στιγμές, παγώνοντας για λίγο τον αεικίνητο χρόνο στην αιωνιότητα;
«Για εμένα η φωτογραφία είναι μια άλλη γλώσσα. Υπήρξα πολύ εσωστρεφής στη ζωή μου και μέσω της φωτογραφίας κατάφερα να ζω το παρόν, να εκφράζομαι συναισθηματικά, να είμαι πιο κοινωνική, να έχω περισσότερο θάρρος και τόλμη. Αυτή είναι μια διαδικασία χρόνων που τελικά αρχίζω -εκ των υστέρων- να την αντιλαμβάνομαι τώρα. Μέσω της φωτογραφίας δρόμου κατάφερα τελικά να ευχαριστιέμαι μια βόλτα ή μια ρουτίνα και μέσω της δουλειάς κατάφερα να σπάσω συμπλέγματα και δικούς μου φραγμούς. Τα τελευταία πέντε χρόνια δεν έχω πάει πουθενά χωρίς να κρατάω τη μηχανή, πέρα από το σουπερμάρκετ. Προσπαθώ συνέχεια να περπατάω, να βλέπω εικόνες και εάν δεν κρατάω τη μηχανή στο χέρι, οπουδήποτε και να πάω, αισθάνομαι σαν αποκομμένη.
Δεν μπορώ να δώσω ορισμό στη φωτογραφία, γιατί η σχέση που έχω με την εικόνα είναι κάτι πολύ προσωπικό δικό μου και η εικόνα έρχεται ως αποτέλεσμα αυτού. Η λέξη «ορισμός» θεωρώ πως είναι κάτι πολύ αυστηρό, τουλάχιστον για εμένα, και δεν θα ήθελα να περιορίσω κάποιο νέο άνθρωπο που έχει την ανάγκη να φωτογραφίζει με οποιοδήποτε μέσο.
Δεν έχει σημασία το μέσο, είτε πρόκειται για ένα κινητό είτε για μια ακριβή μηχανή. Ένας άνθρωπος που θέλει να εκφραστεί μέσω της τέχνης πρέπει να το κάνει. Η φωτογραφία -πέρα από το τεχνικό μέρος ότι γράφεις το φως, γιατί αυτό σημαίνει η λέξη «φωτογραφία»- θεωρώ ότι είναι μια ιδιαίτερη σχέση που έχει κανείς με τον κόσμο του και τον κόσμο που τελικά αποτυπώνει εκείνη τη στιγμή. Είναι μια πολύ προσωπική διαδικασία και είναι ίσως η μόνη φάση που ζω εντελώς στο τώρα, αποκομμένη από άγχη, προβλήματα, σκοτούρες και ευθύνες. Η φωτογραφία είναι για εμένα η στιγμή που ζω το παρόν. Κρατάω τη μηχανή, βλέπω ξεκάθαρα κάτι, το μεταφράζω σαν εμπειρία ότι θα βγει έτσι και πατάω το «κλικ»».
Πώς γεννήθηκε η αγάπη σου για τη φωτογραφία; Ποιο ήταν το «κλικ» που σε ώθησε σε αυτή την επαγγελματική και εικαστική κατεύθυνση;
«Είμαι από τη Φλώρινα και ήρθα στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών, όπου μπαίνοντας στη σχολή δεν ήξερα τι ακριβώς θα βγω από εκεί. Από παιδί και καθώς μεγάλωνα είχα μια καλλιτεχνική τάση. Ήθελα να γίνω αρχιτέκτονας, όμως δεν είχαμε σχολή σχεδίου στη Φλώρινα και ο καιρός τον χειμώνα δεν ευνοούσε τις μετακινήσεις, οπότε δεν έδωσα ποτέ για αρχιτεκτονική. Στο πανεπιστήμιο ασχολήθηκα με πολλά πράγματα από μουσική μέχρι κινηματογράφο, σε διάφορες ομάδες που υπήρχαν, όμως πάντα μου έλλειπε κάτι το δημιουργικό και πιο προσωπικό. Η αλήθεια είναι ότι πιστεύω πολύ στην σκληρή προσωπική δουλειά και στο συναίσθημα, καθώς είναι σημαντικό να αγαπάς αυτό που κάνεις.
