Αιωνία Λήθης μνήμη
Γράφει η Λυδία Μαρτσούλη
Είχε αναγκαστεί να “γεράσει” πρόωρα. Σε αντίθεση με τις απαιτήσεις που είχε η ηλικία της, οι καταστάσεις επιστράτευσαν όλη την δύναμη τους και την οδήγησαν να μάθει στον εαυτό της, ότι δεν γεννήθηκε παιδί αλλά πως έτσι θα αποδημήσει. Αν και έλαμπε από ομορφιά τα εσώψυχα της καίγονταν σαν λάβα και η λάβα αυτή εκρήγνυντο κάθε φορά που απελπίζοιντο.
”Όμορφο μου δέρμα ,μελωδικό κορμί μου και εύπορο μυαλό, μακάρι να μπορούσα να εναντιωθώ σε ότι εγώ και εσείς μισώ”. Αυτά τα λόγια θα αναφωνούσαν τα ψυχικά της αν είχαν έστω για μια φορά την ικανότητα της λαλιάς.
Κάθε φορά που την ρωτούσαν για τα προσωπικά της στοιχεία, όπως τότε στο τρένο εκείνη η περίεργη γριούλα που μάλλον έκανε κάποια έρευνα για τους νέους και ήθελε όλα να τα μάθει με τον δικό της αδιάκριτο ερωτηματολογικό τρόπο, εκείνη δίσταζε να ανταποκριθεί στις ερωτήσεις και ένα μαύρο διάφανο πέπλο σκέπαζε τους οφθαλμούς της ψυχής της και την μετέφερε με μιας στα πολύ καλά κρυμμένα μυστικά της. Γρήγορα όμως επανερχόταν στην πραγματικότητα και απαντούσε με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο ύφος, με την ίδια θεατρικότητα. Είχε πλάσει μία μυθολογία, ένα καλοστημένο παραμύθι και το αναπαρήγαγε για να αποκρούσει τις έγκατες της θυμίσεις.
Το περιβάλλον όπου είχε ζήσει στα παιδικά της χρόνια ήταν ιδανικό για την ανατροφή σπουδαίων χαρακτήρων που θα σέβονταν, καθώς μεγάλωναν, την φύση, τα ζώα, αλλά όχι τους ανθρώπους. Ένα σπίτι αρκετά μεγάλο, όμορφο, διαμπερές είχε χτιστεί ανάμεσα στα λιβάδια και το πράσινο είχε αγκαλιάσει την αυλή του. Τα λουλούδια, τα άνθη και τα δέντρα είχαν στολίσει το τοπίο και ο ήλιος ήταν πάντα παρόν το καλοκαίρι, την άνοιξη μα και τον χειμώνα ακόμα κρατούσε συντροφιά στο άσπρο απαλό και παγωμένο χιόνι. Ως κτίσμα αυτό ήταν το πατρικό της σπίτι. Καθώς διένυε τον δρόμο της ζωής -που μόνο με ροδοπέταλα δεν είχε στρωθεί- και μεγάλωνε συνειδητοποιούσε ότι έχει την δύναμη να κρύβει τα άσχημα βιώματα της. Ενίοτε όμως οι συμπεριφορές της προς τους άλλους ανθρώπους πολλές φορές πρόδιδαν πως κάτι υπήρχε το οποίο σκάλιζε το μέρος του εγκεφάλου που ενώνεται μέσω μιας λεπτής ευαίσθητης οδού, με τον συναισθηματικό κόσμο της καρδιάς. Ένας σταθμός της ζωής της δημιουργήθηκε χάρη σε μία φίλη που είχε κατά τα προ-εφηβικά της χρόνια. Ήταν η ώρα που ο βασιλιάς έπρεπε να παραδώσει το σκήπτρο του στο σούρουπο, ώστε να ξυπνήσει φρεσκολουσμένος φωτεινός το επόμενο πρωί. Τότε ένα παιδικό αστείο αναφωνήθηκε από το στόμα της φίλης της και αυτή ανταπέδωσε με ένα σπρώξιμο στον ώμο, αφορμή για να εκφράσει επιτέλους την γνώμη της: “Το ξέρεις ότι έχεις συνεχώς μιά επιθετική συμπεριφορά, λες και σε μεγάλωσαν με αυτόν τον τρόπο; Δεν είναι ωραίο αυτό που κάνεις, γιατί δεν θα σε κάνει κανείς