Το στοιχειωμένο αρχοντικό της Φλώρινας
Στην καρδιά της Φλώρινας, ανάμεσα στα νεοκλασικά που χάνονται στη λήθη, στέκει ένα αρχοντικό τυλιγμένο στον χρόνο.
Ολόκληρο το κτίριο έχει σκεπαστεί από έναν αδιάσπαστο κισσό, λες και η ίδια η φύση το καταδίκασε στη λήθη. Οι ιστορίες για το τι συνέβη μέσα του είναι πολλές, μα καμία δεν είναι πιο φρικτή από εκείνη της Ισαβέλλας.
Η Ισαβέλλα ήταν η πιο όμορφη γυναίκα της πόλης. Τα ξανθά μαλλιά της κυμάτιζαν σαν χρυσό στον ήλιο, τα μάτια της είχαν το πράσινο του νεαρού φύλλου, και το δέρμα της ήταν αλαβάστρινο, λείο σαν μετάξι. Όλοι οι άντρες της Φλώρινας έστρεφαν το βλέμμα τους όταν περνούσε, αλλά εκείνη ανήκε σε έναν μόνο – στον άντρα της, τον Αλέξανδρο.
Το αρχοντικό τους ήταν αληθινό κόσμημα. Οι τοίχοι του, σε αποχρώσεις του κόκκινου και της ώχρας, στόλιζαν την κεντρική οδό. Στο εσωτερικό του, πολυτελή χαλιά από την Ανατολή σκέπαζαν τα ξύλινα πατώματα, οι βαριές κουρτίνες από μπλε βελούδο κρατούσαν το φως έξω, ενώ στους τοίχους κρέμονταν πίνακες με μορφές που σε κοιτούσαν αμίλητες, σαν να έκρυβαν μυστικά. Στο βάθος του σπιτιού υπήρχε μια κρυφή αυλή, ένα μέρος γεμάτο τριανταφυλλιές και κρίνα, όπου οι δυο τους περπατούσαν τα βράδια κάτω από το φως των φαναριών.
Τα πρώτα χρόνια ο Αλέξανδρος λάτρευε την Ισαβέλλα. Δεν υπήρχε μέρα που να μην της φέρει λουλούδια, που να μην θαυμάσει την ομορφιά της. Όμως ο χρόνος δεν συγχωρεί κανέναν. Ο Αλέξανδρος άρχισε να γερνά, τα μαλλιά του γέμισαν λευκές τρίχες, οι ρυτίδες αυλάκωσαν το πρόσωπό του. Και μαζί με τον χρόνο, η αγάπη του ξεθώριασε.
Δεν την κοιτούσε πια όπως παλιά.
Η Ισαβέλλα, όμως, παρέμενε όμορφη παρόλο που μεγάλωνε. Δεν είχε ούτε μία ρυτίδα, ήταν ολόιδια όπως τότε, την ημέρα που τον παντρεύτηκε. Όμως εκείνος έδειχνε να μην τη βλέπει. Ή μήπως δεν ήθελε; Μήπως το να την κοιτάξει θα του υπενθύμιζε τη δική του φθορά;
Η Ισαβέλλα μαράζωσε. Ένα πρωί, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη της και αναρωτήθηκε:
Αν δεν με κοιτάζει πια, τότε τι σημασία έχει η ομορφιά μου;
Και τότε θυμήθηκε.
Θυμήθηκε πως η μητέρα της ήξερε παλιές τέχνες. Θυμήθηκε ψιθύρους σε σκοτεινά δωμάτια, μαγικά σημάδια χαραγμένα σε κεριά. Θυμήθηκε λόγια απαγορευμένα που φυλάσσονταν μόνο για τις γυναίκες που είχαν χάσει ό,τι αγαπούσαν.
Έτσι, ένα βράδυ, με το κερί να τρεμοπαίζει μπροστά της, ψιθύρισε τις αρχαίες λέξεις.
Ο αέρας μέσα στο αρχοντικό άλλαξε. Οι βαριές κουρτίνες ανέμισαν σαν να φυσούσε από μέσα τους ένας αόρατος άνεμος. Οι πίνακες στους τοίχους μαύρισαν, το ξύλινο πάτωμα έτριξε βαθιά, σαν να πονούσε το ίδιο το σπίτι.