Έτσι αποφάσισα να πάω σε μια σχολή φωτογραφίας και αποφοιτώντας ξεκίνησα κατευθείαν με το εργασιακό κομμάτι και όταν κάνεις επαγγελματικά μια δουλειά σου τρώει πολύ χώρο και χρόνο από το δημιουργικό μέρος. Είχα την ανάγκη, λοιπόν, πέρα από το βιοποριστικό κομμάτι της δουλειάς, να παίρνω τη μηχανή και να βγαίνω στη Θεσσαλονίκη ή αν είχαμε κάποιο ταξίδι -πάλι για δουλειά- προσπαθούσα μέσα σε αεροπλάνα και καράβια να βγάζω εικόνες για μένα. Δεν ήξερα τι θα τις κάνω αυτές τις εικόνες, ήτανε μια εντελώς προσωπική διαδικασία. Από ένα σημείο και μετά τις ανέβαζα στα social media, όμως δεν περίμενα ότι θα είχανε τόσο μεγάλη απήχηση και με χαροποίησε πολύ η στήριξη και η αγάπη από τον κόσμο και από συναδέλφους μου. Οι εικόνες αυτές έχουν για εμένα ειλικρίνεια, είναι στιγμές που αισθάνομαι μια παρόρμηση να παρουσιάσω αυτό που βλέπω, το οποίο μπορεί να έχει πολλές ερμηνείες ή και κοινωνικοπολιτικά μηνύματα, όμως ποτέ δεν βάζω τίτλο, ούτε γράφω κάποια ιστορία για το πώς τράβηξα κάτι, απλά το μοιράζομαι. Έπειτα από κάθε δουλειά, όταν αργά το βράδυ όλοι ησύχαζαν, είχα πάντα το «κόλλημα» να βγάλω μια νυχτερινή εικόνα. Μπορεί να ήταν ένα parking, κάποιο χωράφι ή τ’ αστέρια. Ήταν ένα δώρο που έκανα στον εαυτό μου, μια αποφόρτιση, μια επιστροφή στα δικά μου λημέρια μετά από τον χαμό και την υπερβολική κοινωνικότητα. Ουσιαστικά αυτή είναι η σχέση μου με τη φωτογραφία. Θεωρώ πως όταν κάποιος ασχολείται με ένα καλλιτεχνικό επάγγελμα είναι καλό -πέρα από το βιοποριστικό- να κάνει κάποιες παύσεις και να εκφράζει λίγο την ψυχή του μέσα από αυτό.»
