Το χρονικό της απελευθέρωσης της Φλώρινας και οι συμβολικές προεκτάσεις του στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα
Πανηγυρικός της ημέρας από την Πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου Φλώρινας, κ. Όλγα Μούσιου Μυλωνά, Σχολική Σύμβουλο Π.Ε.
Επέτειος λαμπρή για άλλη μια χρονιά της Απελευθέρωσης της Φλώρινας από τον οθωμανικό ζυγό και το εθνικό μας Συναξάρι ανοιγμένο στο κεφάλαιο με τα φωτεινά Ελευθέρια της πόλης μας και την απαρχή μιας νέας ελεύθερης ιστορικής πορείας στους κόλπους της Μητέρας πατρίδας.
Τιμή κι ευθύνη για μένα να στέκομαι απόψε εδώ μπροστά σας και να επιχειρώ να σας ταξιδέψω στη θάλασσα της εθνικής συλλογικής μας μνήμης και της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας, αναφέροντάς σας εξαρχής ότι η συνοπτική τοποθέτησή μου θα είναι μια αναστοχαστική αναδίφηση στα γεγονότα από μια Φλωρινιώτισσα της σημερινής εποχής, που δεν έχει ως επιστημονικό αντικείμενο τη διερεύνηση της ιστορίας, αλλά αναψηλαφεί τα ιστορικά γεγονότα με προσοχή κι ευλάβεια ως ενεργός πολίτης του σήμερα που αγωνιά για το αύριο.
Και με όλη τη δυσκολία που έχει η σύντομη αναφορά σε γεγονότα του παρελθόντος χωρίς την αναλυτική παρουσίαση του ιστορικού περικείμενου πλαισίου μέσα στο οποίο διαδραματίζονται, όπου το κάθετι μπορεί να είναι πολύ σημαντικό, αλλά η παρουσίασή του είναι ανέφικτη σε έναν σύντομο πανηγυρικό λόγο, η επιλεκτική παρουσίαση ενός μόνο κρίκου μιας ατέρμονης αλυσίδας από το αέναο ιστορικό γίγνεσθαι είναι πάντα ένα ριψοκίνδυνο κι αμφιλεγόμενο εγχείρημα.
Να σας αναφέρω εξαρχής ότι οι Πηγές στις οποίες προσέφυγα ήταν τα σχετικά κείμενα των Γεωργίου Μόδη, Θεόδωρου Βόσδου, Σοφίας Ηλιάδου-Τάχου, Αντρέα Ανδρέου και Γιώργου Περιβολάρη, ενώ οι φωτογραφίες που προβάλλονται ανήκουν στα ιστορικά αρχεία του αγαπητού Θανάση Βογιατζή, του σημαντικού μπλογκ Florinapast, και του «Αριστοτέλη».
Μεταφερόμενοι νοερά στο κλίμα της εποχής να αναφέρουμε ότι η Φλώρινα αποτέλεσε το πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις εκείνες, που συνέβαλαν στην απελευθέρωση της πόλης από τον τουρκικό ζυγό.
Η Φλώρινα της τουρκοκρατίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά και υπαγόμενη διοικητικά στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου, υπήρξε έδρα του ελληνορθόδοξου Μητροπολίτη Μογλενών. Όπως αναφέρει η Σοφία Ηλιάδου –Τάχου, σύμφωνα με πληροφορίες του έτους 1905 που μας παρέχει το ανέκδοτο Αρχείο της Ι. Μητρόπολης Μογλενών, η πόλη έχει 406 0ρθόδοξες οικογένειες, ενώ ο «Οδηγός της Ελλάδος απάσης…» του N. Ιγγλέση, ο οποίος εκδίδεται στα 1910 ανεβάζει τον συνολικό πληθυσμό της πόλης σε 10.000 κατοίκους. Η πόλη της Φλώρινας ήταν έδρα Καϊμακάμη, με δυο υποκαταστήματα τραπεζών, ενώ ο αστικός της πληθυσμός εμφανιζόταν εξαιρετικά δυναμικός, τόσο στο πεδίο των οικονομικών συναλλαγών, όσο και στο επίπεδο της κοινοτικής αυτοδιοίκησης, η οποία έχει παραχωρηθεί στα πλαίσια των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων του Χάττ-ι-Χουμαγιούν (Hatt-ı Hümayun).
Το ελληνικό φρόνημα των κατοίκων της περιοχής επιβεβαιώνεται την ίδρυση των σχολείων της κοινότητας κι από τη συμμετοχή πολλών στις επαναστατικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στον ευρύτερο χώρο της Δυτικής Μακεδονίας, στη διάρκεια του 19ου αιώνα από μικρά ελληνικά επαναστατικά σώματα. Η Φλώρινα και η Δυτική Μακεδονία διατηρώντας άσβεστη την ελληνική συνείδηση αποτέλεσαν ένα αιματοβαμμένο πεδίο πολιτικών και στρατιωτικών αναταραχών, καθώς και αλληλοσυγκρουόμενων διεκδικήσεων και εθνικών βλέψεων όλων των Βαλκανικών κρατών.
Όπως μαρτυρούν τα ιστορικά αρχεία, γύρω από την Φλώρινα, η οποία υπήρξε κέντρο της ελληνικής ιδέας σε όλη την περίοδο του Μακεδονικού αγώνα, έλαβαν χώρα ορισμένες από τις πιο καίριες συγκρούσεις αυτής της αναμέτρησης. Το 1867 ιδρύθηκε η νέα Φιλική Εταιρεία από γενναίους πατριώτες, όπως ο εκπαιδευτικός Αναστάσιος Πυχαιών από την Αχρίδα, ο Μοναστηριώτης γυμνασιάρχης Νικόλαος Φιλιππίδης, ο Κλεισουριώτης γιατρός Ιωάννης Αργυρόπουλος, και πλαισιώνεται από πολλούς άλλους μεταξύ αυτών κι από τους Νυμφαιώτες Μιχαήλ και Αναστάσιο Τσίρλη και Ιωάννη Μπουτάρη.
