Μαθησιακές δυσκολίες
Από τη στιγμή που ένα παιδί πηγαίνει στο σχολείο, η ακαδημαϊκή επιτυχία του αποτελεί τη βασικότερη επιδίωξη του. Η επιτυχία αυτή προσδιορίζει τόσο την ικανότητα του να φέρει σε πέρας ρόλους που αναλαμβάνει όσο και την δημιουργία ενός κλίματος αποδοχής και καταξίωσης γύρω από τον ίδιο του τον εαυτό. Τα παιδιά που επιτυγχάνουν στο σχολείο έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και στις φιλικές τους σχέσεις και καταφέρνουν να αντιμετωπίζουν τις αποτυχίες τους. Από την άλλη πλευρά, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα παιδιά που αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες.
Ένα παιδί το οποίο παρουσιάζει μαθησιακές δυσκολίες χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι σε ορισμένους τομείς οι σχολικές του επιδόσεις δεν είναι ανάλογες με τις νοητικές του ικανότητες.
Το 1988 η Εθνική Επιτροπή για τις Μαθησιακές δυσκολίες πρότεινε τον εξής ορισμό: Οι μαθησιακές δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος ο οποίος εκδηλώνεται με δυσκολίες στην απόκτηση και χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλαβισμού ή μαθηματικών ικανοτήτων.
Στο DSMIV (Διαγνωστικό εγχειρίδιο της αμερικανικής ψυχιατρικής εταιρίας μέσω του οποίου ορίζονται οι ψυχικές διαταραχές), οι μαθησιακές δυσκολίες ταξινομούνται στις εξής κατηγορίες:
- Διαταραχή της ανάγνωσης,
- Διαταραχή των μαθηματικών,
- Διαταραχή της γραπτής έκφρασης,
- Μαθησιακή διαταραχή μη προσδιοριζόμενη αλλιώς.
Αιτιολογία των μαθησιακών δυσκολιών
Διάφορες έρευνες αναφέρουν ότι η αιτία των μαθησιακών δυσκολιών οφείλεται σε κληρονομικούς παράγοντες, χωρίς ωστόσο μέχρι σήμερα να μπορεί να επιβεβαιωθεί κάτι.
Ωστόσο, αντί να χάνουμε τον χρόνο μας, προσπαθώντας να εξακριβώσουμε την αιτία που το παιδί δεν μαθαίνει, ας επικεντρωθούμε σε παράγοντες που βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο μας.
Συναισθηματικές επιπτώσεις των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες
Οι αποτυχίες στο πλαίσιο του σχολείου οδηγούν πολλές φορές σε προβλήματα συμπεριφοράς ως αντίδραση στης αποτυχία τους. Περίπου στην ηλικία των 7 ετών τα παιδιά συνειδητοποιούν την αποτυχία. Συγκρίνουν τις επιδόσεις τους με τις επιδόσεις των συμμαθητών τους και καταλαβαίνουν ότι κάπου υστερούν, όμως πιστεύουν ότι οι αποτυχίες τους θα γίνουν επιτυχίες. Στην ηλικία των 10 ετών αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι κάποιες ικανότητες τους βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης.
Θεραπευτική Αντιμετώπιση:
Οι θεραπευτικοί στόχοι εστιάζουν:
1) Να κατανοήσει το παιδί τα αίτια των δυσκολιών του,
2) Να έχει κίνητρο για μάθηση,
3) Να βιώνει το συναίσθημα της επιτυχίας.
Οπωσδήποτε, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση για τον λογοθεραπευτή από το να βλέπει τους κόπους του να ανταμείβονται παρακολουθώντας την εξέλιξη και την πρόοδο των μαθητών του. Οι μικρές εργασίες, τα οπτικοακουστικά μέσα, το δημιουργικό γράψιμο, το θέατρο, η μουσική, ο χορός, μπορούν και πρέπει να χρησιμοποιούνται έτσι ώστε να βοηθούν το παιδί να φτάσει πιο ευχάριστα και γρήγορα στο στόχο του αλλά κυρίως για να καταστεί σαφές σε αυτόν τον ίδιο ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει δεν είναι ανυπέρβλητες και ότι μπορεί να διεκδικήσει το δικαίωμα της χαράς στη μάθηση, της κοινωνικής προσαρμογής και αναμφίβολα της αποδοχής.
Δήμητρα Σαμαρά
Λογοθεραπεύτρια,
Master Συμβουλευτική και Ψυχοθεραπεία, University of East London
Βιβλιογραφική Ανασκόπηση
Σακελλαρίου, Γ. (2007). Γλωσσικές Δυσκολίες και Γραπτός Λόγος στο Πλαίσιο της Σχολικής Μάθησης. Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα
Κάκουρος, Ε., Μανιαδάκη. Κ. (2006). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων. Αναπτυξιακή προσέγγιση. Τυπωθήτω, Αθήνα
Κολιάδης, Ε. (2002). Γνωστική Ψυχολογία, Γνωστική Νευροεπιστήµη και Εκπαιδευτική Πράξη, ∆’ Tόμος, Αθήνα.
Αναγνωστόπουλος, Δ. Κ., Σίνη Α.Θ. (2006). Διαταραχές Σχολικής Μάθησης & Ψυχοπαθολογία. ΒΗΤΑ, Αθήνα.