παρέα”. Τα λόγια αυτά στιγμάτισαν για πάντα την ψυχούλα της. Αναρωτιόταν τι έφταιγε στην συμπεριφορά της, ποιο ήταν το απωθητικό στοιχείο στο πορτρέτο του εαυτού της που την οδήγησαν τελικά να χάσει όλους τους φίλους που είχε αποκτήσει έως τότε, με συνέπεια να μείνει έρμαιο του εαυτού της. Όπως τα σπίτια στα οποία αναγράφονται ημερομηνίες κατασκευής το 1820 και περήφανος στέκεσαι μπροστά τους καμαρώνοντας πόσο γερή κατασκευή είναι και πόσο αξιολάτρευτο είναι να αναπολείς τα θαύματα που έκαναν απο παλιά οι άνθρωποι. Επιζώντες από πολέμους, κακουχίες και το πλήγμα των γηρατειών να έχουν μείνει πλέον γυμνά χωρίς στέγες και πόρτες, γεμάτα με μπάζα με μία περίφραξη στην οποία κρέμεται μια πινακίδα που αναγράφει ”Κίνδυνος κατολίσθησης! Παρακαλώ μείνετε απομακρυσμένοι.”, και κανείς να μην δείξει ενδιαφέρον για την ανακατασκευή τους και την πολιτισμική αξία τους. Έρμαια του εαυτού τους πλέον, από αυτόν να εξαρτώνται τώρα τα δευτερόλεπτα ζωής τους. Μια μέρα μάλιστα όταν βρισκόταν στην τρυφερή ηλικία της εφηβείας κάποια ομάδα μεγαλύτερων ηλικιακά κοριτσιών, την είχαν ακολουθήσει μετά το σχόλασμα και την έβρισαν, της έκοψαν τα μαλλιά και την έφτυσαν στο πρόσωπο με όλο το μίσος που είχαν γι αυτήν. Η τραγωδία έλαβε τέλος σχετικά γρήγορα, καθώς την έσωσε ο μεγαλύτερος αδερφός της. Στην διαδρομή προς το σπίτι η απόλυτη σιωπή. Η άφιξη στο σπίτι σήμανε την καμπάνα της αιώνιας σιωπής και αποσιώπησης.
Πλέον έχει μεγαλώσει και έχει γίνει μία γυναίκα, αλλά όχι εντελώς ολοκληρωμένη. Κατάφερε να διαπρέψει στις σπουδές της και ταυτόχρονα να εκμεταλλευτεί ένα από τα χαρίσματα που της είχε δωρίσει ο θεός, καλλιεργώντας το. Την συγγραφή. Από τα έκτα χρόνια της όπου φοιτούσε στην πρώτη δημοτικού, καθώς γνώριζε τον κόσμο της γραφής και της ανάγνωσης, γοητεύτηκε από αυτόν και μεταφύτεψε την σκέψη της από τον κόσμο των υλικών πραγμάτων στον κόσμο των άυλων ιδεών και της φαντασίας. Αν επισκεφθείς το πατρικό της σπίτι, ψάχνοντας θα ανακαλύψεις το πρώτο της ημερολόγιο και αν το διαβάσεις θα δυσαρεστηθείς από τα πληθώρα ατυχή γεγονότα. Το ίδιο όμως θα συμβεί και αν διαβάσεις μερικά αποσπάσματα από το τελευταίο της ημερολόγιο:
– Όλα στράφι. Χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλους, χωρίς τον εαυτό σου, χωρίς αγάπη.
Και έμεινες γυμνός να ακούς φωνές να μαλώνουν. Να ακούς ιστορίες από διαφορετικά στόματα. Θέλεις να τρέξεις να φύγεις, τίποτα να μην μείνει να σου θυμίζει τα παλιά. Ο κόμπος στο στομάχι σφίγγει, παρακαλάς να μείνεις μόνος στο σκοτάδι. Να μην ακούς κανένα γέλιο, καμιά ομιλία. Σκάστε όλοι. Μεθυσμένοι, ηλίθιοι σκάστε και φεύγοντας κάψτε ότι σας θυμίζει. Κάψτε ότι φτιάξατε με μίσος. Κι’ αν ανήκω και εγώ στα δημιουργήματα σας κάψτε και εμένα από το άδειο μυαλό σας, που το πλημμυρίσατε μίσος.