Πρωταγωνιστές στις επαναστατικές δραστηριότητες ήταν, επίσης, ο Παύλος Λιάτος κι ο Ναούμ Κύρου από το Ανταρτικό, οι αδελφοί Νικόλαος και Στέφανος Νταλίπης από τη Σφήκα, ο Κόλε Πίνας από το Φλάμπουρο, οι Νεβασκιώτες Ζούρκας και Γκίλας κι ο γνωστός μας καπετάν Ναούμης από την Ιεροπηγή.
Η περίοδος των τελευταίων δεκαετιών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αναδεικνύει τη Μακεδονία ολόκληρη ως μια πυρπολημένη εθνική και θρησκευτική εστία των Βαλκανίων, κέντρο των πανσλαβιστικών ενεργειών της Ρωσίας και αποδέκτη των βουλγαρικών επιδιώξεων για τη δημιουργία της μεγάλης Βουλγαρίας, με ποικίλες ακραίες κι επιθετικές ενέργειες σε βάρος των κατοίκων της περιοχής, οι οποίες αποσκοπούσαν στην παραμόρφωση και αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης των κατοίκων όλης της Μακεδονίας. Οι παρεμβάσεις είτε ιδεολογικού είτε στρατιωτικού τύπου, δηλαδή μέσα από Βούλγαρους δασκάλους και σχισματικούς ιερείς, αλλά και από τα βουλγαρικά στρατιωτικά σώματα, τα κομιτάτα, στόχευαν από τη μια στη θρησκευτική μετατόπιση συμπαγών σλαβόφωνων πληθυσμών από το ελληνικό Πατριαρχείο στην βουλγαρική Εξαρχία, ώστε να επέλθει και η συνειδησιακή τους αλλοτρίωση, και από την άλλη στη φυσική εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών που αντιστέκονταν με ληστείες, δολοφονίες, κατακρεουργήσεις, βασανιστήρια, τρομοκρατικές ενέργειες και άλλες στυγερές πράξεις.
Σε πολλές περιπτώσεις η πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής επέδειξε ηρωικές συμπεριφορές γενναιότητας κι αυτοθυσίας , με προμάχους της ελληνικής άμυνας Καπετάνιους που τα ονόματά τους συναντάμε στις οδούς της πόλης μας: ο Καπετάν Κώτας από τα Ρούλια, ο Ευθύμιος Καούδης, ο Βαγγέλης Στρεμπενιώτης από τα Ασπρόγεια, ο Παύλος Κύρου από το Ανταρτικό, ο Λάζαρος Παπασταύρος, Θωμάς Τσάμης ο Ανδρέας Γώγος, Πέτρος Γότσης, Ναούμ Λιάκος και άλλοι από το Πισοδέρι, ο Λάκης Πύρζας, ο Παύλος Ρακοβίτης, ο καπετάν Στέφος, ο Παρασκευαΐδης, ο Παπαγιώργης, ο θρυλικός Γεώργιος Τσόντος ή καπετάν Βάρδας και άλλοι πολλοί.
Εκτός του γηγενούς ανθρώπινου δυναμικού ξεχώρισαν και εμβληματικές φυσιογνωμίες, ανάμεσα στους πάνω από 700 εθελοντές από όλη την Ελλάδα που πρόσφεραν τις δυνάμεις και το αίμα τους σε αυτούς τους αγώνες, όπως ο ηρωικός Παύλος Μελάς κι ο Γεώργιος Κατεχάκης ή καπετάν Ρούβας. Όλοι αυτοί συναπαρτίζουν το ηρωικό κάδρο της εποποιίας του λαμπρού Μακεδονικού αγώνα, που αποτέλεσε τον προάγγελο των εξελίξεων και την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Όπως, λοιπόν, αφηγείται ο πρώτος Δήμαρχος Φλώρινας, ο Τέγος Σαπουντζής, στην περιοχή μας και στα περίχωρά της ο χριστιανικός πληθυσμός διέτρεχε κινδύνους να υποστεί βιαιοπραγίες από τους υποχωρούντες Τούρκους στρατιώτες και από τις ορδές των Γκέγκηδων Τουρκαλβανών. Ακόμη κινδύνευαν κι από τους Τούρκους των Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδα), οι οποίοι μόλις άρχισε η νέα επίθεση και προέλαση της 6ης Μεραρχίας, σε θλιβερές αλλά επικίνδυνες φάλαγγες, με τις βοϊδάμαξες και τα κοπάδια τους κατέκλυζαν την Φλώρινα σαν πρώτο σταθμό με κατεύθυνση την Κορυτσά, όπως μας αναφέρει ο αείμνηστος Θεόδωρος Βόσδου.
Ενόψει όλων αυτών των εξελίξεων είχε γίνει αντιληπτό σε όλους το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας. Οι Τούρκοι άρχοντες της Φλώρινας για να προλάβουν δυσάρεστα ενδεχόμενα σε βάρος τους και εναντίον των πολυπληθών Τούρκων της πόλης, που υπολογίζονταν τότε σε 6.500 έναντι των 3.000 Ελλήνων, αποφάσισαν να παραδοθεί η Φλώρινα στους προελαύνοντες Έλληνες, από τους οποίους, όπως έλεγαν, την είχαν πάρει, αλλά και γιατί είχαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη την ελληνική μεγαλοψυχία.
