Φυλακισμένες – ο καιρός της ωρίμανσης
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το θεατρικό εργαστήρι της Λέσχης Πολιτισμού Φλώρινας παρουσίασε το έργο των Ιγνάθιο δελ Μοράλ και Βερόνικας Φερνάντεθ «Φυλακισμένες» σε σκηνοθεσία του γνωστού μας πια Πέτρου Κοκόζη. Επηρεασμένος ακόμη από τη δύναμη όχι τόσο του έργου αλλά των ερμηνειών και πριν χαθεί η μαγεία, επιχειρώ μια σύντομη καταγραφή της επίδρασής τους στον θεατή.
Η κριτική είναι διεργασία καθαρά υποκειμενική. Θα με συγχωρήσουν λοιπόν οι συγγραφείς του έργου όταν το χαρακτηρίζω ασύμμετρο και ατελές. Η σύλληψη δεν είναι βέβαια καινούρια και φρονώ ότι οι δημιουργοί του έχασαν την ευκαιρία να χτίσουν πλοκή και χαρακτήρες πραγματικά σύνθετους, μένοντας στα ρηχά μιας σχεδόν αφελούς κατήχησης, με εμφανές ιδεολογικό πρόσημο και ανάλογες αγκυλώ-σεις. Κρίμα, διότι το θέμα (κατ’εξοχην συγκρουσιακό αφού ανάγονταν στον άξονα εξουσιαστή – εξουσιαζομένου) προσφέρονταν ιδιαίτερα για την αμφισημία των πραγμάτων, των ιδεών και των χαρακτήρων, εδώ όμως δεν ευτύχησαν παρά να μας δώσουν ένα έργο τουλάχιστον μονοδιάστατο, σαν να ήταν το επιδιωκόμενο, μιας μορφής διαπαιδαγώγηση.
Μέχρι εδώ όμως για το έργο και εδώ τελειώνει η γκρίνια. Διότι αυτό που πραγματικά άξιζε ήταν οι ερμηνείες που στην κυριολεξία δικαίωσαν την επιλογή. Ο πατέρας του «σύγχρονου θεάτρου» Γιέρζυ Γκροτόφσκι, τόνιζε πως o υπεύθυνος της διδασκαλίας – ο σκηνοθέτης είναι παραπάνω από εκπαιδευτής διδακτικής λειτουργίας και μεθόδου προς συγκέντρωση επιδεξιοτήτων, αφού ο ίδιος αποστρέφεται τη διδαχή που περιλαμβάνει απλά «ένα σωρό κόλπα». Επιμένοντας ότι η σχέση μεταξύ σκηνοθέτη και ηθοποιού είναι στενή και παραγωγική, δεν περιμένει από αυτόν να καθοδηγήσει αλλά να ανοίξει τη συναίσθησή του στον ηθοποιό έτσι ώστε να μπορούν να αλληλεπιδράσουν. Εκεί ακριβώς έρχεται γι’αυτόν η ωρίμανση του ηθοποιού, αυτή που βρίσκει έκφραση «με τη διάθεσή του για πειραματισμούς μέσα από ένα απόλυτο πνευματικό ξεγύμνωμα, απένδυσης του εσωτερικού προσωπικού χώρου και απάρνησης του εγωισμού» Ο ίδιος ακολουθώντας την αιρετική οδό της via negativa, προσαρμοσμένης στις ανάγκες διδασκαλίας του θεάτρου, επισημαίνει ότι αυτή «δεν είναι μάζεμα επιδεξιοτήτων αλλά κατάργηση κωλυμάτων και προσωπικών εμποδίων», η δε αφύπνιση του ηθοποιού καλλιεργείται έτσι ώστε «η πνευματική του κατάσταση σε σχέση με το ρόλο να μην είναι “θέλω να το κάνω” αλλά “σταματάω να αντιστέκομαι να μην το κάνω”». Γιατί αναφέρονται όλα αυτά;
Είμαι σε θέση να γνωρίζω πόσο επίπονη διαδικασία ήταν αυτή η ωρίμανση, αυτός ο «τοκετός», από εκμυστηρεύσεις των συντελεστών, που όχι απλά κοπίασαν αλλά κυριολεκτικά ενδύθηκαν άλλον χαρακτήρα, ανακαλύπτοντας επίπεδα της προσωπικότητάς τους που ούτε καν γνώριζαν ότι υπάρχουν. Και μόνη αυτή η επιτυχία αρκούσε για να κερδίσει τον έπαινό μας, αφού οι ηθοποιοί μετέβησαν από το «ερμηνεύω» στο «μεθίσταμαι» – γίνομαι ένα με τον ήρωά μου. Αυτό που ο μέγας Στανισλάφσκι χαρακτήριζε ως ανάπτυξη της καλλιτεχνικής αλήθειας πάνω στη σκηνή, απαιτώντας από τους ηθοποιούς να “ζουν το ρόλο” κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Έχοντας την εμπειρία των προηγουμένων θεατρικών εγχειρημάτων μιας καλά δεμένης θεατρικής ομάδας (Ατρείδες το 2016 – Η γυναίκα της Ζάκυθος το 2017) είδα με έκπληξη την μεταμόρφωση αυτή και την ωρίμανση των ηθοποιών, που πέρασαν από το «ένα σωρό κόλπα» στο επίπεδο της πλήρους κατάκτησης του ρόλου τους. Επιστρέφοντας στον Γκροτόφσκι, απλά επισημαίνεται ότι ο ίδιος προβαίνει σε αυστηρή διάκριση μεταξύ θεάματος και παράστασης: Η παράσταση είναι ανώτερη του θεάματος αφού σκοπεύει να αναδείξει κάτι στενά προσωπικό και ταυτόχρονα αρχετυπικό και αιώνιο, παγκόσμιο και σε βαθύ ψυχολογικό επίπεδο. Εδώ λοιπόν έρχεται η στιγμή να εκφράσεις τον έπαινο και το σεβασμό σου στο σκηνοθέτη και το κάνω απερίφραστα. Η Φλώρινα και το «ερασιτεχνικό» θέατρο κέρδισε πάρα πολλά από αυτόν το δάσκαλο και πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να μην τον χάσουμε.
