Ξέρεις που πατάω τώρα;
Δυο άνθρωποι δέθηκαν από μικρή ηλικία, ο ένας ήταν Ενάρετος και πιστός, ο άλλος ζωηρός και Αδιάφορος για την θρησκεία.
Ο Ενάρετος συμβούλευε τον Αδιάφορο καθημερινά, προσπαθούσε να τον φέρει στον δρόμο του Θεού το έλεγε συχνά αποσπάσματα από το ευαγγέλιο και τον παρότρυνε να αφήσει την σπάταλη και «ζωηρή» ζωή.
Ο Αδιάφορος δεν συγκρατούσε τίποτα από όσο άκουγε και συνέχιζε να κάνει αυτό που πάντα έκανε αδιαφορώντας για το αν πάει στην κόλαση ή τον παράδεισο όταν έρθει η μέρα που θα φύγει για πάντα.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια και όλος περίεργος την ίδια μέρα συχωρέθηκαν και οι δύο, εκεί ο Ενάρετος διέκρινε από την άλλη πλευρά τον Αδιάφορο τον πλησίασε στα «σύνορα» και του είπε: Είδες πήγες στην κόλαση, είσαι μέχρι τον λαιμό βουτηγμένος στο καυτό νερό διότι ποτέ δεν με άκουσες· βλέπεις εμένα είμαι στον παράδεισο!
Ο Αδιάφορος πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε: Ναι, είμαι στην κόλαση αλλά ξέρεις που πατάω τώρα; στους ώμους του Μητροπολίτη.-