Στο στόχαστρο και πάλι το Πανεπιστήμιο στη Φλώρινα
Γιάννης Θωίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής
Άννα Σπύρτου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
Με το παρόν κείμενο θα θέλαμε να εκφράσουμε την ανησυχία μας για τις απόψεις που δημοσιοποιούνται και τις εξελίξεις που μοιάζει να μεθοδεύονται σχετικά με το Πανεπιστήμιο στη Φλώρινα και την κοινότητά του.
Το τελευταίο διάστημα με δημοσιεύματα στον τοπικό και περιφερειακό τύπο παρουσιάζονται θέσεις και αναγγελίες που αμφισβητούν ξεκάθαρα λειτουργίες και στρατηγικές του ιδρύματός μας και θίγουν εμμέσως διακηρυγμένες θέσεις καθώς και το αυτοδιοίκητο του ιδρύματος.
Είναι δεδομένο και γνωστό ότι για το Πανεπιστήμιο της Δυτικής Μακεδονίας τον πόλο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών καθώς και των σπουδών του πολιτισμού και τεχνών αποτελούν οι Σχολές της Φλώρινας. Πρόσφατα μάλιστα η συνέλευση της Παιδαγωγικής Σχολής αποφάσισε τη μετονομασία και μετεξέλιξή της σε Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Σπουδών. Πράγματι, η ανθρωπογεωγραφία του τόπου υπαγορεύει ακριβώς αυτό, να δημιουργηθεί στη Φλώρινα μια Σχολή Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών καθώς και να αναπτυχθεί η Σχολή Καλών Τεχνών.
Ωστόσο, τελευταία, συστηματικά ακούγονται φήμες και γίνονται από εξωπανεπιστημιακά άτομα και φιλόδοξους τοπικούς παράγοντες εξαγγελίες για ίδρυση σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Σπουδών στην Κοζάνη. Χαρίζονται με άλλα λόγια -και προς το παρόν μόνο στα λόγια- πανεπιστημιακά τμήματα χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συζήτηση, μελέτη και σχεδιασμός. Τέτοιου είδους εξαγγελίες και πελατειακές συμπεριφορές παραπέμπουν σε λογικές και πρακτικές που η ελληνική κοινωνία θα έπρεπε να έχει αφήσει στο παρελθόν.
Με λαϊκίστικες εκφράσεις και πελατειακές νοοτροπίες επιχειρείται για μια ακόμα φορά ένα σημαντικό πλήγμα στο νεοσύστατο ίδρυμά μας από εξωγενείς παράγοντες, αναστατώνονται προσωπικό και φοιτητές και δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα για το τι μέλλει γενέσθαι.
Η όποια αναδιάταξη του ακαδημαϊκού χάρτη στην περιφέρειά μας δεν μπορεί να γίνεται σε βάρος της Φλώρινας. Οι πληγές από το «Αθηνά Ι» είναι ακόμα ανοιχτές. Συνεχίζει να μας βρίσκει αντίθετους η πεπατημένη στη χώρα μας που διακηρύσσει μεν την περιφερειακή -και εκπαιδευτική- ανάπτυξη, στηρίζει όμως τελικά στην πράξη τη μητροπολιτική ανάπτυξη.
Χωρίς καμία διάθεση τοπικισμού ζητάμε να επιτραπεί στην Πανεπιστημιακή κοινότητα να συνεχίσει το έργο της και ευελπιστούμε ότι η πολιτεία θα λειτουργήσει χωρίς τετελεσμένα, σύμφωνα με τους κανόνες του ορθολογισμού και της δημοκρατίας.