Τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ
ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ
Ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός στον διάλογό του με τον κρυφό μαθητή, τον Νικόδημο, για τον οποίο η Γραφή μαρτυρεί· «Ἦν δὲ ἄνθρωπος ἐκ τῶν Φαρισαίων, Νικόδημος ὄνομα αὐτῷ, ἄρχων τῶν Ἰουδαίων· οὗτος ἦλθε πρὸς αὐτὸν νυκτὸς… » αποκαλύπτει κάτι πολύ σημαντικό καθώς αναπτύσει την διαδασκαλία Του για την “ἄνωθενγέννησιν”, ότι όπως ο αέρας όπου θέλει φύσα και ακούεις μεν την βοήν του, αλλά δεν γνωρίζεις από που έρχεται και που θα καταλήξη, έτσι και ο άνθρωπος που αναγεννάται από το Αγιον Πνεύμα ενεργεί με έναν τρόπο ακατάληπτο, τον οποίο όσοι δεν έχουν αναγεννηθεί και δεν βιώνουν την διαρκή παρουσία του Αγίου Πνεύματος ως Χάρη και ενέργεια δεν μπορούν να καταλάβουν τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί ο άνθρωπος αυτός. Αυτή την έννοια έχει ο στίχος: «τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ’ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος»(Ιω.3.8). Και αν «τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» για την προσωπική αναγέννηση εκάστου, αυτό το ίδιο πνεύμα, το οποίο οναμάζουμε Παράκλητο,”ὅπου και «ὅπως» θέλει πνεῖ” για να οδηγεί την Εκκλησία «εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν»! Ευτυχώς που η Εκκλησία δεν κατευθύνεται τελικά από τους ανθρώπους, ακόμη και αν είναι επίσκοποι. Σαφώς δεν αρνούμαστε τον θεσμικό ρόλο των επισκόπων αλλά χρειάζεται σύμφωνα με τον άγιο Συμεών τον Νέο θεολόγο να έχουν οι επίσκοποι κάτι για το οποίο γράφει:
«13. Όπως ειπώθηκε λοιπόν, οι Άγιοι Απόστολοι διαδοχικά μεταβίβασαν την εξουσία αυτή στους επισκόπους. Και μάλιστα μόνο σ’ εκείνους οι οποίοι κατείχαν τους θρόνους τους, επειδή οι υπόλοιποι δεν τολμούσαν ούτε να το κατανοήσουν αυτό. Διότι με τόσο μεγάλη ακρίβεια τηρούσαν την εξουσία αυτή οι μαθητές του Κυρίου. Όπως είπαμε όμως, με το πέρασμα του χρόνου αναμίχθηκαν και ζυμώθηκαν οι άξιοι με τους ανάξιους και συγκαλύπτονταν από το πλήθος, επειδή ανταγωνιζόταν ο ένας και διακριθεί από τον άλλο, και να αναλάβει την προεδρία υποκρινόμενος τον ενάρετον. Αφότου λοιπόν αυτοί που κατείχαν τους θρόνους των Αποστόλων αποδείχθηκαν σαρκικοί και φιλήδονοι και φιλόδοξοι και εξώκειλαν σε αιρέσεις, τους εγκατέλειψε η θεία χάρη και αφηρέθηκε από αυτούς η εξουσία αυτή, και όλα τα άλλα που οφείλουν να έχουν όσοι ιερουργούν. Το να είναι αυτός Ορθόδοξος δεν αρκούσε, νομίζω, ούτε αυτό. Γιατί Ορθόδοξος δεν είναι εκείνος που δεν εισάγει στην Εκκλησία του Θεού κάποια καινούργια διδασκαλία, αλλά εκείνος που έχει ζωή η οποία είναι σύμφωνη με τον ορθό λόγο.