Η συγγραφή δεν την πρόδωσε στιγμή. Κατάφερε να κάνει το όνειρο της πραγματικότητα έπειτα από αμέτρητες εργάσιμες ώρες, πλάθοντας και αναπλάθοντας συνεχώς έναν τέλειο κόσμο στα πλαίσια της λογικής. Στόχος και έργο ζωής της, ήταν να δίνει κουράγιο στους αναγνώστες της και ελπίδα πως ότι και αν τους συνέβαινε στην ζωή, αυτοί μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν. Βασάνιζε το μυαλό της, ώστε να επαναφέρει στην μνήμη της όλα όσα συνέβησαν σε αυτήν με αντίθετο όμως πρόσημο. Αν όλα αυτά που είχε βιώσει ήταν όλα θετικά. Η γνωστοποίηση των γραπτών της, την οδήγησαν στην σημερινή συνέντευξη, όπου είχε υποσχεθεί πως θα αποκαλύψει πολλά για την ζωή της. Όλοι πίστευαν ότι ήταν όπως οι τέλειες κοσμικές περιγραφές των γραπτών της.
Καθώς πλησίαζε η λήξη της συνέντευξης και ο χρόνος είχε σχεδόν εξαντληθεί, της απευθύνθηκε η τελευταία ερώτηση: ”Ποιές είναι οι σκέψεις που έρχονται απευθείας στο μυαλό σας από την φράση “επιστροφή στο πατρικό σπίτι”; Το μυαλό της πάγωσε, τα χείλη της σταμάτησαν να ζουν και ένας ψίθυρος της είπε: ”Δρόμο κακό ακολουθώ με την καρδιά να εξασθενώ, τόσες στεναχώριες, πόνο, λύπη γέμισε η ζωή, σαν να ‘ταν “γρίπη”. Ύψωσε την καρδιά της που γεμάτη από πληγές συνέχισε τόσα χρόνια να χτυπά, της αφαίρεσε επιτέλους το απαγορευτικό και την άφησε μπροστά σε ολόκληρο τον κόσμο να μιλήσει:
-Πατρικό σπίτι, σημαίνει πατρική φιγούρα. Επιστρέφω σημαίνει ότι επιλέγεις να επιστρέψεις σε κάτι που υπάρχει και αγαπάς. Για εμένα δεν υπήρξε ποτέ πατρική φιγούρα, πατρικό πρότυπο παρά μόνο ένα κτίσμα, το σπίτι μου. Το σπίτι μου έχω επιλέξει να το ονομάζω παιδικό μου σπίτι γιατί σε αυτό έχω ζήσει τα παιδικά μου χρόνια. Φύλαξα μόνο τις όμορφες αναμνήσεις και επιλέγω να επιστρέφω σε αυτό όποτε το έχω ανάγκη. Από μικρό παιδί στόχος μου ήταν να μπορέσω να δουλέψω και να αποταμιεύσω αρκετά χρήματα, ώστε να επιστρέψω σε αυτό και να το τελειοποιήσω έτσι όπως του άξιζε και το ήθελα. Να το περιφράξω γερά, ώστε κανείς να μην μπορέσει να το διαρρήξει ξανά και να τελειοποιήσω την ανολοκλήρωτη επί πολλά έτη εξωτερική αισθητική του. Μα το κυριότερο να μετατρέψω το υπόγειο σε έναν ευχάριστο και φωτεινό χώρο έτσι ώστε όταν το έχω ανάγκη να επιστρέφω σε αυτό να αναπολώ και να μηρυκάζομαι τις ατελείωτες ώρες παιχνιδιού με τα αδέρφια μου. Να στήσω όλα τα παιχνίδια έτσι όπως παλιά, να στρώσω τα παιδικά χαλάκια και να δώσω την ευκαιρία στα παιδιά μου να γνωρίσουν την αξία του παιχνιδιού, μα το σημαντικότερο της αγάπης. Τα σερβίτσια στα ντουλάπια να αντικαταστήσω με καινούρια πλήρη σε αριθμό και μήτε ποτέ να ξανασπάσουν στην διάρκεια κάποιου καβγά. Κάθε φορά που το ποτήρι γινόταν θρύψαλα μια ανάμνηση γεννιόταν με πληγές και με καινούρια κοψίματα γέμιζαν τα πόδια των παιδιών, τα ξεχασμένα μυτερά γυαλιά. Τις σκάλες από την μοκέτα τους να γδύσω που το χρώμα της πλέον προσπαθώ να θυμηθώ και με νέα, όμορφη , ζεστή να τις ξαναστολίσω. Τον τοίχο σιμά στις σκάλες δεν θα τολμήσω να αγγίξω , μήτε και σε κανέναν άλλον, καθώς εκεί θα βρεις γραμμένο έναν παιδικό κόσμο. Για τον πολύχρωμο στολισμό του τοίχου χρησιμοποιήθηκαν μολύβια, μαρκαδόροι και κηρομπογιές σε συνδυασμό με την καλλιτεχνική φύση ενός μικρού παιδιού πριν και αφού μάθει την γραφή.
