Μα υπάρχει κόλαση όντως;
Σε χωριό της πατρίδας μας ζούσαν και ζουν ακόμη, αλλά σε μεγάλη πια ηλικία, δυο αδέρφια.
Οι γονείς τους τα είχαν αφήσει νωρίς ορφανά, 13 το ένα και 15 ετών το άλλο.
Με το πέρασμα του χρόνου τα παιδιά μεγάλωσαν, βρήκαν και από μια εργασία το καθένα, παντρεύτηκαν, σπιτώθηκαν, έκαναν και οικογένεια.
Έλα όμως που ένας κακός γείτονας τα φθονούσε τρομερά.
Φθονούσε την αγάπη που είχαν μεταξύ τους και με τις οικογένειές τους.
Φθονούσε την αρετή τους.
Φθονούσε και την καλή επίδοση των παιδιών τους στο σχολείο.
Αλλά και την καλοσύνη, που του έδειχναν.΄
Φθονούσε και την υγεία τους, γιατί ένα δικό του παιδί ήταν χρόνια στο κρεβάτι από ανίατο πρόβλημα υγείας.
Και ίσως αυτό να ήταν και η αιτία της όλης συμπεριφοράς του.
Όσες φορές ως γείτονας τους δημιούργησε πρόβλημα, αυτά έδιναν τόπο στην οργή.
Ώσπου ορκίστηκε στον κακό εαυτό του να τους βγάλει έξω από τον καλό δικό τους.
Διέδωσε στο χωριό ότι οι δυο τους του έκλεψαν δύο τραγιά, τα οποία ο ίδιος γι΄αυτό το λόγο είχε εξαφανίσει.
Και μάλιστα ότι με αυτά φίλεψαν τους καλεσμένους στον αρραβώνα της κόρης του ενός.
Κι ότι τους είδε ο ίδιος από το παραθύρι του.
Τ΄αδέρφια αλαφιάστηκαν, όταν το έμαθαν.
Στο χωριό έγινε σούσουρο.
Στο νου τους ήρθε η μητέρα τους, που, πριν πεθάνει, τους είχε αφήσει δυο τρεις συμβουλές ως κληρονομιά για τη μετέπειτα ζωή τους.
Να μην αντιδικούν με κανένα άνθρωπο, για όποιον τυχόν τους αδικήσει να αφήνουν στο Θεό να φανερώσει την αδικία και να διεκδικήσει το δίκιο τους, και να μην αδικήσουν αυτά ποτέ και κανένα
Καλές οι συμβουλές, αλλά πώς να άντεχαν μια τέτοια δυσφήμηση και συκοφαντία;
Πώς να αποβάλουν την αγανάκτηση που τους έπνιγε;
Τα δυο αδέρφια πάλεψαν πολύ.
Ο πρώτος θέλησε να ζητήσει το δίκιο τους με την ανθρώπινη δικαιοσύνη.
Αποτέλεσμα κανένα.
Ο γείτονας δωροδόκησε ψευδομάρτυρες.
Ο άλλος επέμενε να μείνουν πιστοί στα λόγια της μητέρας τους, τουλάχιστον από εδώ και πέρα.
Κι ευτυχώς, γιατί ο πρώτος αδερφός είχε άγριες εκδικητικές διαθέσεις.
Ο κακός γείτονας από την άλλη προσπαθούσε να χαίρεται μες τη χαιρεκακία του με τα σκυθρωπά πρόσωπά τους, τα κουτσομπολιά σε βάρος τους, με την περιθωριοποίηση τους από μεγάλο μέρος των συγχωριανών, με την προκλητικότατη δική του επίδειξη ότι αυτός έχει κύρος στο χωριό και περνάει ο λόγος του και ότι ως ευνοημένος και από το Θεό ήταν και πλούσιος, ενώ αυτοί ήταν μετριότητες…
Τον έτρωγε όμως η ευτυχία των παιδιών, που γι΄αυτόν, μες τη φωτιά της κακίας του, φαινόταν ουτοπία.