Επειδή όμως οι κατά καιρούς πατριάρχες και μητροπολίτες αναζητώντας δεν εύρισκαν τέτοιον άνθρωπο, ή τιμούσαν με το αξίωμα αυτό αντί γι’ αυτόν βρίσκοντας έναν ανάξιο, απαιτώντας από αυτόν μόνο αυτό, να εκθέσει εγγράφως το σύμβολο της πίστεως, και δέχονταν μόνο αυτό, και όχι αν είναι ζηλωτής του αγαθού, ούτε αν μάχεται με κάποιον εξαιτίας του κακού, φροντίζοντας έτσι για την ειρήνη της Εκκλησίας, πράγμα που είναι χειρότερο από κάθε έχθρα και πρόξενο μεγάλης ανωμαλίας. Από τότε λοιπόν οι Ιερείς εξαχρειώθηκαν και έγιναν σαν τον λαό. Διότι, επειδή μερικοί από αυτούς δεν ήταν αλάτι, όπως είπε ο Κύριος, ώστε αυτοί με τους ελέγχους τους να περιορίζουν και να ανακόπτουν έστω και λίγο τη ζωή που γινόταν έκφυλη, αλλά συγχωρούσαν και συγκάλυπταν τα πάθη ο ένας του άλλου, έγιναν χειρότεροι και από τον λαό, ο δε λαός χειρότερος από αυτούς.
Μερικοί όμως από τον λαό φάνηκαν ανώτεροι από τους Ιερείς, φέγγοντας σαν αναμμένα κάρβουνα μέσα στο βαθύ σκοτάδι εκείνων. Διότι, εάν εκείνοι, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, έλαμπαν με τη ζωή τους όπως ο ήλιος, αυτοί δεν θα έφεγγαν ούτε σαν κάρβουνα, αλλά από το μεγαλύτερο φως, θα εμφανίζονταν κατάμαυροι. Όταν όμως στους ανθρώπους απέμεινε μόνο το σχήμα και το ένδυμα της Ιερωσύνης, ενώ η δωρεά του Πνεύματος μεταβιβάστηκε στους μοναχούς, που αναγνωριζόταν από τα σημάδια, επειδή με τις πράξεις τους εφάρμοζαν τη ζωή των Αποστόλων, ο διάβολος και εκεί προκάλεσε τις γνώριμες μεθοδεύσεις του. Έτσι, βλέποντας ότι αυτοί εμφανίζονταν πάλι στον κόσμο ως νέοι μαθητές του Χριστού και έλαμπαν με τη ζωή και τα θαύματά τους, αφού έβαλε ανάμεσά τους τους ψευδαδέλφους και τα δικά του όργανα και τα ανακάτεψε με αυτούς, και αφού με τον καιρό αυξήθηκαν, όπως βλέπεις εξαχρειώθηκαν και έγιναν χειρότεροι από εκείνους που ήταν μόνο ως προς το σχήμα μοναχοί, και από τους χειροτονημένους που έχουν συγκαταλεχθεί στην τάξη των Ιερωμένων, και από εκείνους που έχουν τιμηθεί με τα αξιώματα της αρχιερωσύνης, δηλαδή τους πατριάρχες, τους μητροπολίτες και τους επισκόπους.
14. Όμως η εξουσία να συγχωρούν αμαρτίες δε δόθηκε από τον Θεό έτσι γενικά στους χειροτονημένους και στην τάξη αυτών· όχι, αλλά παραχωρείται μόνο στους Ιερουργούς. Νομίζω μάλιστα πως αυτό δε δίνεται ούτε σε όλους αυτούς, γιατί σαν χορτάρι που είναι θα καούν, αλλά δίνεται μόνο σ’ εκείνους από τους Ιερείς, Αρχιερείς και μοναχούς, οι οποίοι συγκαταλέγονται στη χορεία των μαθητών του Χριστού.
15. Από πού όμως θα το καταλάβουν αυτό εκείνοι που συγκαταλέγονται στη χορεία των μαθητών, και από πού θα τους αναγνωρίσουν αυτοί που τους αναζητούν;
Γι’ αυτό ο Κύριος δίδαξε και είπε: «Σ’ εκείνους που θα πιστέψουν θα τους ακολουθούν τα εξής σημεία: στο όνομά μου θα βγάζουν δαιμόνια, θα μιλούν γλώσσες καινούργιες, θα σηκώνουν φίδια, και αν τυχόν πιουν κάτι θανατηφόρο, δε θα τους βλάψει»[30]. Και πάλι: «Τα πρόβατά μου ακούνε τη φωνή μου»[31], και: «θα τους αναγνωρίσετε από τους καρπούς[32].