Έτσι στις 6 Νοεμβρίου 1912 το πρωί, οι Μωαμεθανοί προεστοί της πόλης μετά από σύσκεψη στον Τεκέ, που βρίσκονταν, εκεί όπου είναι σήμερα το κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος, αποφάσισαν να καλέσουν τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο Σακελλαρόπουλο (1878-1943) και ορισμένους Έλληνες πρόκριτους στέλνοντας αντιπροσωπεία από τους Χατζή Τζοφέρ Χαφίζ και Κιουτσούφ Αμέτ Αγά στον Μητροπολίτη.
Ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος μετά την επιμονή των δύο απεσταλμένων δέχθηκε να πάει στον Τεκέ παίρνοντας μαζί του τον Τέγο Σαπουντζή και τον γιατρό Μενέλαο Βαλάση, όπου του ανακοινώθηκε από τον Μουφτή Μεχμέτ Χουλουσή εφέντη, τους Μπέηδες και τους ογδόντα σχεδόν Αγάδες, ότι ήθελαν να παραδώσουν την Φλώρινα στους Έλληνες και να προβούν για τον σκοπό αυτό στις σχετικές ενέργειες.
Αποφασίστηκε η συγκρότηση επιτροπής, αποτελούμενης από τον Έλληνα αρχιμανδρίτη Παπαθανάση, τον σχισματικό ιερέα Παπαναστάση, τον γιατρό Μενέλαο Βαλάση και τον Τούρκο έμπορο Μεχμέτ Ζαϊνέλ, η οποία με οδηγό τον Νικόλαο Έξαρχο πήγε στον στρατηγό Γεννάδη, που βρίσκονταν στο Αμύνταιο και του επέδωσε σύντομη επιστολή του Μητροπολίτη Πολύκαρπου που έγραφε:
«Κύριε Διοικητά των Ελληνικών στρατευμάτων, σας γνωστοποιώ ότι οι φίλοι και σύμμαχοι Σέρβοι κατέλαβαν το Μοναστήρι και προχωρούν προς την Φλώριναν. Οι Τούρκοι της Φλωρίνης παρακαλούν να σπεύση ο Ελληνικός στρατός να καταλάβη την πόλιν μετά των συμμάχων Σέρβων και δεν θα φέρουν ουδεμίαν αντίστασιν, ούτε τον υποχωρούντα Τουρκικόν στρατόν θα αφήσουν να αντισταθή».
Ο στρατηγός Γεννάδης μεταβίβασε το μήνυμα με οπτικό τηλέγραφο στον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, που βρίσκονταν στην Άρνισσα, από όπου διατάχθηκε, όπως γράφει ο Τέγος Σαπουντζής, η επίσπευση της απελευθέρωσης της Φλώρινας.
Στις 7 Νοεμβρίου 1912, γύρω στο μεσημέρι, ο υπίλαρχος Ιωάννης Άρτης με τους ιππείς του, έφθασε στην είσοδο της πόλης. Από εκεί έστειλε τρεις ιππείς, οι οποίοι με γυμνά τα ξίφη τους και ανάμεσα σε Τούρκους στρατιώτες και σε πλήθος κόσμου πήγαν στην Μητρόπολη και μετέδωσαν στον Μητροπολίτη Πολύκαρπο το μήνυμα του διοικητή τους να προσέλθουν οι αρχές στην είσοδο της πόλης για να την παραδώσουν.
Ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος ήταν αρχικά διστακτικός, επειδή η Φλώρινα ήταν ακόμη γεμάτη από τουρκικό στρατό και όχλο. Κατά τον Άρτη, ο Μητροπολίτης του διεμήνυσε να γίνει την επομένη η παράδοση της πόλης. Τότε ο Άρτης έστειλε δύο νέους ιππείς, τον επιλοχία Δήμο Δήμου και τον λοχία Γεώργιο Ριζόπουλο, με την εντολή να παρακαλέσουν τον Μητροπολίτη να παραδώσει την πόλη, γιατί, όπως γράφει ο Άρτης, «εάν δεν σπεύση να εξέλθη, θα τον αναγκάση να απέλθη με τον στρατό του και εις ο,τι συμβεί ο υπαίτιος θα είναι αυτός».
Οι περιγραφές για τις ώρες εκείνες διαφοροποιούνται από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων, τον Ιωάννη Άρτη, τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και τον Δήμαρχο Τέγο Σαπουντζή, που ο καθένας τους παρουσιάζει διαφορετικές εκδοχές στις επιμέρους λεπτομέρειες, όπως όλες παρατίθενται από τον Γιώργο Περιβολάρη, δίνοντας μας κι ένα ζωντανό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο συγκροτούνται και καταγράφονται οι ιστορικές αλήθειες μέσα από την υποκειμενική οπτική των συγγραφέων τους.
H εκδοχή της πρόσκλησης του ελληνικού στρατού από την Επιτροπή των Δημογερόντων που υποστηρίζεται και σε σχετικά δημοσιεύματα των Γ. Μόδη και Τέγου Σαπουντζή, σύμφωνα με την Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, είναι εναρμονισμένη με το κλίμα της ιδεολογικής προπαρασκευής για την απελευθέρωση της Φλώρινας και επιπλέον δεν αναιρεί τον ισχυρισμό του Άρτη για ανάληψη πρωτοβουλίας από τη μεριά του, «αφού στις ταραγμένες εκείνες εποχές οι κίνδυνοι για την Επιτροπή παραμόνευαν, ενώ οι επικοινωνίες της εμπροσθοφυλακής και του κύριου όγκου του στρατού καθυστερούσαν αναγκαστικά εξαιτίας της απουσίας τεχνικής υποδομής».