Από τις 9 Μαΐου και για περίπου τρεις εβδομάδες έργα σου εκτίθενται στις Βιτρίνες Τέχνης του ΟΤΕ. Θέλεις να μας μιλήσεις γι’ αυτά τα 18 καρέ που συνοδεύονται από τη φράση του Paul Éluard “There is another world, but it is inside this one.”;
«Γενικά πιστεύω ότι η πρόκληση για έναν καλλιτέχνη είναι να βγάλει ομορφιά και συναισθήματα σε πολύ αντίξοες και άσχημες συνθήκες. Να βγάλει ομορφιά όπως την φαντάζεται ο ίδιος και εννοώ ότι μπορεί να θέλει να βγάλει δράμα, χαρμολύπη, τρόμο ή και κοινωνικοπολιτικό μήνυμα. Για εμένα η πρόκληση είναι σε δύσκολες συνθήκες να μπορέσει κανείς να εκφραστεί αβίαστα και να αισθανθεί ότι κάτι θέλει να βγάλει μέσα από αυτό. Επομένως οι άνθρωποι με όλα μας τα προβλήματα, τα άγχη, τις σκοτούρες, μπορούμε ακόμα και μέσα στην καραντίνα αλλά και σε οποιεσδήποτε συνθήκες να βρούμε ένα πλαίσιο για να εκφραστούμε δημιουργικά, αν πραγματικά το έχουμε ανάγκη. Διαφορετικά είναι αυτό που λένε πως «ό,τι ακινητεί πεθαίνει». Έχω βρεθεί στη ζωή μου σε φάσεις απραξίας δημιουργικά και χρειάζονται κι αυτές οι παύσεις που είναι ανάσες για να βρεις τον εαυτό σου, όμως με καλή διάθεση, καθαρή καρδιά και μυαλό, πιστεύω ότι και στις πιο περίεργες συνθήκες μπορείς να δημιουργήσεις. Ουσιαστικά αυτό λέει και ο Paul Éluard, πρόκειται για μια φράση που με είχε αγγίξει από πιο μικρή, πριν καν ασχοληθώ με τη φωτογραφία. Τα 18 αυτά καρέ είναι όλα από σημεία που βρίσκονται μέσα στην πόλη, όπου κάποια από αυτά είναι πολύ γνώριμα ενώ άλλα είναι πιο προσωπικά και άφαντα. Για παράδειγμα η εικόνα με την ομίχλη και το ρετρό αμάξι είναι στη γέφυρα της Βούλγαρη, που την έχω ανεβοκατέβει και την έχω φωτογραφίσει άπειρες φορές, γιατί ουσιαστικά ήταν η περιοχή μου και το σπίτι μου όταν ήρθα στη Θεσσαλονίκη. Στην έκθεση συμπεριλαμβάνεται και η αγαπημένη μου φωτογραφία, ο Σαρλό, που τον έβγαλα το 2019 και στην οποία υπάρχει συμβολικά το ανθρώπινο στοιχείο. Επίσης ανάμεσα στις εικόνες υπάρχουν και τρία φεγγάρια, καθώς τα τελευταία 7 χρόνια είχα μια μανία και έβγαζα το φεγγάρι κάθε μήνα με έναν φαντασιακό δικό μου τρόπο. Οι εικόνες αυτές μπορεί να είναι μέσα από την πόλη όμως έχουν πολύ ταξίδι. Θεωρώ πως οι εικόνες μου δεν βγάζουν πάντα όμορφα συναισθήματα και συνήθως προβληματίζουν. Έχουν κάτι συμβολικό πέρα από τη χρωματική παλέτα. Δεν χρησιμοποιώ την αναμενόμενη γωνία και προτιμώ να πλησιάζω εγώ στο θέμα αντί να κάνω zoom. Βγάζω κυρίως ευρυγώνιες, γενικές εικόνες.»
Φωτογραφίες σου φιλοξενούνται στην έκθεση “Anthropause” (ανθρωποπαύση) του MOMus στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Μια έκθεση που επιχειρεί να αναδείξει πτυχές και βιώματα από την πανδημία covid-19. Θέλεις να μας μιλήσεις για τη συμμετοχή σου στην έκθεση; Μέσα σε αυτή τη δύσκολη χρονιά της πανδημίας ποιες εικόνες σε «εντυπωσίασαν»;