Από ποιούς καρπούς; Αυτούς που απαριθμεί ο Παύλος λέγοντας: «αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, εγκράτεια»[33], και μαζί μ’ αυτούς ευσπλαγχνία, φιλαδελφία, ελεημοσύνη, και τα επακόλουθα αυτών. Επίσης: «λόγος γνώσεως, χαρίσματα θεραπειών·[34] και πολλά άλλα. «Όλα αυτά τα ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα, το οποίο τα διανέμει στον καθένα όπως θέλει»[35]. Διότι όσοι είναι μέτοχοι αυτών των χαρισμάτων, στο σύνολό τους, ή σε μερικά από αυτά, ανάλογα με το συμφέρον τους, συγκαταλέγονται στη χορεία των Αποστόλων γι’ αυτό και αποτελούν φως του κόσμου, όπως λέει ο ίδιος ο Χριστός: «Κανένας δεν ανάβει λυχνάρι και το βάζει κάτω από το μόδι[36] ή κάτω από το κρεβάτι, αλλά στον λυχνοστάτη, για να φέγγει σ’ όλους που βρίσκονται μέσα στο σπίτι»[37].
Δε γνωρίζονται όμως μόνο από αυτά εκείνοι που συγκαταλέγονται στη χορεία των μαθητών του Χριστού, αλλά και από τον τρόπο της ζωής τους· έτσι τους αναγνωρίζουν πιο καλά και εκείνοι που τους αναζητούν, αλλά και οι ίδιοι τους εαυτούς τους· εάν, παραδείγματος χάριν, μιμούμενοι τον Κύριό μας Ιησού Χριστό ζουν κατά τρόπο που να μη ντρέπονται, ή καλύτερα εάν θεωρούν ως πολύ μεγάλη δόξα την απλότητα και την ταπείνωση, και εάν, όπως εκείνος δείχνουν χωρίς υποκρισία υπακοή στους πατέρες και τους καθοδηγητές τους, καθώς και σ’ εκείνους που τους δίνουν πνευματικά εντολές, και επιθυμούν με την ψυχή τους να τους βρίζουν, να τους περιπαίζουν και να τους κακολογούν, και δέχονται αυτούς που τους τα κάνουν αυτά σαν προξένους μεγάλων αγαθών και προσεύχονται με δάκρυα μέσα από την ψυχή τους γι’ αυτούς, αυτοί είναι που περιφρόνησαν όλη τη δόξα του κόσμου και θεώρησαν ως ανάξιες λόγου όλες τις ευχαριστήσεις τους.
Αλλά γιατί να λέω πολλά και αυτονόητα μακραίνοντας τον λόγο; εάν ο καθένας, ακούοντας αυτές τις αρετές να διαβάζονται στις άγιες Γραφές, βρίσκει τον εαυτό του να έχει εφαρμόσει όσα λέγονται, και να έχει επίσης έμπρακτα εφαρμόσει κάθε καλή πράξη, και εάν αναγνωρίζει σε κάθε μια από αυτές τη μεταβολή και τη βελτίωση, και ότι ανεβαίνει προς το ύψος της θεϊκής δόξας, τότε ας γνωρίζει ο καθένας και τον εαυτό του, ότι έχει γίνει μέτοχος του Θεού και των δωρεών του, θα αναγνωρισθεί όμως και από εκείνους που βλέπουν καλά, ή ακόμα και από αυτούς που έχουν ασθενή όραση. Και έτσι αυτοί θα μπορούν να πουν σε όλους με παρρησία: «Ήμαστε πρεσβευτές του Χριστού και, σαν να σας παρακαλεί ο Θεός με τα δικά μας λόγια, σας λέμε: Συμφιλιωθείτε με τον Θεό»[38]. Διότι όλοι αυτοί τήρησαν τις εντολές του Θεού μέχρι το θάνατό τους· έχασαν τα υπάρχοντά τους και τα μοίρασαν στους φτωχούς· ακολούθησαν τον Χριστό δείχνοντας υπομονή στις δοκιμασίες· έχασαν τις ψυχές τους στον κόσμο εξαιτίας της αγάπης του Θεού, και τις βρήκαν στην αιώνια ζωή. Βρίσκοντας τις ψυχές τους τις βρήκαν μέσα στο νοητό φως, και έτσι μέσα από αυτό το φως είδαν το φως το σπλησίαστο, τον Ίδιο τον Θεό, σύμφωνα με αυτό που είναι γραμμένο: «με το φως σου θα δούμε φως»[39].