Στη συνέχεια, ο Μητροπολίτης, ο Μουφτής και ο Ραββίνος, καθώς και άλλοι Έλληνες και Τούρκοι πρόκριτοι, κρατώντας «λευκή σημαία», μετέβησαν στην είσοδο της πόλης, όπου συνάντησαν τον Άρτη και με μια σύντομη τελετή προσφωνήσεων και αντιφωνήσεων, παρέδωσαν την πόλη.
Ο Ιωάννης Άρτης, απευθυνόμενος προς τους άρχοντες, είπε τα εξής: «Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α’ καταλαμβάνω την πόλιν της Φλωρίνης και τα υπό την δικαιοδοσίαν αυτής χωρία, κηρύσσων άμα τον στρατιωτικόν νόμον. Άπαντες οι κάτοικοι των μερών αυτών, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, έσονται ίσοι απέναντι του νόμου, τιθέμενοι υπό το σκήπτρον του Βασιλέως Γεωργίου του Α’ και επανερχόμενοι εις τας αγκάλας της Μητρός Ελλάδος».
Πρώτος απάντησε ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος λέγοντας: «Η πόλις της Φλωρίνης και τα υπ’ αυτήν χωρία ευχαριστούμεν τον Κύριον, όστις μας ηξίωσεν να απολαύσωμεν την χαράν της επαναφοράς μας εις την Μητέρα Ελλάδα. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου. Δηλούμεν πίστιν και αφοσίωσιν εις τους νόμους και τα ψηφίσματα του Κράτους, τιθέμενοι υπό το σκήπτρον του Βασιλέως Γεωργίου του Α’».
Στη συνέχεια, πήρε τον λόγο ο Μουφτής Μεχμέτ Χουλουσή εφέντης, ο οποίος είπε: «Ημείς οι Τούρκοι ηυνοήθημεν υπό του Κυρίου και εδεσπόσαμεν επί του κόσμου όλου. Αλλά θελήσαμε να γίνωμεν κατακτηταί και τύραννοι και ο Θεός ωργίσθη καθ’ ημών. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου ότι πολύ επιεικώς μας έκρινε και μας δίδει σε καλά χέρια. Δι’ ο δηλούμεν ότι θα είμεθα οι πιστότεροι υπηρέται του Βασιλέως Γεωργίου». Στο ίδιο πνεύμα μίλησε, τέλος, και ο Ραββίνος, από μέρους των Εβραίων, που υπήρχαν στην Φλώρινα.
Ο σχισματικός ιερέας δεν παραβρέθηκε στην παράδοση της πόλης, γιατί, πιθανότατα, υποθέτει ο Θεόδωρος Βόσδου, να μην είχε επιστρέψει ακόμα η επιτροπή, που πήγε το μήνυμα του Μητροπολίτη στον στρατηγό Γεννάδη στο Αμύνταιο, στην οποία συμμετείχε.
Μετά τις προσφωνήσεις όλοι μαζί διέσχισαν την πόλη και κατέληξαν στην Μητρόπολη, όπου και υψώθηκε η Ελληνική σημαία. Λίγη ώρα αργότερα από την πλευρά της Σκοπιάς μπήκε στην Φλώρινα άλλο τμήμα ιππέων υπό τον υπίλαρχο Πανουσόπουλο, γνωστό ήδη στη Φλώρινα, από τη συμμετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα και αργότερα εισήρθε το 1ο Σύνταγμα Ιππικού, υπό τον αντισυνταγματάρχη Ζαχαρακόπουλο και ολοκλήρωσε την απελευθέρωση της πόλης.
Ο Γεώργιος Μόδης στο διήγημά του «Πώς παραδόθηκε η Φλώρινα» περιγράφει πως: «Η Φλώρινα ήταν άνω-κάτω. O Τουρκικός στρατός υποχωρούσε απ’ το Μοναστήρι ύστερα από τριήμερη μάχη με τους Σέρβους… Φάλαγγες πεζικού, κανόνια, άλογα, μεταγωγικά, αστυνομικά. χωροφύλακες, πυροβολητές χωρίς κανόνια, φαντάροι χωρίς τουφέκια, άνθρωποι και ζώα όλοι ανακατωμένοι, κατατσακισμένοι, αποκαρδιωμένοι, με τη σφραγίδα της ήττας στα σκυμμένα κεφάλια τους περνούσαν σε διαδοχικά και ατέλειωτα μπουλούκια χωρίς καμιά τάξη και σειρά. Τα αξιοθρήνητα λείψανα του υπερήφανου Αυτοκρατορικού Στρατού ένα πια σκοπό είχαν: τη φυγή».
Την επομένη το πρωί, 8 Νοεμβρίου 1912, εορτή των Ταξιαρχών Γαβριήλ και Μιχαήλ, εισήρθε θριαμβευτικά στην Φλώρινα ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ο αποκαλούμενος Στρατηλάτης, επικεφαλής του επιτελείου του και δύο συνταγμάτων, της σιδηράς όπως ονομάζονταν 4ης Μεραρχίας, που παρέμειναν επί τρείς εβδομάδες στην Φλώρινα.