Τα έκπληκτα στόματα του κοινού έμειναν αποσβολωμένα, τα μάτια στάθηκαν ακίνητα και τα σώματα ένιωσαν την έκπληξη των όσων ειπώθηκαν. Κατάρριψη των τοίχων που χτίστηκαν τόσα χρόνια λόγω μιας ρωγμής ή αντικατάσταση της ζημιάς μέσω της πνευματικής δύναμης ; Το κοινό έπρεπε να αποφασίσει αν θα κρατήσει σαν το Ιερό Βιβλίο τα αναγνώσματα που του προσφέρθηκαν τόσα χρόνια ως κανόνες ζωής ή αν θα τα απορρίψει με μιας, όπως τα πράγματα που αφού τελειώσει το περιεχόμενο τους πλέον δεν τα χρειάζονται και τα πετούν στην συλλογή απορριμμάτων.
Γύρισε στο σπίτι της με την ικανοποίηση σχηματισμένη κατάματα και αμέσως
φώναξε τα παιδιά της να τα φιλήσει, να τα αγκαλιάσει και να τα ρωτήσει πως ήταν η μέρα τους και αν ήθελαν να πάνε μία βόλτα. Ο ήλιος ήταν στην θέση του λαμπρός μεγάλος και ζεστός και ολόκληρη η φύση είχε εναρμονιστεί με την μελωδία της άνοιξης. Τα λουλούδια στόλιζαν κάθε φωτεινή γωνιά και τα δέντρα στέκονταν αγέρωχα με το πλούσιο τριχωτό της κεφαλής τους. Το μέρος που θα επισκέπτονταν δεν ήταν μακριά, αλλά αντιθέτως βρισκόταν μισή ώρα έξω από την πόλη στην οποία ζούσαν. Η διαδρομή για το πατρικό της σπίτι ήταν όπως την θυμόταν από τα παιδικά της χρόνια : στροφές ανάμεσα στα καταπράσινα λοφάκια, πράσινο της γης να απλώνεται κοντά στο τέλος του δρόμου και ένα ποτάμι να διψάει από νερό και να ζητά απελπισμένα βοήθεια καθώς τα ζωάκια του έκλεβαν και άλλες σταγόνες ζωής. Φτάνοντας στο σπίτι αντικρίζοντας το από μακριά θαυμάζεις το μεγαλείο του. Τα παιδιά έτρεξαν αμέσως στο σπίτι και με το ξεκλείδωμα της πόρτας κατευθύνθηκαν ταχύτατα στα σκυλάκια, τα κουνελάκια, τις κοτούλες και τα καρποφόρα δέντρα. Αφού προμηθεύτηκαν μερικούς καρπούς από αυτά φώναξαν την μητέρα τους, καθώς δεν την έβρισκαν στο σπίτι. Αμέσως είδαν πως η απαγορευμένη πόρτα που χρόνια τώρα ήταν κλειδωμένη, ήταν ανοιχτή. Με δισταγμό και με λίγο φόβο μπήκαν δειλά δειλά με την αγωνία στα μάτια για αυτό που επρόκειτο να αντικρίσουν. Μπροστά και ολόγυρα τους ήταν ο τέλειος κόσμος, ο κόσμος που κάθε παιδί θα ονειρευόταν : οι γονείς τους είχαν τελειοποιήσει την διαμόρφωση ενός ζεστού μεγάλου χώρου που το φως της φύσης ξεχείλιζε από τα πολλά παράθυρα που υπήρχαν, στο πάτωμα που το ζέσταινε ένα παιδικό χαλί υπήρχε ο κόσμος των παιχνιδιών. Αγκάλιασαν με αγάπη και ενθουσιασμό τους γονείς τους και αμέσως ξεκίνησαν το παιχνίδι. Η ικανοποίηση που είχε εκπληρώσει το όνειρο της είχε γεμίσει την ψυχή της και θέλησε να βγει έξω στην φύση όπως έκανε πάντα για να μοιραστεί την χαρά της με τα λουλούδια της. Κάποτε είχε προσπαθήσει να κάνει μια αυτοεκτίμηση λαμβάνοντας όμως μία στάση απρόσωπη, σαν να ήταν αποστασιοποιημένη από τον εαυτό της και η ψυχή της είχε βγει από το κορμί της και στάθηκε απέναντι και πίσω του, αφήνοντας το ανάλογο μέλος του σώματος της να γράψει σε ένα χαρτί την αξιολόγηση του εαυτού της σαν ένας τρίτος. Το χαρτάκι το είχε ανάμεσα στις σελίδες του τελευταίου ημερολογίου της και έγραφε:
–Ως χαρακτήρας ήταν αρκετά ώριμος, λόγω των καταστάσεων, αλλά απουσίαζε η αγάπη μέσα της. Είχε στραφεί στην φύση καθώς η επικοινωνία με τους ανθρώπους της φαινόταν δύσκολη έως και αδύνατη. Κάθε φορά που έβλεπε ένα λουλούδι το άγγιζε σαν βελούδο, οι λείοι βράχοι ήταν ο θαυμασμός της ακόμα και αν ήξερε ότι αν τους αγγίξει θα είχαν τραχεία επιφάνεια, αυτή θα συνέχισε να τους θαυμάζει κεκαλυμμένη από την σκιά της ψευδαίσθησης της. Ότι όλα ήταν όμορφα έξω από τους ανθρώπους εκείνου του σπιτιού.
Τα χρόνια πέρασαν. Το κορμί της είχε γεράσει -αχ! άτιμη και αναπόφευκτη αρρώστια- , μας παίρνεις τον όμορφο καθρέπτη μας και μας παρατάς στην άκρη, τώρα έχεις νέο αίμα να ρουφήξεις μέχρι και αυτό να το βαρεθείς και να το πετάξεις με απάθεια, όπως μας πετάς όλους. Πνεύμα μου εσύ ιάζεις την καρδιά μου τόσο καιρό, ρώτα με λοιπόν θέλεις κάτι να σου πω;
– Πες μου όμορφη και δυνατή γιαγιά μπόρεσες να ξεπεράσεις όσα έζησες μικρή και να ξεκινήσεις μια ζωή από την αρχή;
– Το μυαλό δεν μπόρεσε κανείς ποτέ να του περάσει χαλινάρια. Όσο και αν προσπάθησα να καθαρίσω το συνειδητό, το άλλο το σκοτεινό δεν μπόρεσα ποτέ να διαβώ και με πλήγωνε όποτε αυτό ποθούσε.
Την βρήκα να κάθεται στην κουνιστή καρέκλα μπροστά από το τζάκι, εκεί επέλεξε να ξεκουραστεί έχοντας στο πλάι της τα αρωματικά λουλούδια από τον κήπο που με τόση αγάπη είχε δημιουργήσει. Σαν μικρού παιδιού ήταν τα μάτια της που με τόση λάμψη συνέχισαν να ζουν αν και το σώμα την είχε αφήσει. Κρύο δέρμα, ζεστή καρδιά, χλωμό πρόσωπο, καθαρή ψυχή. Είχε δυνατή καρδιά και μπορούσε να χτυπά για λίγα χρόνια ακόμα, όμως σίγουρα εκείνο το απόγευμα που σταμάτησε δεν ήταν τυχαίο. Το επέλεξε. Επέλεξε να αποχωρήσει στο σπίτι που τόσο είχε αγαπήσει, στο τζάκι που είχε ζεστάνει τα ρουχαλάκια της πριν τα φορέσει για το σχολείο, καθισμένη στην αγαπημένη της κουνιστή καρέκλα της “γιαγιάς” που κουνιόταν με έναν μελωδικό ρυθμό και σε κοίμιζε απαλά και γλυκά συντροφεύοντας τα όνειρα σου οι φλόγες από το τζάκι. Επέλεξε να είμαι εγώ ο πρώτος θεατής για να την βοηθήσω, να την βοηθήσω να αγαλιάσει μια για πάντα η ψυχή της, να πάρω το βάρος της και να το καταστρέψω σαν ένα κομμάτι χαρτί που αν βραχεί θα λιώσει και θα διαλυθεί σαν να μην υπήρξε ποτέ. Έτσι και έκανε. Βγήκε από το σώμα της η ψυχή της και το βάρος πήρα από τα πόδια της που με κλωστή είχαν δέσει και αναδύθηκε σαν την Αφροδίτη. Αντίο Λήθη, αγαπημένη μου μητέρα της είπα και πέταξε σαν περιστέρι στα ουράνια. Άνοιξα το ημερολόγιο που ξέδεσα προηγουμένως και διάβασα την αυτοκριτική της.