Πρόσεχε λοιπόν πώς είναι δυνατό να βρει κανείς την ψυχή που έχει· η ψυχή του καθενός είναι η δραχμή, την οποία έχασε, όχι ο Θεός, αλλά ο καθένας από μας, βυθίζοντας το εαυτό του μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας, και ο Χριστός, το αληθινό φως, με τον ερχομό του συναντώντας αυτούς που τον αναζητούν, τους χαρίζει την ικανότητα να γνωρίσουν τον εαυτό τους, με τρόπο που μόνο αυτός γνωρίζει. Αυτό σημαίνει να βρει την ψυχή του, να δει τον Θεό και μέσα στο φως εκείνου να γίνει ανώτερος όλης της ορατής κτίσεως, και να έχει τον Θεό ποιμένα και δάσκαλο, από τον οποίο θα γνωρίσει, εάν θέλει, και το να δένει και να λύνει, και αφού τον γνωρίσει καλά θα προσκυνήσει αυτόν που του έδωσε το χάρισμα, και θα το μεταδίδει σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη.
16. Έτσι γνώρισα κι εγώ, παιδί μου, ότι δίνεται σ’ αυτούς η εξουσία να δένουν και να λύνουν από τον Θεό Πατέρα και τον Κύριο Ιησού Χριστό μέσω του Αγίου Πνεύματος, σ’ αυτούς οι οποίοι είναι υιοθετημένοι υιοί και Άγιοι υπηρέτες του. Κι εγώ ο ίδιος μαθήτευσα σε τέτοιον πατέρα, ο οποίος δεν είχε χειροτονία από τους ανθρώπους, αλλά με το χέρι του Θεού, δηλαδή με το Πνεύμα, με δέχθηκε ως μαθητή του, και μου υπέδειξε καλώς να δεχθώ και τη χειροτονία από τους ανθρώπους, ακολουθώντας τον τύπο, επειδή από παλιά με παρακινούσε σ’ αυτό το Άγιο Πνεύμα με πολύ δυνατή επιθυμία.
17. Γι’ αυτό ας προσευχηθούμε πρώτα να γίνουμε τέτοιοι, αδελφοί και πατέρες, και τότε να μιλήσουμε στους άλλους για την απαλλαγή τους από τα πάθη και έλεγχο των λογισμών τους, και να αναζητήσουμε τέτοιου είδους πνευματικούς.
Ή καλύτερα να αναζητήσουμε άνδρες τέτοιους που αντέχουν στους κόπους και είναι μαθητές του Χριστού, και με πόνο της καρδιάς και πολλά δάκρυα, ας παρακαλέσουμε τον Θεό για ορισμένες μέρες ν’ ανοίξει τα μάτια της καρδιάς μας, ώστε να αναγνωρίσουμε, αν συμβεί να βρεθεί τέτοιος άνθρωπος σ’ αυτή την πονηρή γενεά, και αφού τον βρούμε, να πάρουμε μέσω αυτού άφεση των αμαρτιών μας, υπακούοντας στις διαταγές και εντολές του με όλη την ψυχή μας, όπως εκείνος, ακούοντας τις εντολές του Χριστού, έγινε μέτοχος της χάριτος και των δωρεών του, και πήρε από αυτόν την εξουσία να δένει και να λύνει τις αμαρτίες, πυρπολημένος από το Άγιο Πνεύμα, στο οποίο αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Πατέρα και τον μονογενή του Υιό στους αιώνες» [http://www.oodegr.com/oode/orthod/praktikes/eksousia_Ierosynhs_1.htm].