«Στο πρώτο lockdown χρησιμοποίησα την ταράτσα μου και το δρομολόγιο ήταν από τον 3ο στον 7ο όροφο. Εκείνη την περίοδο είχαμε όγκο δουλειάς που πάγωσε, χάθηκαν πελάτες και σε όλο τον ιδιωτικό τομέα η οικονομική καταστροφή ήταν μεγάλη. Ανέβαινα, λοιπόν, στην ταράτσα μου με τον καφέ μου, περίμενα για δύο ώρες και χρησιμοποιούσα το φως που αγαπώ να φωτογραφίζω, την ώρα δηλαδή μετά το ηλιοβασίλεμα μέχρι να γίνει μπλε ο ουρανός. Είχα τη μηχανή και παρατηρούσα τι συμβαίνει γύρω μου. Είδα ανθρώπους να γυμνάζονται πάνω σε ταράτσες, είδα έφηβους να κάνουν επικίνδυνο parkour σ’ ένα δώμα μιας ταράτσας -αυτό είναι κι ένα έργο μου που υπάρχει στο MOMus- είδα και τον ρεαλισμό των προετοιμασιών για το Πάσχα. Παρατηρούσα κυρίως μια κυρία μεγάλης ηλικίας που φορούσε μαύρα και μάλλον ζούσε μόνη της. Στον τουλάχιστον ενάμιση μήνα που ανέβαινα κάθε μέρα σκεφτόμουν πως μπορεί να μην έχει βοήθεια και πόσο δύσκολη πρέπει να είναι αυτή η μοναξιά. Την φωτογράφισα νύχτα να κάθεται ακριβώς στην μπαλκονόπορτα της. Είναι μια μαύρη εικόνα. Για εμένα αυτή ήταν η πιο δυνατή εικόνα της καραντίνας. Την φωτογραφία αυτή δεν την έδωσα στο MOMus, γιατί ενώ ήταν γενική, μακρινή εικόνα, αν κάποιος ήξερε την κυρία θα μπορούσε να καταλάβει ότι είναι η τάδε, επειδή δεν φαίνεται απλά μια σιλουέτα ενός ανθρώπου. Γενικά προσπαθώ σε εικόνες δρόμου να μην δείχνω ανθρώπους ή να τους ρωτήσω πριν τραβήξω μια φωτογραφία. Μόνο στον Σαρλό το έκανα χωρίς να τον ρωτήσω, επειδή σκέφτηκα ότι είναι βαμμένος-μεταμφιεσμένος και δεν φαίνεται καθαρά.
Αλλά γενικά δεν μου αρέσει να φωτογραφίζω τα πάντα με όποιον περνάει και σέβομαι ιδιαίτερα την τρίτη ηλικία και τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Για παράδειγμα έχω εικόνες από άστεγο αλλά δύσκολα θα τις αναρτούσα στα social media, δεν αισθάνομαι καλά να τις δημοσιεύσω, ενώ υπάρχουν διάσημοι φωτογράφοι, όπως ο Lee Jeffries, που έχουν κάνει καταπληκτικά projects με αστέγους.»
Αυτές τις μέρες γίνεται σιγά σιγά πραγματικότητα η «επιστροφή στη ζωή». Πως βλέπεις τη νέα κανονικότητα; Πού εστιάζει ο φακός σου;
«Ο φακός μου θα εστιάζει πάλι εκεί όπου εστίαζε. Οι εικόνες μου πάντα είναι λίγο αφαιρετικές, έχουν μια συμβολική πλευρά και σπάνια έχουν πολλές ανθρώπινες φιγούρες. Η κανονικότητα που έρχεται εμένα προσωπικά με τρομάζει λίγο. Σίγουρα όλο αυτό με τα lockdown κάπου έπρεπε να σταματήσει, όμως ο κόσμος είναι θυμωμένος, μπουχτισμένος και βγαίνει χωρίς να προσέχει πολύ. Δεν ξέρω αν για παράδειγμα σε δύο μήνες τα πράγματα θα είναι χειρότερα όσον αφορά τον ιό, όμως ευτυχώς προχωρούν γοργά οι εμβολιασμοί. Το σίγουρο πάντως είναι πως θα συνεχίσω να περπατάω με λιγότερη απαγόρευση ώρας, δεν θα τρέχω στο σπίτι στις 21:00 και άρα θα έχω περισσότερη ευχέρεια για τις νυχτερινές εικόνες που μου αρέσουν.»