Δεν ήξερε άραγε ότι το πάθος όσο τρέφεται τόσο θεριεύει;
Κι ότι ο φθόνος κατατρώει τον ίδιο το φθονερό, όπως τα φιδάκια της οχιάς, που, όπως λένε, της τρυπούν από μέσα το κορμί, για να γεννηθούν;
Ότι είναι και σαν τη σκουριά, που επίσης κατατρώει το σίδερο;
Κι ότι ο φθονερός άνθρωπος είναι πάντα αρρωστιάρης από το κακό του;
Έτσι ο κακός γείτονας δεν μπορούσε να ησυχάσει.
Τον πείραζε το καθετί από τα δυο παιδιά.
Του είχε μπει εκεί ο δαίμονας…
Είχε καταντήσει ένας ιδιότροπος γέρος, γκρινιάρης και μισάνθρωπος.
Δεν ηρεμούσε με τίποτε.
Μόνο για λίγο, όταν εκστόμιζε βρισιές και κατάρες, αλλά που ύστερα τον έριχναν σε χειρότερη ταραχή.
Ενώ οι γύρω του που τον περιποιούνταν΅, σχολίαζαν ψιθυρίζοντας : ”α, το γερο-κολασμένο”.
Την δε ώρα του θανάτου του, μες στο παραμιλητό του φώναζε τα ονόματα των δυο παιδιών να του δώσουν νερό να πιει, για να σβήσει τη δίψα, που έκαιγε την ψυχή του.
Αυτό το παράδειγμα μου ήρθε στο νου, όταν άκουσα την απορία: υπάρχει κόλαση και παράδεισος; και συμβιβάζεται η ύπαρξη της κόλασης μ΄έναν Θεό, που λέμε ότι είναι πρώτα απ΄όλα αγάπη;
Επειδή αυτό το ερώτημα είναι και πολλών άλλων από μας, στεκόμαστε σ΄αυτό.
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για τη μακαριότητα του παραδείσου.
Κι εκεί τον τοποθέτησε.
Και γι΄αυτό κάθε άνθρωπος την έχει το βαθύτερο πόθο του.
Για να διατηρήσει όμως αυτή την ευτυχία μέσα και γύρω του, του έδωσε ο Πλάστης και τους ηθικούς νόμους, οι οποίοι τη θωρακίζουν και, όταν τους παραβαίνει, διασαλεύουν τις σχέσεις του με το Θεό, τους συνανθρώπους του και με τον εαυτό του κι έτσι αρχίζει από εδώ και πέρα να ζει την κόλαση.
Όταν π.χ λέει ψέματα, κλονίζει την εμπιστοσύνη των συνανθρώπων του στο πρόσωπό του, κόβεται η υγιής επικοινωνία μαζί τους, ενώ η συνείδησή του τον ελέγχει αυστηρά.
Το ίδιο κι όταν μισεί, όταν κλέβει, όταν ατιμάζει το διπλανό του, όταν τον αδικεί, όταν.., όταν.., όταν….
Συμβαίνει ό,τι και με ένα ηλεκτροφόρο σύρμα ή ένα ετοιμόρροπο σπίτι.
Όταν υπάρχει επιγραφή που λέει ”Μην πλησιάζεις–κίνδυνος, θάνατος”κι εσύ είτε από απροσεξία είτε από υπεροψία την παραβλέπεις, φυσικό είναι να υποστείς τις συνέπειες.
Ο Θεός σου λέει ”μην σκοτώνεις, μην αλληθωρίζεις προς τη γυναίκα του άλλου, μη συκοφαντείς, μην αφήνεις εκδικητικά συναισθήματα για το συνάνθρωπό σου, μην.., μην.., μην…”
Αν τα παραβαίνεις αυτά, θα έχεις δίκαιο τιμωρό τη συνείδησή σου πρώτα, με επακόλουθα ψυχώσεις και νευρώσεις, και ύστερα και τη δικαιοσύνη του ίδιου του Θεού, ανάμεσα στον οποίο και σ΄εμάς η αμαρτία υψώνει τείχη.
Κι αυτό ακριβώς δημιουργεί κόλαση μέσα μας.
Γιατί διακόπτεται έτσι η σχέση και η επικοινωνία μας με το Θεό, η οποία όταν υπάρχει και είναι υγιής, κάνει τη ζωή όμορφη, χαρούμενη, με περίσσια χάρη και φως.
Και τότε επαληθεύεται αυτό που ειπώθηκε από πατέρα της Εκκλησίας: ”Θεός ου κολάζει. Κόλασις γαρ εστι η του Θεού αμεθεξία’.
Ενώ παράδεισος είναι η θέα του Χριστού και Θεού με μετοχή σ΄Αυτόν.
Πολύ ωραία εκφράζεται αυτό στον αναστάσιμο ύμνο: ”Δίδου ημίν εκτυπώτερον Σου μετασχείν εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας Σου”.
(Κάνε πιο καθαρά και ζωηρά να μετέχουμε σε Σένα στην αβασίλευτη μέρα της βασιλείας Σου).
Το πόσο δε φοβερή είναι η κόλαση, ας ρωτήσουμε ο καθένας τον εαυτό μας, όταν πρωτοαμαρτήσουμε σε κάτι ή αδιαφορήσουμε γι΄αυτό που μας υποδεικνύει η συνείδηση.
Κόλαση είναι η διαρκής και έντονη βίωση της ενοχής και των τύψεων, ανάλογα βέβαια στον καθένα με το είδος και τις παραβάσεις που έκανε.
Δεν είναι τα καζάνια με το κατράμι και το θειάφι που βράζουν.
Αυτά είναι ανθρωπομορφικές εκφράσεις, παραστατικές εικόνες.c
Η κόλαση είναι τρόπος και διάστασις άλλης ζωής, όχι τόπος όπως τον φανταζόμαστε εμείς.
Είναι η τέλεια ακοινωνησία και αφιλία.
Η απόλυτη και γεμάτη απελπισία μοναξιά.
Η ατέρμονη ερημιά της ψυχής.
Η χωρίς ελπίδα και ανώφελη πια μεταμέλεια για τις πράξεις και την περιφρόνηση του Θεού στη ζωή της γης, αφού η όποια κατάσταση την ώρα του θανάτου και της κρίσης της ψυχής παγιώνεται και είναι χωρίς πισωγύρισμα και χωρίς άλλη διόρθωση.
Κι αυτή την κόλαση δεν τη δημιουργεί ο Θεός, αλλά οι επιλογές μας.
Ο Θεός παραμένει η αγάπη, μόνο που όσους τον αρνήθηκαν η αγάπη Του τους καίει, ενώ τους άλλους τους ευφραίνει.
Μακάρι ν΄ανήκουμε όλοι μας σ΄αυτούς που Τον αγάπησαν στη γη.
Αμήν
Ζιώγα Κατερίνα
Ζείτε τελείως στον κόσμο σας!
Η Κόλαση είναι εδώ, είναι στη Συρία, είναι στη Ρουάντα, είναι στη Μιανμάρ.
Είναι και στις υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας που η ταλαίπωρη άνεργη μάνα πρέπει να διαλέξει αν θα πάρει φαγητό για τα παιδιά της ή θα πληρώσει το ρεύμα που αλλιώς θα της κόψουν.
Και εσείς φαντάζεστε κολάσεις με φωτιές και καζάνια και τις διαπραγματεύεστε με τραγιά…
κ.Νίκο, χαίρομαι κατ’ αρχήν που μπήκατε στον κόπο να γραψετε σχόλιο και ευχαριστώ γι αυτό.
Δείχνετε ότι ειστε άνθρωπος με βαθύ προβληματισμό και προβλήματίζετε και μένα.
Καλά είναι να τα λέμε κάπου κάπου.
Κ.Ζ.