Η υποδοχή του Διαδόχου έγινε κάτω από καταρρακτώδη βροχή στην είσοδο της πόλης, όπου είχαν συρρεύσει οι κάτοικοι της Φλώρινας, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και τους λοιπούς πρόκριτους της πόλης, όπου εκτυλίχθηκαν μοναδικές σκηνές ενθουσιασμού κατά την υποδοχή του νικηφόρου ελληνικού στρατού, εφόσον για τον λαό της Φλώρινας είχε φτάσει η λυτρωτική στιγμή μιας επίπονης και ταπεινωτικής πορείας πέντε αιώνων.
«Ήταν το ξεχείλισμα της αλύγιστης ψυχής του Φλωρινιώτη, που καρτερικά και αδούλωτος ψυχικά περίμενε την εθνική ανάστασή του. Ήταν η θεία στιγμή του γκρεμίσματος μιας μισητής αυτοκρατορίας και του τέλους ενός βασανιστικού εφιάλτη αιώνων», αναγράφει ο Θεόδωρος Βόσδου. Και είναι σημαντικό να μη λησμονούμε ότι οι πρόγονοί μας κατέκτησαν την ελευθερία αυτή γιατί την άξιζαν και την επεδίωξαν, γιατί όλοι, ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι ή βλαχόφωνοι, ήταν Έλληνες στη ψυχή και στο φρόνημα, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Παλαμά:
«Στη χώρα τούτη την αέρινη, στη Μακεδονική μας γη
με το πολύπαθο κορμί την σπάνια και άφθαρτη αντοχή,
η αγνή ελληνική ψυχή ποτέ δεν έσβησε και ζει, και ζει και ζει»
(Κωστής Παλαμάς)
Τα πατριωτικά συναισθήματα του λαού της Φλώρινας, εξέφρασε ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος στις προσφωνήσεις του προς τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, τόσο στην είσοδο της πόλης όσο και κατά την δοξολογία, που επακολούθησε στον ιστορικό Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου. H δοξολογία αυτή σηματοδότησε την αρχή του ελεύθερου βίου των κατοίκων της Φλώρινας που τον κατέκτησαν μετά από σθεναρή αντίσταση αιώνων.
Στη Φλώρινα, όμως, παρέμειναν κι οι Σέρβοι, με επικεφαλής τον πρίγκηπα Αρσένιο και ισχυρίζονταν ότι αυτοί πρώτοι κατέλαβαν την Φλώρινα. Τελικά ο Διάδοχος Κωνσταντίνος έπεισε τον πρίγκηπα Αρσένιο ότι η Φλώρινα απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό στρατό. Έτσι, μετά από μια εβδομάδα παραμονής η Σερβική Μεραρχία αναχώρησε για το Μοναστήρι.
Υπό την σερβική κατοχή περιήλθαν η Αχρίδα, η Στρώμνιτσα, το Μελένικο, το Κρούσοβο, το Μορίχοβο, περιοχές με υψηλό πατριωτικό ελληνικό φρόνημα, αλλά και το προπύργιο του Ελληνισμού, το ξακουστό και αλησμόνητο Μοναστήρι, μαζί με όλη την πάλλουσα από ελληνικότητα ευρύτερη περιοχή του, ένα γεγονός που μας πονάει βαθιά ακόμα και σήμερα, ιδίως όσους έλκουμε την καταγωγή μας από τα μέρη αυτά.
Ποια είναι, όμως, σήμερα η σημασία αυτής της επετείου, ποιο αντίκρισμα έχει αυτή η αναζωπύρωση της εθνικής συλλογικής μας μνήμης και η ανάδειξη αυτής της λαμπρής ιστορικής κληρονομιάς που κληροδότησαν σε εμάς τους μεταγενέστερους μέσα από αγώνες, έργα παρακαταθήκες, τρόπαια νικών αλλά και επιτύμβια θυσιών οι πρόγονοί μας;
Τι ακριβώς σημαίνει για τα νέα παιδιά της πατρίδας μας να στέκουν μπροστά στο εθνικό μας Εικονοστάσι και να αντικρίζουν τα λαμπρά προσκυνητάρια του παρελθόντος;
Ποια μηνύματα εθνικής συνειδητοποίησης εκπέμπει η επέτειος αυτή σε μια κοινωνία που συγκλονίζεται κυριολεκτικά από μια πρωτόγνωρη κοινωνική, οικονομική και ανθρωπιστική κρίση, όπου ο καθένας αγωνιά καθημερινά να ανταποκριθεί στις ζωτικές ανάγκες της καθημερινής του επιβίωσης;
Είναι γεγονός ότι η κρίση μας έχει ωθήσει όλους σε μια ευρεία αναθεωρητική διάθεση θέτοντας σε αμφισβήτηση τις προϋπάρχουσες βεβαιότητες. Στις σημερινές συνθήκες όλα τα κοινωνικά ζητήματα τίθενται ακόμα πιο έντονα: η συνύπαρξη εθνών-κρατών, οι μεγάλες συμπράξεις όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο αναπροσδιορισμός της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας, η κοινωνική πόλωση, τα πολιτικά σχίσματα, οι μετακινήσεις πληθυσμών, όλα αυτά τείνουν να θέτουν ερωτήματα και οι απαντήσεις συχνά αναζητούνται στο παρελθόν.
Ο συγκυριακός εγκιβωτισμός των γεγονότων σε ένα νέο πλαίσιο κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων που έχουν κατακρεουργήσει κάθε έννοια αρχών και αξιών είναι ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος σήμερα, ιδίως για τις νέες γενιές που φαίνονται ανέστιες, ανερμάτιστες και απέλπιδες.
Αν δεχτούμε ότι ο σκοπός της ιστορικής σκέψης και συνείδησης είναι το να αποκτήσουμε επίγνωση ότι ο σύγχρονος κόσμος αποτελεί συνέχεια του παρελθόντος και να συνειδητοποιήσουμε ότι ο ιστορικός ορίζοντας στο βάθος του χρόνου συνδέεται άμεσα με την καθημερινή μας ζωή, η κατανόηση των ιστορικών γεγονότων, η διασύνδεση αιτίων και αποτελεσμάτων, η ερμηνεία των ανθρώπινων συμπεριφορών σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και καταστάσεις είναι μια ενδεχόμενη αλλά σθεναρή υποβοήθηση για εκδήλωση υπεύθυνων συμπεριφορών στο παρόν και το μέλλον.
«Εγώ κληρονόμος πουλιών/ πρέπει/ έστω και με σπασμένα φτερά/ να πετάω» (Μίλτος Σαχτούρης) μας υπενθυμίζει ο ποιητής, υπογραμμίζοντας τις σπουδαίες συναισθηματικές επιρροές της ψυχικής ανάτασης για τον κάθε άνθρωπο και, ιδίως, για εμάς τους Έλληνες, που μας διακατέχει η βαθιά αίσθηση ότι είμαστε η αναπόσπαστη συνέχεια ενός λαού που έρχεται από μακριά και έχει όλα τα εφόδια της ψυχής για να πάει μακριά.
Ενός λαού που δημιούργησε αξίες και στα βάθη των αιώνων και επενδύει διαχρονικά σε αυτές.
Ενός λαού που έχει στην παράδοσή του την περηφάνια της ύπαρξης που «άνω θρώσκει», που πάντα «διψάει για ουρανό», γιατί αυτή ακριβώς είναι και η ειδοποιός διαφορά του σκεπτόμενου ανθρώπου από τα άλλα έμβια πλάσματα.
Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά η αναπτέρωση του ηθικού μας είναι επιτακτική ανάγκη. Για αυτό και η στροφή στα γεγονότα εκείνης της περιόδου και η προσδοκία πως η ανάκληση του ιστορικού παρελθόντος θα συνδράμει ποικιλότροπα στην αντιμετώπιση ανάλογων συγκυριών του δικού μας παρόντος και μέλλοντος γίνεται σηματωρός της ελπίδας.
Να υπογραμμιστεί ότι είναι και εξαιρετικά σημαντική μέσα από την κατάλληλη παιδεία η προετοιμασία συνειδητών πολιτών που έχουν γνώση του παρελθόντος, που μπορούν να προβούν σε κατανόηση του παρόντος και είναι σε θέση να καταρτίζουν τον σχεδιασμό του μέλλοντος. Κι αυτό πρέπει να αποτελεί μια σημαντική πτυχή κι έναν βασικό επιδιωκόμενο στόχο της Εκπαίδευσης.
Σήμερα, λοιπόν, επετειακή ιστορική μέρα, ας επαναπροδιορίσουμε στην αξιακή μας κλίμακα καταρχήν την έννοια της πατρίδας. Ας ξαναθυμηθούμε ότι ακόμα και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις, η πατρίδα δεν παύει να είναι το σπίτι των παιδικών μας χρόνων, η μεγάλη μητέρα, η αγκαλιά μέσα στην οποία γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε και δημιουργούμε.
Κι αν είναι «η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές…» κι αν το αίμα και «τα δάκρυα που χύθηκαν είναι κι αυτά πατρίδα που δεν χάνεται» (Ο. Ελύτης), πατρίδα είναι κι οι αιμόφυρτοι, γυμνοί, σκελετωμένοι μάρτυρες της πίστης και των ιδανικών, τα ιερά σφάγια της Εκκλησίας και της Ελευθερίας, οι γιγαντόψυχοι ήρωες κληρικοί και λαϊκοί, αντιστασιακοί και ανυποχώρητοι εθνεγέρτες.
Και «Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι» μας λέει ο στοχαστικός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του. Και συνεχίζει:
«…Όταν μου πειράζουν την πατρίδα και τη θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα ’νεργήσω κι ό,τι θέλουν ας μου κάνουν… Κι αυτείνη η πατρίδα δεν λευτερώθη με παραμύθια, λευτερώθη μ’ αίματα και θυσίες… Κι όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Ναρθή ένας να μου ειπή ότι θα πάγη ομπρός η πατρίδα, στέργομαι να μου βγάλη και τα δυο μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου καλά, με θρέφει· αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νάχω, στραβός θανά είμαι. Ότι σ’ αυτείνη θα ζήσω, δεν έχω σκοπόν να πάγω αλλού.»
Λόγια που ηχούν περισσότερο σημαντικά από ποτέ στους καιρούς μας, που η «ξηρασία του μέλλοντος» αποδιώχνει τον ανθό της ελληνικής κοινωνίας σε άλλες χώρες.
«Πατρίδα, … γεννημένη μες από φωτιές, από κραυγές κι αίματα
απ’ αυτούς που πέσανε για σένα, χιλιάδες και χιλιάδες
και χάθηκαν για πάντα κάτω απ’ το χώμα σου.
Όταν ο περαστικός ξυλοκόπος κάθεται σε μια πέτρα
στην άκρη του δρόμου, την ώρα που βραδιάζει δεν είναι μονάχος.
Ακούει κάτω απ’ το χώμα του δρόμου να τον φωνάζει το αίμα σου.