Στην χθεσινή παράσταση δεν υπήρχαν υστερήσαντες. Όλοι οι ηθοποιοί απέδωσαν το ρόλο τους με ακρίβεια και πάθος. Το έτσι κι’αλλιώς άνισο έργο (με τις γυναικείες φιγούρες είτε ως κρατούμενες είτε ως καθολικές καλόγριες – δεσμοφύλακες μιας σκληρής φυλακής,αμέσως μετά το τέλος του Ισπανικού εμφυλίου να υπερτερούν τόσο αριθμητικά όσο και ως χαρακτήρες) δεν επέτρεπε δυναμικές αντρικές παρουσίες, αφήνοντάς τους ρόλο παραπληρωματικό. Έτσι οι: Διαμαντής Σερασλής (Δον Μάξιμο) Πέτρος Στογιάντσης (Δον Μαρτίν) Ιωάννης Σελεμίδης (Δον Λεάνδρο) και Θέμης Παπαπαναγιώτου (Δον Εστέβαν) διεξήλθαν άξια το ρόλο που τους εμπιστεύτηκε ο σκηνοθέτης. Πιο σύνθετος και απαιτητικός ο ρόλος του Νίκου Σεϊδαρίδη (Δον Μάουρο) του διαταραγμένου Δ/ντή της φυλακής, την προϊούσα ψυχική συντριβή του οποίου – και μάλιστα σε μικρά χρονικά στιγμιότυπα, γεγονός που καθιστούσε το εγχείρημα ακόμη πιο δύσκολο- ο ίδιος απέδωσε ικανότατα.
Οι γυναικείες ερμηνείες όμως ήταν αυτές που απογείωσαν το έργο. Υπήρξαν τόσες και τόσο αξιομνημόνευτες, ήταν τόση η δουλειά και τόση η προσήλωση στο ρόλο, που είναι αδύνατον να μην αδικήσεις κάποια. Ξεκινώντας από τις καινούργιες Ηλιάνα Μαντζαβιά (Αουρέλια) Μαρία Πίτσαρα (Πακίτα) και Μαριαλένα Μπαντόλα (Τσαρίτο) φοιτήτριες με αγάπη στο θέατρο, αξίζει να επισημανθεί η αρτιότητα της εμφάνισής τους. Η τελευταία όμως, που της εμπιστεύτηκαν και κεντρικό ρόλο, ανήκε στις αποκαλύψεις: Λατρεύει αυτό που κάνει και το υπηρετεί σωστά, βγάζοντας ενέργεια συνδυασμένη με μια έμφυτη αθωότητα -παρά το βεβαρημένο παρελθόν της ηρωίδας- που επαινέθηκε και χειροκροτήθηκε ανάλογα απ’όλους. Είναι σίγουρο ότι θα συνεχίσει, άλλωστε η αγάπη για το σανίδι δεν κρύβεται.
Από τις «παλιές» οι Φλώρα Νεδέλκου (Μαγδαλένα) Ναταλία Κων/νου (Μαρία) Σούλα Σταμπουλίδου (Αδελφή Λατρεία) Ολγα Μαντινιώτη (Μακαρένα) και Ελένη Φίλη (Κουλή) έδωσαν προσεγμένες και τεχνικά άρτιες ερμηνείες. Από τους κεντρικούς ρόλους η Κατερίνα Κετσίδου (Μητέρα Κονσεπσιόν δε Μαρία) έδωσε στο ρόλο της την εσωτερικότητα και εγκαρτέρηση ενός ανθρώπου που πολλές φορές ακροβατεί ψυχικά, με την εξουσία να μην την έχει ολοκληρωτικά (δια)φθείρει.
