Στέρεψαν τα δάκρυα…
Στέρεψαν τα δάκρυα κι έγινε η προσευχή θεωρία κι ο πόνος στοχασμός. Κι απολογούμενος ο Θεός πάνω σε πτώματα και στάχτες, σε παιδιά νέους και γέροντες, μα τι να πει; Αυτός μονάχα στην σιωπή μιλά, εκεί που το πλάσμα τραβά τον Γολγοθά στέκεται δίπλα και γίνεται συγκυρηναίος στον σταυρό που κουβαλά.
Ο Θεός δεν είναι αγάπη, ούτε τιμωρία, ή κάποιο άλλο συναίσθημα, αλλά βγαλμένος από την ζωή μας, αφού διακόψαμε κάθε επαφή μαζί Του. Ζούμε την τραγωδία, καταδικασμένοι σε μια διαρκή αυτοτιμωρία. Ο άνθρωπος της πτώσης επέλεξε τον θάνατο, τον καρπό του εγωισμού από τον δένδρο της απομόνωσης. Αυτή είναι η αμαρτία, η μοναξιά του εγωισμού μας.
Ζώντας όλη αυτή την κατάσταση πως θα μιλήσουμε για τον Θεό που είναι Πρόσωπο κι αποτελεί την Όντως Ζωή και Αγάπη καλώντας κάθε άνθρωπο να έρθει κοντά Του, να σχετιστεί και να κοινωνήσει μαζί Του. Ο Θεός που μιλάμε και γράφουμε στα πληκτρολόγια, στα κηρύγματα, στις μεταξύ μας συζητήσεις είναι πλασμένος στις δικές μας ανάγκες, ανήκει στην δική μας θεωρία. Που χρειάζεται υπεράσπιση και αιτιολόγηση. Που αγαπά συναισθηματικά κι ανούσια σαν εμάς, ή που οργίζεται, όπως εμείς όταν προσβληθεί το εγώ μας.
Εμείς που έχουμε μάθει την αγάπη ως εσωτερική συμπλήρωση των ανασφαλειών μας κι όχι ως σχέση ζωής, πως ν’ εξηγήσουμε τον Θεό, ότι κι αν καταθέσουμε, δεν θα είναι το βίωμα μας, αλλ’ ότι η ταραγμένη κατάσταση του μυαλού μας έχει πλάσει, άνθρωπος που δεν ζει τον Θεό, για ποίο Θεό να μιλήσει.
Αντίθετα ο Θεός, που δημιούργησε τον άνθρωπο και την κτίση, που συνομίλησε ως Άσαρκος στην Παλαία Διαθήκη και ήλθε ως Ένσαρκος στην περίοδο της Νέας Διαθήκης, είναι Πρόσωπο που βιώνεται και κοινωνείται από τον άνθρωπο. Κι Αυτός περιγράφεται από τον δεύτερο, ως Παράδεισος,όταν βιώνει την παρουσία Του και ως κόλαση, όταν ο απομακρύνεται απ’ Εκείνον, προτιμώντας να ζήσει την απομόνωση και τον μαρασμό της μοναξιά που τον οδηγεί ο εγωισμός του.
Αν είχαμε εμπειρία Θεού κι όχι πίστη, βγαλμένη πολλές φορές από τον φόβο του θανάτου, ή της ανταμοιβής των καλών μας έργων, θα είχαμε περάσει από το εγώ στο εσύ, όχι στο εμείς, γενικά και αφηρημένα, αλλά συγκεκριμένα στο εσύ, στο άλλον, στο κάθε άνθρωπο.
Έχοντας αυτή την εμπειρία του Θεού, η αγάπη γίνεται Πρόσωπο και λέγεται Χριστός, είναι τέλεια κι ολοκληρωμένη, όχι ως συναίσθημα, αλλά ως κοινωνία και εμπειρία Θεού. Και μάζι μ’ εμάς θεώνεται ο κόσμος, ολόκληρη η κτίση.
Αυτή η απειρία του Θεού που αφήνει ανέγγιχτη την καρδιά μας, αν επιχειρήσει να μιλήσει γι’ Αυτόν θα καταθέσει απλώς συναισθηματισμούς, αδυναμίες και πάθη, που μέσα από τον σκοτινιασμένο νου θα περιγράφεται μ’ ένοιες δικές μας Όπως κάθε φορά που θιγόμαστε, όταν προσβάλλεται η αυθεντία μας κι αμφισβητείται το δίκαιο μας, φτιάχνουμε έναν Θεό κομμένο ραμένο στα μέτρα μας, έτοιμο για χάρη μας ν’ αποδώσει δικαιοσύνη.
Όσο ανεξέλεγκτη είναι η ανθρώπινη θηριωδία, αλλά τόσο κτηνώδης θα είναι ο Θεός που θα πλάσει ένα τέτοιο μυαλό, όπως και τ’ αντίστροφο ανάλογα με τις ανασφάλειες του ανθρώπου, τις αδυναμίες και τους συναισθηματισμούς, θα πλάθεται ένας Θεός, ιδεολογός, αγάπης κι απροσδιόριστων συναισθημάτων.
Μιλάμε για τον Θεό, όταν γνωρίζουμε τον Θεό στην ζωή μας. Κι αυτή η γνώση είναι η θεοπτία, η εμπειρία του μέσα στην καθημερινότητα μας, ο φωτισμός του νου μας, αφού πρώτα καθαρισθεί από τα πάθη, όταν δει τ’ αδιέξοδα των επιλογών του και στραφεί στον Θεό. Τότε, μετά την κάθαρση , ακολουθεί ο φωτισμός κι έρχεται η θέωση, η θέα του Προσώπου του Χριστού, της μοναδικής Αγάπης και Ζωής. Κι άλλαζει τρόπο σκέψης ο άνθρωπο, ανακαινίζεται εσωτερικά και μαζί μ’ αυτόν όλος ο κόσμος και γίνεται η παρουσία του, παρουσία Χριστού σε καθένα που συναναστρέφεται.
Όταν φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο, ο άλλος γίνεται Χριστός, ο κάθε άνθρωπος που συναντούμε κι ο πόνος του και η θλίψη του, γίνονται δικά μας όχι συναισθηματικά και υποκριτικά, μέσα από μια απελπισία και μοιρολατρεία, αλλά καρδιακά. Και δεν μιλουμέ, δεν κάνουμε κηρυγματά, αλλ’ αγκαλιάζουμε και παρηγορούμε. Όπως οι πρώτοι χριστιανοί που ζούσαν τον Χριστό κι ο πόνος ένος μέλους της εκκλησία, ήταν πόνος ταυτόχρονα όλης της εκκλησίας.
Τι μας κάνει σ’ αυτήν την τραγωδία, αντί να δακρύζουμε, να σταυρώνουμε τους άλλους, να μιλάμε για μετάνοια, τιμωρία, γι’ αγάπες κι οργές, να κάνουμε κηρύγματα και αντιπαραθέσεις, ν’ αναλύουμε ακόμα τον Θεό και να γινόμαστε ξένοι για τους τόσους ανθρώπους, που έχασαν σε μια στιγμή ανθρώπους, περιουσίες, χαμόγελα κι ελπίδες, η έλλειψη του Θεού, η απουσία του μέσα στην καρδιά μας, που έχει σκληρύνει τόσο πολύ, αδυνατώντας να νιώσει τον άλλον.
Κι είναι οι στιγμές που λες, ευτυχώς Θεέ μου που είσαι και Συ και Σταυρώνεσαι μαζί με τα πλάσματα σου και πονάς, καθώς ένιωσες την ανθρώπινη θηριωδία, την γεμάτη δικαιώματα κι απαιτήσεις χωρίς καμία ευθύνη. Σε κάθε παιδί που καίγεται, σε κάθε οικογένεια που ξεκληρίζεται, σταυρώνεται και πάλι ο Χριστός.
Αντί να εξηγούμε, μήπως να σιωπούμε, αντί να κουνούμε το δάχτυλο, μήπως να σηκώνουμε τα χέρια; Αγάπη Χριστού, είναι να νιώθω τον αδελφό μου, να γίνεται ο σταυρός του και δικός μου, να μπορώ να καταλαβαίνω τι σημαίνει να χάνει μια μάνα τον σύζυγο και τα παιδιά, κάποιοι γονείς τα παιδιά και κάποια παιδιά τους γονείς, μια φίλη τον φίλο, ο κάθε άνθρωπος τον άνθρωπο του. Παραπέρα άλλοι, τα σπίτια, το χαμόγελο, την ελπίδα, την ίδια την ζωή. Παρουσία Θεού, είναι να κλαίω στην λύπη του άλλου και να χαίρομαι στην χαρά του.
Τούτες τις ώρες της απανθρωπιάς, που ο πόνος έχει θεριέψει τα πάντα κι άφησε γυμνούς τους ανθρώπους κι άφωνους, μια αγκαλιά, μια αγάπη κι έναν λόγο παρηγοριά βγαλμένο από την καρδιά, αυτοί οι άνθρωποι που χάθηκαν είναι ο πατέρας, η μητέρα, ο άνδρας, η γυναίκα, τα παιδιά του καθενός μας, είναι ο Χριστός που η ασπλαχνία μας έχει ξανασταυρώσει……
Γεώργιος Τρυφωνόπουλος
Θεολόγος Α.Π.Θ.
6987221930
Αμύνταιο, 53200
Ζούμε μια συμφορά, χωρίς αμφιβολία. Πόνος πολύς. (Μα μας έλειψε και ποτέ;)
Για τον άνθρωπο του Θεού, κάθε συμφορά είναι αφορμή μετανοίας κι εσωτερικής εργασίας.
Για τον άνθρωπο της ύλης και της σάρκας, τέτοιες συμφορές είναι αιτία ακόμα μεγαλύτερης αποστασίας (αὐτοὶ ἐκ τοῦ κόσμου εἰσί διὰ τοῦτο ἐκ τοῦ κόσμου λαλοῦσι). Πάντα έτσι ήταν.
Πορευόμεθα εν τω κόσμω, “δια πυρός και ύδατος”, εν πνεύματι, εις αναψυχήν.
Ευχόμεθα.