Πατρίδα είσαι γεννημένη απ’ τους πεθαμένους.» (Τάσος Λειβαδίτης)
Κι είναι σπουδαίο αναλογιζόμενοι τον κοσμοπολιτισμό που μας διαπερνά από την αρχαιότητα, να βρούμε τον δρόμο ανάμεσα στον ακραιφνή και μισαλλόδοξο εθνικισμό και τον ισοπεδωτικό αδιαφοροποίητο διεθνισμό, να βαδίσουμε την οδό όπου βρίσκεται ο γνήσιος πατριωτισμός, που καλλιεργεί και προάγει την αγάπη για την πατρίδα, τη γλώσσα, τις αρχές και τις αξίες μας, καλλιεργώντας μια συνείδηση ιστορικότητας με τα μικρά και τα μεγάλα που καταγράφονται στις ιστορικές σελίδες του έθνους.
Σημαντική σημασία για την νέα εθνική μας συνειδητοποίηση έχει και ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας του Έθνους και του εθνικού. Αν αναλογιστούμε την πασίγνωστη ρήση του Σολωμού πως «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό» θα δούμε ότι τα ζητούμενα που συνιστούν την «εθνική μας επιταγή» έχουν έναν κορμό που διατρέχει τους αιώνες, αλλά και νέα παρακλάδια, απότοκο των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών.
Εθνικό, αυτό δηλαδή που μας καθορίζει λόγω κοινών ηθών και εθίμων ως ελληνικό «έθνος», ως σύνολο ανθρώπων μέσα στην Ευρώπη και την οικουμένη, είναι το χρέος μας να κρατήσουμε σήμερα από το παρελθόν την αγάπη για την πατρίδα, την καλλιέργεια της γλώσσας μας, την ανάδειξη και την προστασία του πανέμορφου φυσικού μας περιβάλλοντος και του πολιτισμού μας, να λειτουργούμε με αλληλεγγύη, ομαδικό πνεύμα συνεργασίας και να αποδεχτούμε όχι μόνο τα λαμπρά γεγονότα αλλά και τους αλληλοσπαραγμούς που η χώρα μας ζει σε επανάληψη ανά τους αιώνες.
Εθνικό είναι να ανασύρουμε ό,τι πιο δημιουργικό μας χαρακτηρίζει, να ανασηκώσουμε τον πήχη της ηθικής μας πρακτικής και της εντιμότητας, να επικρατήσει η αξιοκρατία και να φτιάξουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα δημιουργεί ενεργούς και συνειδητοποιημένους πολίτες. Εθνικό είναι να αναδείξουμε εκπροσώπους και ηγέτες με όραμα, να επανακτήσουμε αυτό που πλούτισε τον Ελληνισμό, τον εμψύχωσε και τον άνδρωσε, την αναζήτηση ιδεών. Εθνικό είναι να εμβαθύνουμε και να αφουγκραζόμαστε τον σφυγμό της στιγμής, της χώρας και του κόσμου και να ενισχύουμε και να αξιοποιούμε τις παραγωγικές δυνάμεις που θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο.
Μέρος της εξόδου μας από αυτή την τραγική κρίση είναι η συγκρότηση ενός νέου εθνικού αφηγήματος, που θα θέτει τις βάσεις για την κοινωνική μας αναδημιουργία, πράγμα που αποτελεί και το μέγιστο ζητούμενο της εποχής. Όλοι μαζί να γράψουμε το δικό μας κεφάλαιο σε αυτό το νέο εθνικό αφήγημα. Ώστε όταν θα έρθει αύριο η ώρα να το παραδώσουμε στα παιδιά μας, στο μέλλον αυτού του τόπου, να μπορούμε να τα κοιτάμε στα μάτια.
Ο δρόμος για την ανάπτυξη της χώρας είναι ο μοναδικός δρόμος που έχουμε. Είναι η μοναδική μας επιλογή, το εθνικό μας στοίχημα. Αλλά δεν φτάνουν μονάχα τα νομοθετήματα και οι πρωτοβουλίες της Πολιτείας. Σε αυτήν την εθνική προσπάθεια θα πρέπει να συμμετέχουμε όλοι, όλες οι κοινωνικές ομάδες και ο κάθε πολίτης ξεχωριστά, ο καθένας στο βαθμό που μπορεί, στο μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί.
Και να είμαστε περήφανοι ότι την κρίσιμη στιγμή, δεν δειλιάσαμε, δεν αρνηθήκαμε τις ευθύνες μας, αλλά μπήκαμε μπροστά, εργαστήκαμε σκληρά και δημιουργήσαμε από κοινού το νέο εθνικό αφήγημα, το νέο κεφάλαιο στην ιστορία της πατρίδας μας. Αυτό της αναπτυξιακής προοπτικής, της αλληλεγγύης, της βιώσιμης ελπίδας.
Στη συγκρότηση αυτού του αφηγήματος η γνώση της ιστορίας μας, του παρελθόντος και των ποικίλων όψεων που το συναπαρτίζουν απαιτεί να συμπληρώσουμε και να αναθεωρήσουμε την Ιστορία της Εθνικής μνήμης με την «Ιστορία της κοινωνικής μνήμης» με τον φωτισμό των σκοτεινών πτυχών της ιστορίας, καθώς και με την ανάσυρση των «ηχηρών σιωπών» της, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αντρέας Ανδρέου.
Ας σκύψουμε πάνω στις αλήθειες μας, πάνω στις πληγές μας, πάνω στις ένδοξες και τις τραγικές στιγμές μας, πάνω στις μεγαλειώδεις επαναστάσεις και στους εμφύλιους σπαραγμούς μας… Μόνον έτσι η κοινωνία μας θα γνωρίσει τον εαυτό της και θα κατανοήσει νοοτροπίες και συμπεριφορές που καθόρισαν τις ιστορικές εξελίξεις.