Και τότε ο κισσός ξεκίνησε να αναρριχάται.
Στην αρχή, ήταν λεπτές κλωστές πρασίνου που γλίστρησαν από το παράθυρο. Έπειτα, πάχυνε, απέκτησε αγκάθια και δυνάμωσε. Μέσα σε λίγα λεπτά, αγκάλιασε τους τοίχους, σκέπασε τις πόρτες, έκλεισε κάθε έξοδο. Σαν να κατάλαβε η ίδια η φύση το ξόρκι της, αποφάσισε να την κρατήσει για πάντα εκεί, μέσα στο σπίτι που την είδε να ανθίζει και να μαραίνεται. Και από τη στενοχώρια της άρχισε κ αυτή να γερνάει. Τα μαλλιά της έγιναν ασημένια, χαρακιές γέμισε το άλλοτε αλαβάστρινο πρόσωπο της και τα μάτια της ; Ξεθώριαζαν και αυτά σιγά σιγά, ώσπου έχασαν τελείως το φως τους.
Ο Αλέξανδρος στεκόταν καθημερινά μπροστά από το απροσπέλαστο τείχος από φύλλα και αγκάθια που είχαν καταπιεί το αρχοντικό. Ούτε ένα παράθυρο δεν φαινόταν πια. Προσπαθούσε να βρει τρόπο να σώσει τη γυναίκα του. Πολλοί ξυλοκόποι προσπάθησαν να κόψουν τον κισσό, μα οι λεπίδες των τσεκουριών έσπαγαν πάνω του σαν να ήταν από πέτρα. Το σπίτι είχε χαθεί για πάντα μέσα στο πράσινο πέπλο του.
Όσο κι αν έψαξε, όσο κι αν φώναξε, η Ισαβέλλα δεν ξαναφάνηκε.
Λένε πως ακόμα και σήμερα αν ακούσεις προσεκτικά μπορεί να ξεχωρίσεις ένα πνιχτό κλάμα να ταξιδεύει μέσα από το αρχοντικό. Είναι αυτό της Ισαβέλλας που θρηνεί όλα τα ωραία που χάθηκαν…
Ίσως τελικά η Ισαβέλλα να μην είναι άλλη από το ίδιο το αρχοντικό.Το σπίτι που στέκει σιωπηλό, τυλιγμένο στον κισσό, είναι εκείνη. Είναι η ομορφιά που αγνοήθηκε, η ιστορία που ξεχάστηκε.
Και εμείς οι «παρατηρητές», είμαστε ο Αλέξανδρος – αδιάφοροι καθώς τα παλιά αρχοντικά γερνούν μπροστά μας, καθώς ξεθωριάζουν, καθώς σκεπάζονται από αγκάθια και αδιαφορία.
Γιατί κάθε παλιό σπίτι που καταρρέει, δεν είναι μόνο ένα κτίριο που χάνεται.
Είναι η ψυχή της πόλης που σβήνει. Είναι η γραφικότητα που ξεχωρίζει τον τόπο μας.
Κάποτε, αυτά τα αρχοντικά ήταν γεμάτα ζωή. Άνθρωποι γέλαγαν στα σαλόνια τους, χόρευαν στις μυστικές αυλές τους, κοιτούσαν τον κόσμο μέσα από τα παράθυρά τους.
Σήμερα, τα βλέπουμε να ρημάζουν, να ξεφλουδίζουν, να θάβονται κάτω από τα σημάδια του χρόνου.
Μα δεν είναι πολύ αργά. Εμείς μπορούμε να κόψουμε με τα τσεκούρια μας τον αγκαθωτό κισσό!
Η ομορφιά τους δεν έχει χαθεί—είναι απλώς κρυμμένη πίσω από την αδιαφορία μας.
Και αν δεν κάνουμε κάτι, τότε δεν θα φταίει ο χρόνος που τα πήρε μαζί του.
Θα φταίμε εμείς, που τα αφήσαμε να ξεχαστούν.
Χριστοπούλου Ελευθερία