Παραθέτω το αρχαίο κείμενο για όσους το αναζητούν και συνεχίζω παρακάτω:«Ὡς οὖν εἴρηται, κατά διαδοχήν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι τήν ἐξουσίαν ταύτην μετέπεμπον πρός τούς καί τούς θρόνους ἐπέχοντας αὐτῶν, ὡς τῶν τε λοιπῶν οὐδείς οὐδέ ἐννοῆσαί τι τοιοῦτον ἐτόλμα.Οὕτως ἐφύλαττον μετά ἀκριβείας οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου τό δίκαιον τῆς ἐξουσίας ταύτης. Ἀλλ᾿ ὡς εἴπομεν προϊόντος τοῦ χρόνου συνεχύθησαν καί συνεφύρησαν τοῖς ἀναξίοις οἱ ἄξιοι καί ὑπό τοῦ πλήθους συνεκαλύπτοντο, ἄλλος ἄλλου προέχειν φιλονεικῶν καί τήν προεδρίαν τῇ ἀρετῇ ὑποκρινόμενος. Ἀφ᾿ οὗ γάρ οἱ τούς θρόνους τῶν Ἀποστόλων ἐπέχοντες σαρκικοί καί φιλήδονοι καί φιλόδοξοι ἀπεφάνθησαν καί εἰς αἱρέσεις ἐξέκλιναν, ἐγκατέλιπεν αὐτούς ἡ θεία χάρις, καί ἡ ἐξουσία αὕτη ἐκ τῶν τοιούτων ἀφῄρηται. Διό καί πάντα τά ἄλλα, (435) ἅ οἱ ἱερουργοῦντες ἔχειν ὀφείλουσιν, ἀφέμενοι, τοῦτο μόνον ἀπαιτοῦνται ἔχειν τό ὀρθόδοξον. Οἶμαι δέ οὐδέ τοῦτο˙ οὐδέ γάρ ὁ μή παρεισφέρων νεωστί δόγμα εἰς τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ οὗτος ὀρθόδοξος, ἀλλ᾿ ὁ βίον τῷ ὀρθῷ λόγῳ κεκτημένος συνᾴδοντα. Τοῦτον δέ καί τόν τοιοῦτον οἱ κατά καιρούς πατριάρχαι καί μητροπολῖται ἤ ζητήσαντες οὐκ ἀπέτυχον ἤ εὑρόντες τόν ἀνάξιον μᾶλλον ἀντ᾿ ἐκείνου προετιμήσαντο, τοῦτο μόνον αὐτόν ἀπαιτοῦντες τό ἐγγράφως ἐκθέσθαι τό τῆς πίστεως σύμβολον, καί τοῦτο μόνον ἀποδεχόμενοι τό μήτε ὑπέρ τοῦ ἀγαθοῦ ζηλωτήν εἶναι μήτε διά τό κακόν τινι ἀντιμάχεσθαι, εἰρήνην ὥσπερ ἐντεῦθεν τῇ ἐκκλησίᾳ περιποιούμενοι, ὅ χεῖρον πάσης ἔχθρας ἐστί καί μεγάλης ἀκαταστασίας αἴτιον. Ἐκ τούτου οὖν οἱ ἱερεῖς ἠχρειώθησαν καί γεγόνασιν ὡς ὁ λαός. Μή ὄντων γάρ τινων ἐξ αὐτῶν ἅλας, ὡς ὁ Κύριος ἔφη, ἵνα διά τῶν ἐλέγχων σφίγγωσι καί ἀναστέλλωσι κἄν ὁπωσοῦν τόν διαρρέοντα βίον, ἀλλά συγγινωσκόντων μᾶλλον καί συγκαλυπτόντων ἀλλήλων τά πάθη ἐγένοντο χείρους μέν αὐτοί τοῦ λαοῦ, χείρων δέ αὐτῶν ὁ λαός. Τινές δέ τοῦ λαοῦ καί κρείττονες ἀπεφάνθησαν μᾶλλον τῶν ἱερέων, ἐν τῷ ἐκείνων ἀφεγγεῖ ζόφῳ ὡς ἄνθρακες οὗτοι φαινόμενοι. Εἰ γάρ ἐκεῖνοι κατά τόν τοῦ Κυρίου λόγον ἔλαμπον τῷ βίῳ ὡς ὁ ἥλιος, οὐκ ἄν ὡρῶντο οἱ ἄνθρακες διαυγάζοντες, ἀλλ᾿ ὑπό