Φέτος ανέλαβες την εικαστική ταυτότητα του 23ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όπου οι ονειρικές αφίσες που επιμελήθηκες μας ταξίδεψαν σε ανοιχτούς ορίζοντες. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό το project;
«Αισθάνομαι πως πρόκειται για τη μεγαλύτερη επιτυχία που έχω κάνει στη ζωή μου. Για εμένα η ανάθεση της αφίσας ήταν η σημαντικότερη αναγνώριση της δουλειάς μου, δηλαδή ότι αυτό που κάνω μπορεί να ταξιδέψει και να γίνει αφίσα σε ένα φεστιβάλ. Όταν μου ανατέθηκε από τον κύριο Ανδρεαδάκη χάρηκα πάρα πολύ και μετά αγχώθηκα για να ανταπεξέλθω στις προσδοκίες. Πήρα την κατευθυντήρια γραμμή από το Φεστιβάλ, ότι το θέμα θα είναι «ταξίδι». Για εμένα το «ταξίδι» και λόγω των περιορισμών με πήγε κατευθείαν σε μια εσωτερική προσωπική διαδικασία του καθένα, καθώς θεωρώ πως όλοι οι άνθρωποι στους κενούς χρόνους ταξιδεύουν με το μυαλό τους.
Η πρώτη μου σκέψη ήτανε να φωτογραφίσω αμάξια λίγο κατεστραμμένα και παλιά. Τα ψάχνω αυτά τα αμάξια… Επομένως πήγα σε μια μάντρα αυτοκινήτων και τους παρακάλεσα αρκετά να με βοηθήσουν. Έτσι πήραν ένα κλαρκ και σήκωσαν μια παλιά BMW -που δεν ήξερα καν τι αυτοκίνητο είναι, γιατί έχω δίπλωμα αλλά δεν οδηγώ και είμαι άσχετη με τα αμάξια- και την βάλανε στο δίπλα χωράφι. Εντωμεταξύ εκείνη τη μέρα έβρεχε και εργαστήκαμε σε πιεστικές καταστάσεις. Τέλος πάντων βάλαμε ένα χαλασμένο αμάξι, το φωτίσαμε σαν να είναι σε λειτουργία και είναι ένας άνθρωπος γυρισμένος πλάτη πάνω στο καπό του αυτοκινήτου. Θυμίζει λίγο Wim Wenders αυτή η εικόνα και ταξίδια στην Αμερική με παλιό αμάξι. Για εμένα αυτή ήταν και η τοπ αφίσα του φεστιβάλ και χάρηκα που επιλέχθηκε ως κεντρική από το τρίπτυχο. Συνδυάζει λίγο το παρελθόν και την καταστροφή. Είναι ένα παλιό αμάξι σε λειτουργία και ένας τύπος που χάνεται, βλέπει τα αστέρια στη μέση του πουθενά. Εκείνη τη στιγμή αυτός μπορεί και αντικειμενικά να ταξιδεύει, αλλά επειδή η φωτογραφία έχει κι ένα ρετρό φιλμ μας ταξιδεύει λίγο και σαν παλιό σινεμά, σαν μια αφίσα από κάποια ταινία western.
Η δεύτερη αφίσα ήτανε το παιδί σ’ ένα σύγχρονο αμάξι, που κρατάει ένα αεροπλανάκι και εκείνη τη στιγμή εγώ το σκεφτόμουνα σαν να είναι σε μια στάση από ένα ταξίδι με τους γονείς του και παίζει με το αεροπλάνο του στο καπό του αμαξιού και βλέπει ουρανούς και σύννεφα, σχηματίζει σχέδια με το μυαλό του και είναι ελεύθερο.
Η τελευταία αφίσα είναι από τα πανεπιστήμια κι έχει μια αντίφαση. Σε μια περίοδο καραντίνας με το πανεπιστήμιο κλειστό και σκοτεινό βλέπουμε ένα φωτισμένο παράθυρο και μέσα είναι δύο άτομα, όπου το ένα αχνοφαίνεται και το άλλο φαίνεται καλά, ενώ απ’ έξω, στο παρόν, πετάνε πουλιά. Έχει μια νότα χαράς και αισιοδοξίας η εικόνα, γιατί μας θυμίζει πως έχουμε περάσει δυσκολότερα και πως θα περάσουν κι αυτά που ζούμε τώρα και τελικά όλα θα πάνε προς το καλύτερο.»
Η Θεσσαλονίκη κατέχει ξεχωριστή θέση στο φωτογραφικό έργο σου. Τί είναι αυτό που σε ελκύει στη δημιουργική χρήση του αστικού τοπίου της πόλης μας στις φωτογραφίες σου;
«Μεγάλωσα σε μια πόλη με ελάχιστο αστικό τοπίο, όμως το αστικό τοπίο έχει μια τεράστια ενέργεια για εμένα. Πάντα μου άρεσαν τα αστικά τοπία στο στυλ του Τόκιο φωτισμένα με neon χρώματα και φανταζόμουν ότι αυτό μπορείς να το δεις παντού. Δεν με ενδιαφέρει τόσο η αρχιτεκτονική φωτογραφία ενός κτιρίου, όσο το να φανταστώ εγώ ιστορίες μέσα από τα άσχημα τσιμέντα, τους ακάλυπτους χώρους, τις αθέατες πλευρές της Θεσσαλονίκης, που δεν τις βλέπεις περπατώντας στην Εγνατία ή την Τσιμισκή, αλλά πρέπει να προσπαθήσεις για να τις βρεις. Μου αρέσει να προσπαθώ μέσα στο αστικό τοπίο να βρίσκω διόδους, που δεν τις βλέπεις κι έχει πολύ θέμα από αυτό η Θεσσαλονίκη.
Είχα βγάλει μια απίστευτη φωτογραφία σε μια εγκαταλελειμμένη πισίνα κάποτε στη Θέρμη, που έγινε εξώφυλλο βιβλίου. Είχε γίνει χαμός με εκείνη την εικόνα και ήτανε μια εγκαταλελειμμένη πισίνα. Θέλω να πω ότι πολλές φορές το μήνυμα που θέλουμε να δώσουμε εμείς οι φωτογράφοι από το αποτέλεσμα της δουλειάς μας δεν έχει να κάνει πάντα με μια εικόνα fashion ή ένα αλαβάστρινο πορτρέτο, που και αυτό είναι σημαντικό και σεβαστό αλλά εμένα δεν μου αρέσει να κάνω μόνο αυτό. Μεγάλωσα με εικόνες στην Φλώρινα και ενώ μου αρέσουν πάρα πολύ τέτοιες εικόνες με απέραντα λιβάδια, ομίχλες, νυχτερινό φως, δεν μπορώ να μην δω την ενέργεια που έχει το αστικό τοπίο και τα τσιμέντα πάνω στα τσιμέντα.»
Πώς βλέπεις μέσα από τον φωτογραφικό σου φακό την Ελλάδα; Εάν κάποιος σου ζητούσε να απαθανατίσεις την χώρα μας σε φωτογραφίες, ποιες εικόνες, ποια χρώματα και ποιο φωτισμό θα επέλεγες;
«Θα εκμεταλλευόμουν το λευκό φως, το απέραντο γαλάζιο που σου κόβει την ανάσα, τη φιλοξενία των ανθρώπων μας, τη λαογραφία μας, νοσταλγικές εικόνες που θα μας κάνουν να αγαπήσουμε αυτό που τόσο καλά έχουμε στην Ελλάδα και πολλές φορές δεν το παρατηρούμε.»
Μια ευχή για το μέλλον…
«Οι συνθήκες με τον ιό άλλαξαν τα τελευταία 2 χρόνια, εκεί που κάποιοι θεωρούσαν ότι έλεγχαν τα πάντα στη ζωή τους μπήκαμε όλοι σε μια ανησυχία και σε φόβο, ας είναι αυτό αφορμή για τους ανθρώπους να πιστέψουν στα όνειρα τους, στην αθωότητα τους και στην αλήθεια τους. Γιατί στο τέλος όλοι αναζητούμε το φως, φωτογράφοι και μη.»