Το επόμενο πρωί ήμασταν όλοι ντυμένοι στα μαύρα και την αποχαιρετήσαμε με πόνο και με αγάπη. Γέμισε ο τόπος με λουλούδια, το σπίτι γέμισε με λουλούδια, ο κήπος γέμισε με λουλούδια, έτσι ακριβώς όπως το επιθυμούσε. Στο σπίτι ήμασταν όλοι μαζί και νιώθαμε ασφαλείς, είχαμε μεγαλώσει με πολλή αγάπη για τους ανθρώπους και την φύση και πάντοτε μιλούσαμε και βρίσκαμε λύσεις για κάθε πρόβλημα μας. Ήταν όλα καθαρά και μοσχοβολούσε ο τόπος από τα πλυμένα ρούχα που απλώναμε κοντά στο τζάκι. Το φαγητό μας ήταν πάντα προσεγμένο και ποτέ δεν χρειάστηκε να αλλάξουμε κάτι στο σπίτι γιατί όλα μας άρεζαν όπως ήταν και τα προσέχαμε να μην φθαρούν και καταστραφούν. Οι γονείς μας ποτέ δεν μάλωσαν ούτε λεκτικά, ούτε σωματικά και εμείς σαν παιδιά δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ κανένα πρόβλημα μεταξύ μας ούτε με τα άλλα παιδιά του σχολείου αλλά και της μετέπειτα ζωής μας. Ακόμα και όταν φύγαμε για τις σπουδές μας πάντα γυρίζαμε στο σπίτι τα Σαββατοκύριακα για το καθιερωμένο οικογενειακό τραπέζι αγάπης. Το προηγούμενο βράδυ διάβασα το ημερολόγιο της μητέρας μου και μέσα στο πένθος μου στεναχωρήθηκα διπλά και ένιωσα τόσες τύψεις που κουβαλούσε τόσα χρόνια αυτό το βάρος και σε εμάς δεν είχε ξεστομίσει λέξη. Τελικά μέσα στη δυστυχία μου κατάφερα να διορθώσω ένα μεγάλο λάθος που είχε κάνει η αγαπημένη μου μητέρα. Καθώς όλοι την αποχαιρετούσαμε, εγώ στο τέλος πλησίασα με ευλάβεια και τοποθέτησα προσεκτικά ένα γράμμα ως απάντηση της αυτοεκτίμησης που λάθος είχε κάνει η μητέρα για τον εαυτό της :
– Μητέρα μου που με χαμόγελο μου γέμισες την ζωή και που με πίκρα ποτέ δεν με άφησες να έρθω σε επαφή σε αγαπώ και σε αποχαιρετώ απο τούτο εδώ το κόσμο. Στην καρδιά μου θα ζείς πάντα και στο μυαλό μου θα υπάρχεις πάντα και στα παιδιά μου θα τους διηγηθώ για εσένα και σε όλο το κόσμο, την ιστορία σου να μάθουν και να γίνουν σαν εσένα. Η αγάπη ξεχείλιζε μέσα σου και το μίσος απουσίαζε πάντα. Την αγάπη σου δώσε μου δύναμη να δώσω και από το βάρος της ψυχής σου να σε αποκαταστήσω ελεύθερη να πετάξεις στο ουρανό, σαν ένα λουλούδι που από τον άνεμο πετά και φύσα μου τα μαλλιά κάθε φορά που θέλεις να δηλώσεις ότι είσαι δίπλα μου και μου κάνεις συντροφιά. Τέλος θέλω να σου πω Λήθη μου μοναδική πως βιβλίο εγώ θα γράψω την αυτοβιογραφία σου θα κάνω και με την δύναμη σου από εκεί ψηλά θα συνεχίζεις να κάνεις τον δυστυχισμένο κόσμο καλά. Το πατρικό μου σπίτι αγαπώ και μέσα του θα ενθυμούμαι πάντα την μητέρα μου και τον πατέρα μου αγκαλιά. Σε αγαπώ και σε φιλώ στο μέτωπο για καληνύχτα, όπως μου έκανες παιδί.
“Αιωνία Λήθης Μνήμη”