τοῦ τρανοτέρου φωτός ἠμαυρωμένοι ἐδείκνυντο ἄν. Ἐπεί δέ τό πρόσχημα μόνον καί τό τῆς ἱερωσύνης ἔνδυμα ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἐναπελείφθη, τῆς τοῦ πνεύματος δωρεᾶς ἐπί τούς μοναχούς μεταβάσης καί διά τῶν σημείων γνωριζομένης ὡς τόν βίον τῶν Ἀποστόλων διά τῶν πράξεων μετερχομένους, κἀκεῖ πάλιν ὁ διάβολος τά οἰκεῖα εἰργάσατο. Ἰδών γάρ αὐτούς ὅτι ὡς νέοι τινες μαθηταί τοῦ Χριστοῦ αὖθις ἀνεδείχθησαν ἐν τῷ κόσμῳ, καί τῷ βίῳ καί τοῖς θαύμασιν ἔλαμψαν, (436) τούς ψευδαδέλφους καί τά ἴδια σκεύη εἰσαγαγών τούτοις ἀνέμιξε καί κατά μικρόν πληθυνθέντες, ὡς ὁρᾷς, ἠχρειώθησαν καί γεγόνασι μοναχοί πάμπαν ἀμόναχοι.
Οὔτε οὖν τοῖς τῷ σχήματι μοναχοῖς οὔτε τοῖς κεχειροτονημένοις καί εἰς ἱερωσύνης ἐγκαταλεγεῖσι βαθμόν οὔτε τοῖς τῷ τῆς ἀρχιερωσύνης τετιμημένοις ἀξιώματι, πατριάρχαις φημί καί μητροπολίταις καί ἐπισκόποις, ἁπλῶς οὕτως καί διά μόνην τήν χειροτονίαν καί τήν ταύτης ἀξίαν τό ἀφιέναι ἁμαρτίας ἀπό Θεοῦ δίδοται – ἄπαγε! – ἱερουργεῖν γάρ μόνον αὐτοῖς συγκεχώρηται, οἶμαι δέ οὐδ᾿ αὐτό τοῖς πολλοῖς αὐτῶν, ἵνα μή χόρτος ὄντες ἐκεῖθεν κατακαυθήσονται, ἀλλά μόνοις ἐκείνοις, ὅσοις ἐν ἱερεῦσι καί ἀρχιερεῦσι καί μοναχοῖς τό συγκαταριθμεῖσθαί ἐστι τοῖς τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ χοροῖς διά τήν ἁγνότητα.
• Πόθεν οὖν αὐτοί τε οἱ τοῖς εἰρημένοις ἐγκαταλεγέντες ἐκεῖνο νοήσωσι καί οἱ αὐτούς ἐκζητοῦντες τούτους ἀκριβῶς ἐπιγνώσονται; Ὅθεν ὁ Κύριος ἐδίδαξεν οὕτως εἰπών˙ «σημεῖα δέ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει˙ ἐν τῷ ὀνόματί μοι δαιμόνια ἐκβάλουσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς – ὅπερ ἐστίν ἡ θεόπνευστος διδασκαλία τοῦ Λόγου καί ὠφέλιμος -, ὄφεις ἀροῦσι, κἄν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μή αὐτούς βλάψῃ», καί πάλιν˙ «ἐκ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς». Ποίων καρπῶν; Ὧν τό πλῆθος ἀπαριθμούμενος ὁ Παῦλος λέγει˙ «ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια» μεθ᾿ ὧν εὐσπλαγχνία, φιλαδελφία, ἐλεημοσύνη καί τά τούτοις ἑπόμενα˙ πρός τούτοις˙ «λόγος σοφίας, λόγος γνώσεως, χαρίσματα ἰαμάτων καί ἕτερα πλεῖστα, ἅ πάντα ἐνεργεῖ ἕν καί τό αὐτό Πνεῦμα, (437) διαιροