«Αγάπη ή Τζιχάντ»: γράφει η Σοφία Ηλιάδου – Τάχου
ΜΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα
Πηγή: http://www.ert.gr
Το βιβλίο «Αγάπη ή Τζιχάντ» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά πέρσι στις 8 Μαρτίου, Ημέρα της Γυναίκας, στην πατρίδα μου τη Φλώρινα.Το μυθιστόρημα αυτό επιχειρεί να µιλήσει στις ψυχές περισσότερων ανθρώπων για το ζήτημα της χρησιμοποίησης της γυναίκας στις διαδρομές της ιστορίας και στις δογματικές αποφάνσεις των θρησκειών. Οι πρωταγωνίστριές µου ή αλλιώς τα θύματα μιας ενορχηστρωμένης επίθεσης ενάντια στις γυναίκες που ξεφεύγουν από τον στερεότυπο ρόλο τους και διεκδικούν μερίδιο από την ανδρική κυριαρχία στον πλανήτη, είναι αυτές που χαρίζουν τα ονόματά τους στα κεφάλαια του βιβλίου.
Είναι γυναίκες που δεν ανήκουν στο ίδιο κοινωνικό και πολιτισμικό συγκείμενο, ούτε καν στην ίδια εποχή. Δεν διακρίνονται για τις ίδιες αντιλήψεις, δηλαδή, για έναν ενιαίο κώδικα ερμηνείας της κοινωνίας και των συμβάσεών της. Δεν υπηρετούν τα ίδια θρησκευτικά δόγματα ή δεν διακρίνονται για την, ίδιας κατεύθυνσης, ανορθόδοξη ή ορθόδοξη ερωτική συμπεριφορά. Ανάμεσα στα θύματα αυτής της επίθεσης συμπεριλαμβάνονται και άντρες, που στηρίζουν με τον δημόσιο λόγο τους γυναικεία θέματα, όπως οι αμβλώσεις, ή η καταδίκη των βιασμών σε χώρες του Τρίτου Κόσμου.
Σκοπός μου, δηλαδή, δεν ήταν να κατασκευάσω ένα καταγγελτικό μανιφέστο, μέσα στο οποίο θα δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για την κατάδειξη των απειλών που δέχτηκε η γυναίκα στον χρόνο, από θρησκείες, οργανωμένες ομάδες, κοινωνικές οργανώσεις ή από τον σύγχρονα νέο-αναδυόμενο νεοσυντηρητισμό. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αδυνατίσει, όχι μόνο τη λογοτεχνική μου πρόθεση, αλλά και την αισθητική ποιότητα του κειμένου μου.
Επέλεξα λοιπόν ενσυνείδητα, εκμεταλλευόμενη την άλλη μου ιδιότητα, εκείνη της Καθηγήτριας Ιστορίας, να ενσαρκώσω, μορφοποιώντας τις αισθητικά, γυναικείες μορφές, πολλές από τις οποίες υπήρξαν πραγματικά ιστορικά πρόσωπα, αγνοήθηκαν όμως από την επίσημη ή αλλιώς τη «δημόσια ιστορία», γιατί διαφοροποιήθηκαν από τα πρότυπα που πρόβαλε η κοινωνία της εποχής τους για τη γυναίκα. Επομένως, το υλικό μου είναι πραγματικό, όλα τα πρόσωπα βγήκαν από τον μικρόκοσμο των ιστορικών μου περιπλανήσεων, υπέστησαν όμως μία -θέλω να πιστεύω- δημιουργική μετάπλαση: τους προσέδωσα δηλαδή, σαν «καλή» σκηνοθέτης, στοιχεία από τη δική μου ανάγνωση, χωρίς να αίρομαι έξω και πέρα από τον τρόπο που τους περιέγραψαν ιστορικοί και χρονικογράφοι στις πάντα «διαμεσολαβημένες» βιβλιογραφικές αναφορές που έφτασαν ως εμένα.
Το εγχείρημα βέβαια κινδύνευε εξ ορισμού με εκτροχιασμό: η Μαρία η Μαγδαληνή, ένα βιβλικό πρότυπο, η Θεοδώρα η σύζυγος του Ιουστινιανού, η Θεοφανώ Μαρτινιάκου ή η Ζωή Ζαούτζη και η Κασσιανή ή ακόμα και οι δυτικές ηρωίδες μου, όπως η Μαρία της Βρυέννης ή η καπετάνισσα Εσμεράλδα κουβαλούσαν μαζί τους στη διαδικασία της μυθιστορηματικής τους ανάπλασης ένα βαρύ ιστορικό φορτίο, που δεν μου επέτρεπε να παρεκκλίνω, ούτε στο επίπεδο της ερμηνείας, ούτε σε εκείνο της πλαισίωσης. Μου έμενε μόνο η δυνατότητα να αναδείξω τις εκφάνσεις της εύθραυστης και πανταχόθεν απειλούμενης θηλυκότητά τους, που διακρινόταν για μια αιρετική για τα κοινωνικά θέσμια κάθε εποχής άποψη, που αφορούσε είτε στο κυνήγι των ποικίλων «στοχαστικών προσαρμογών» του έρωτα, είτε στη μέθη για την πολιτική ή την κοινωνική εξουσία, είτε στην επίμονη αναζήτηση μιας σημαίνουσας θέσης στη νέα θρησκεία.
Και τότε ανακάλυψα πως όλες οι γυναίκες, στις οποίες ως εκείνη τη στιγμή εστίαζα, ήταν γυναίκες της ανώτερης κοινωνικής ιεραρχίας, με εξαίρεση βέβαια την Εσμεράλδα και τον τυχοδιωκτισμό της. Πήρα λοιπόν υπόψη μου τις γυναίκες των οθωμανικών κοινωνιών, μουσουλμάνες και χριστιανές, αστές και μη, σε μια προσπάθεια να αναδείξω εξίσου μη ανεκτές μορφές συμπεριφοράς που επέσειαν την τιμωρία σε ένα διαφορετικό συγκείμενο. Δημιούργησα έτσι, με αρκετή δόση φαντασίας είναι αλήθεια, τη Φεχριντέ, τη Φατιμέ, αλλά και την Ευπραξία Καρρίντε ή τη Ζαχαρία Κωνσταντίνου. Έπειτα τις ενέταξα στον μικρόκοσμο μιας οθωμανικής κοινωνίας και παρακολούθησα τη μοίρα τους να ξεδιπλώνεται παράλληλα με εκείνη των ιστορικών μου προσώπων, μέσα από την ενοχοποίηση του μη θεσμοποιημένου ερωτισμού τους, σε μια κοινωνία με φαλλοκρατικά πρόσημα.
Ωστόσο ένιωθα πως σε αυτή τη διαδρομή μου έλειπαν δύο άξονες: το νήμα της γυναίκας στην κλασική αρχαιότητα και αυτό της σύγχρονης γυναίκας. Έσκυψα τότε στα δημοσιεύματα του ευρωπαϊκού τύπου: αφορούσαν σε δολοφονίες πρωτοπόρων φεμινιστριών σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, σε υποθέσεις βιασμών, αλλά και σε παράδοξους, ανερμήνευτους θανάτους εξεχουσών γυναικών ακαδημαϊκών, πολιτικών, φεμινιστριών στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Είχα την εντύπωση πως το χέρι του θανάτου είχε απλωθεί πάνω από τον κόσμο μας. Κάποτε μάλιστα μελέτησα και τις συνιστώσες του νεοσυντηρητισμού που άλωνε την πολιτική εξουσία στις ΗΠΑ. Όλα αυτά με οδήγησαν στο να επινοήσω τη Ζανέτ, την Καλλιπάτειρα Δροσοπούλου αλλά και να τις συσχετίσω με τη Σαπφώ και τις ιέρειες της Αφροδίτης στην Έφεσο. Γιατί μέσα από τα διαβάσματά μου η απειλή αποκτούσε συγκεκριμένο πρόσωπο: ήταν ο νεοσυντηρητισμός στο πεδίο της πολιτικής που άπλωνε τα πλοκάμια του στην κοινωνία και στρεφόταν ενάντια στην αύξηση της επιρροής της γυναικείας οπτικής στη θεώρηση του κόσμου.
Μέσα από την περιπλάνησή μου στην σύγχρονη αρθρογραφία διαπίστωνα και κάτι ακόμα: πως όχημα του νεοσυντηρητισμού ήταν η θρησκεία που καλούνταν να νομιμοποιήσει τις συμβάσεις αλλά και τις έκνομες δράσεις που είχαν την πρόθεση να σταματήσουν τη γυναίκα, να την εκθέσουν, να της αποδώσουν «κατασκευασμένο» ρόλο µε προεξάρχοντα εκείνον της γυναίκας «πόρνης», δηλαδή, της γυναίκας που χρησιμοποιεί τον ερωτισμό της, γιατί είναι το μόνο της όπλο για να ελέγχει και να εξουσιάζει.
Έτσι γεννήθηκε η διάσταση του φαντασιακού, ο μυθιστορηματικός καμβάς αυτής της ιστορίας: Η ιδέα μιας σύγχρονης, με πανάρχαιες καταβολές οργάνωσης, η γένεση της οποίας εντοπίζεται στις πρωτοχριστιανικές κοινωνίες, μιας οργάνωσης η οποία είναι φαλλοκρατική και ομοφοβική, αίρεται πάνω από θρησκείες και λατρευτικά δόγματα, έχει ως εκτελεστικό της βραχίονα μια ανδρόμορφη γυναίκα και θέτει ως στόχο της την διαιώνιση της ανδρικής εξουσίας ανά την υφήλιο, μέσα από τη σχεδίαση και εκτέλεση δολοφονιών σημαινουσών γυναικών, η δράση των οποίων μπορεί να μεταστρέψει τη ροή της ιστορίας, αλλά και ανδρών που στηρίζουν τέτοιες λογικές.