Η Πένυ Σωτηροπούλου (Φουενσάντα) με ειδικότητα πλέον στους ρόλους της διαταραγμένης, κερδίζει διαρκώς ερμηνευτικά σκαλοπάτια. Κάποια στιγμή της παράστασης η αγωνιώδης σχεδόν ζωώδης κραυγή της, μας συντάραξε.
Στέκομαι με σεβασμό στην ερμηνεία της Αννας Μπατμά (Αδελφή Ευσέβεια) γιατί ήταν εμβληματική, αφού η αμφιθυμία του χαρακτήρα που υποδύθηκε, της σκληρής και άτεγκτης καλόγριας, αναδείχθηκε στο έπακρον.
Στέκομαι επίσης με έκπληξη στην ερμηνεία της Σίσσυς Καλαϊτζή (Μανταλένα) που απέδωσε με τρόπο απολαυστικό και ιδιαίτερα προσωπικό έναν χαρακτήρα, τόσο μακριά από την ίδια, γι’αυτό και αξίζουν συγχαρητήρια στον σκηνοθέτη που κατάφερε να βγάλει κάτι τέτοιο από την συγκεκριμένη ηθοποιό.
Οι τρείς τελευταίες κυρίες πάντως φρονώ ότι έφτασαν σε υψηλά ερμηνευτικά ύψη και απέδειξαν τι σημαίνει ωρίμανση του ηθοποιού.
Χωρίς πρόθεση να ιεραρχήσω αναφέρομαι στην Ολυμπία Χατζηχρήστου, που απέδωσε με γνήσια ενσυναίσθηση τον ρόλο της Βιολέτ, από την πρώτη σκηνή του γεμάτου συμβολισμούς καθαρμού και την κραυγή «είμαι αθώα» που ουσιαστικά εισάγει το θεατή στο έργο, μέχρι και την τελευταία. Λόγος καθαρός και ακρίβεια στην κίνηση (ή και την ακινησία) της επέτρεψαν να παίξει στην κυριολεξία και σωματικά το ρόλο της.
Στη Γιώτα Καναβού (Μαρί Κρούς) έχω αδυναμία, αφού την είχα σημαδέψει ήδη στους «Ατρείδες» εντυπωσιασμένος από τον δυναμισμό της στην σκηνή. Αυτήν την φορά κατέχοντας μάλιστα κεντρικό ρόλο, με την τέλεια άρθρωση, την καθαρό-τητα στο λόγο, την προσεγμένη – ελεγχόμενη κίνησή της, έδωσε την πιο μεστή της ερμηνεία στο ρόλο της παθιασμένης πασιονάριας. Αλλά θα έχει και συνέχεια.
Τελευταία άφησα την Έφη Κατσαντώνη που στον ρόλο της φόνισσας του βίαιου άντρα της φυλακισμένης επί τη μισή της ζωή Θεοδοσίας, απέδωσε έναν χαρακτήρα που φάνταζε επίπεδος, μέχρι την στιγμή της μέχρι υστερίας αποκάλυψης –πραγματικής απογύμνωσης της ψυχής της ηρωίδας. Η ερμηνεία της -το λιγότερο υπερβατική- ήταν παραπάνω από πειστική. Ήταν δυνατή, βαθειά ανθρώπινη και ταυτόχρονα ζωώδης, που συντάραξε τον θεατή.
Η παρουσίαση αυτή -που ξεκίνησε με την πρόθεση να είναι σύντομη- κλείνει με τις ευχαριστίες μας ως θεατών και την αναγνώριση του κόπου όλων των συντελεστών. Το ερασιτεχνικό θέατρο είναι πολλές φορές ψυχοφθόρο, απαιτεί προσήλωση και πολύ μα πάρα πολύ ελεύθερο χρόνο και προσωπικούς περιορισμούς, πέρα από τη ψυχική ταλαιπωρία στην οποία σε υποβάλλει ένας απαιτητικός ρόλος και ένας ακόμη απαιτητικότερος σκηνοθέτης που δεν παραιτείται ούτε εφησυχάζει, μέχρι να σου βγάλει αυτό που αξιώνει. Κλείνει επίσης με την ευχή ή καλύτερα την απαίτηση για νέες ακόμη ωριμότερες ερμηνείες και ακόμη καλύτερες θεατρικές βραδιές σε μια Φλώρινα που εξακολουθεί να αγαπά και να υπηρετεί την Τέχνη.
Μικρό Υστερόγραφο: Ποιος γνωρίζει ότι κατά την διάρκεια των προβών η δυναμική Τσαρίτο κατάφερε να σπάσει (ναι να σπάσει) το χέρι της Μανταλένα (που βέβαια κατά την άποψη των θεατών της άξιζε για τον παλιοχαρακτήρα της) ή ότι η Θεοδοσία είναι γεμάτη μελανιές από τα κρατήματα των συγκρατουμένων της; Η ρεαλιστική απόδοση στα καλύτερά της.-
ΦΛΩΡΙΝΑ ΙΟΥΛΙΟΣ 2018
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΑΚ. ΜΗΤΚΑΣ