Η νέα γενιά, σε ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ ιστορικού παρελθόντος και παρόντος, συγκροτώντας την εθνική της ταυτότητα με γνώση της ιστορίας και με καθαρό νου, ας είναι έτοιμη να ερμηνεύει και να κατανοεί τις κοινωνικές καταστάσεις και να μεταβάλει τα δεδομένα όταν αυτό επιτάσσουν οι καιροί για το συλλογικό καλό.
Να αρνείται να υπακούει στις αυθαίρετες επιταγές των ισχυρών με ριζοσπαστικές πράξεις αντίστασης και να συναινεί στην κοινωνική επιταγή της εθελούσιας προσφοράς για την υπεράσπιση των αξιών και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας, για την προάσπιση της δημοκρατίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Αν δεχτούμε, τέλος, ότι οι άνθρωποι ολοκληρώνουν τον επί γης προορισμό τους ζώντας και δημιουργώντας με τους άλλους μέσα σε κοινωνίες, οι κοινωνίες αυτές πορεύονται οργανωμένες και θεσμικά συντεταγμένες προς την πρόοδο, μόνο όταν διακατέχονται και εμφορούνται από αρχές και αξίες.
Ας αναστοχαστούμε κι ας επανατοποθετήσουμε στο εικονοστάσι της ψυχής μας τις αξίες και τις σταθερές μας αναφορές. Ας νιώσουμε τη μέγιστη σπουδαιότητα της ελευθερίας, που ήταν η κορυφαία αρχή όλων των αγώνων του Έθνους μας, αλλά και η πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Τα μηνύματα για την αξία της έρχονται από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας…
Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον.
Θουκυδίδης, 460-394 π.Χ., Αθηναίος ιστορικός (από τον Επιτάφιο του Περικλή)
Την των δήμων ελευθερίαν η των αγαθών ανδρών άμιλλα φυλάττει.
Δημοσθένης, 384-322 π.Χ., Αθηναίος ρήτορας
Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;
Διονύσιος Σολωμός, 1797-1857, Εθνικός Ποιητής
Γιατί «Η ελευθερία έχει δυο κοφτερές όψεις, όπως τα παλιά ξυραφάκια» λέει ο Ελύτης και θέλει πάντα «θέλει αρετή και τόλμη» συμπληρώνει ο Κάλβος. Κι ο Ρίτσος βροντοφωνάζει:
«…αν είμαι εδώ, μέσα στον κόσμο, μ’ ένα μεγάλο φτερό καρφωμένο στο στήθος,
αυτό ’ναι που ’μαθα μια λέξη, και τη λέω και κλαίω: ελευθερία-
αυτήν γνωρίζω, αυτήν υπάρχω, αυτήν ανεμίζω, α
υτήν που μου ’μαθαν οι σκοτωμένοι σε μουγγά νυχτέρια
κάτω απ’ τις πέτρες τόσων λιθοβολισμών
-μια λέξη μόνο: Ελευθερία. Ελευθερία. Ελευθερία.» (Γιάννης Ρίτσος)
Αιώνιες, ακατάλυτες και πανανθρώπινες οι αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισονομίας και της δικαιοσύνης, αξίες που ακτινοβολούν σε όλον τον κόσμο, αλλά και οι αρχές του Ορθόδοξου σεβασμού στο ανθρώπινο πρόσωπο, της αγάπης και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Αυτές χαρακτηρίζουν την ιστορική μας πορεία ανά τους αιώνες.
Κι οι πρόγονοί μας έγιναν φωτοβόλοι εθνικοί πίδακες από όπου αρδεύουμε νάματα ζωηφόρα εμείς. Ας αναβαπτιστούμε σε αυτά κι ας επαναπροσδιορίσουμε τις προτεραιότητες και τα σημαντικά της προσωπικής και της κοινωνικής μας ζωής.
Είμαστε, λοιπόν, από «καλή γενιά». Δεν μας αρμόζει να παραμένουμε στην ηττοπάθεια, στην απαισιοδοξία και τον ωχαδερφισμό. Πρέπει να πάμε ακόμα πιο ψηλά! Σήμερα δεν αρκεί το θυμίαμα της ευγνωμοσύνης μας στο καλλιμάρμαρο μνημείο των ηρώων, δε φτάνει η ακλόνητη κι αταλάντευτη εθνική μας συνείδηση. Δεν επαρκεί η συναίσθηση του χρέους απέναντι στο αιματοβαμμένο παρελθόν.
Σήμερα χρειάζεται βούληση σθεναρή και πράξη, και συμμετοχή, και δράση, ώστε ο καθένας μας να είναι ο ελεύθερος πολίτης μιας πατρίδας, που την ονειρεύεται δίκαιη και ευνομούμενη, ελεύθερος και συνάμα κοινωνικός, με συνείδηση των δικαιωμάτων του και των δικαιωμάτων του λαού του… Πράξη και συμμετοχή στην κοινωνική μας καθημερινότητα, γιατί όπως λέει ο Παλαμάς:
«Χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν πέρασαν, θα’ ρθούνε, θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί».
Σήμερα, λοιπόν, που είναι μέρα γιορτής για τη Φλώρινα της καρδιάς και των ονείρων μας αρμόζουν θαυμαστά τα λόγια του Ελύτη, που με αυτά θα κλείσω τον αποψινό μου πανηγυρικό λόγο:
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες το αίμα
του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο
Ελευθερία, για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος! (Oδυσσέας Ελύτης)
Χρόνια πολλά, αγαπητοί συνεορτάζοντες, χρόνια πολλά όπου γης Φλωρινιώτες, χρόνια πολλά συμπατριώτες μου, κι ελεύθερα!
Σας ευχαριστώ!