Επειδή όμως κάθε τέτοια οργάνωση περιβάλλεται από τα σύμβολά της, επέλεξα εκείνα που εμπεριέχονται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και στρέφονται γύρω από την πόρνη της Βαβυλώνας και την διαρκώς υποβόσκουσα απειλή ενός «Αρμαγεδδώνα» που στη δική μου σημειολογία σημασιοδοτεί την κατάλυση του κόσμου με την ανδροκρατική επικυριαρχία. Και για να διασφαλιστεί η συνοχή όλων αυτών των ιστοριών των γυναικών μέσα στον «αείρροο Ηρακλείτειο κόσμο μας» επέλεξα την παρουσία ενός χριστιανικού συμβόλου, αυτού της ιερής λειψανοθήκης με την άκανθα από το στεφάνι του Ιησού, ενός συμβόλου που υπήρξε αληθινό, έφτασε ως τις μέρες μας και ταυτίστηκε, στη δική μου τουλάχιστον αφήγηση, με τη διάρκεια αυτής της πάλης μέσα στον χρόνο για τον περιορισμό των γυναικείων δικαιωμάτων και τη νομιμοποίηση της έμφυλης βίας, από τους Αρχιερείς των κάθε εποχής εξουσιών.
Ένα μόνο σημείο θα ήθελα ακόμα να σχολιάσω: στη μυθιστορία μου επέλεξα να εμφανίσω το επικίνδυνο πρόσωπο του έρωτα, αυτό που στοχεύει στη χειραγώγηση του ασθενούς φύλου από το ισχυρό, μέσα από την ερωτική πράξη και τη συνακόλουθη εξάρτηση που επέρχεται εξαιτίας της. Η συγκεκριμένη επιλογή ουδόλως αναιρεί τη δημιουργική διάσταση του έρωτα, ετερόφυλου ή ομόφυλου αδιάφορο, απλά δίνει έμφαση στην επιβουλή όσων εξυφαίνουν σχέδια συνωμοτικής επικυριαρχίας, χρησιμοποιώντας τον έρωτα και τη δυναμική του. Καταγγέλλει δηλαδή την εξαχρείωση μιας τέτοιας «εργαλειακής χρήσης» του έρωτα και της συνεύρεσης.
Η επισήμανση αυτή μας φέρνει λοιπόν πιο κοντά στην καταληκτική μου παρατήρηση: γιατί αν και όσα είπα ως τώρα δεν δικαιολογούν απόλυτα τον τίτλο του βιβλίου μου, δηλαδή το δίλημμα «αγάπη ή τζιχάντ», η εξήγηση που θα δώσω θα απαντήσει στο πώς βλέπω τον πραγματικό έρωτα. Θα κλείσω λοιπόν, επισημαίνοντας πως, σύμφωνα με τη δική μου οπτική και φιλοσοφία, ο ιερός πόλεμος ενάντια στη γυναίκα, αυτός που διήρκεσε αιώνες, το τζιχάντ, δεν θα σταματήσει ποτέ, αν τα δύο φύλα δεν κατακτήσουν το νόημα της συνύπαρξής τους μέσα από το βίωμα της αγάπης. Μιας αγάπης που εμπεριέχει τον αμοιβαίο σεβασμό και προϋποθέτει μικρούς, καθημερινούς, αμοιβαίους συμβιβασμούς.
Άρα στο ερώτημα «αγάπη ή τζιχάντ» η δική μου απάντηση είναι ΑΓΑΠΗ.
Σοφία Ηλιάδου – Τάχου
Καθηγήτρια Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Το μυθιστόρημα της Σοφίας Ηλιάδου-Τάχου Αγάπη ή Τζιχάντ κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο (σελ.: 304, τιμή: 12,00 €).
«…Η Καλλιπάτειρα είχε δολοφονηθεί χθες σε ένα μικρό χωριό έξω από την αρχαία Έφεσο. Η δολοφονία σχολιαζόταν από όλο τον παγκόσμιο τύπο. Στα άρθρα που δημοσιεύονταν κυριαρχούσαν περιγραφές από την εύρεση του πτώματος της Καλλιπάτειρας στο οποίο ήταν καρφιτσωμένο χαρτί όπου αναγραφόταν η εξής φράση από την Αποκάλυψη:
«…καὶ εἶδον γυναῖκα καθημένην ἐπὶ το θηρίον τὸ κόκκινον…»
Η Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, είναι πρωτοβάθμια Καθηγήτρια με γνωστικό αντικείμενο «Ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης» στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα σχετίζονται με την Ιστορία της Εκπαίδευσης, την τοπική Ιστορία και τη Νεότερη Ιστορία. Το πρώτο της (ιστορικό) μυθιστόρημα είναι τα Ζαφειρένια Μάτια (Μεταίχμιο, 2012).
Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία και το ερευνητικό έργο της μπορείτε να δείτε εδώ.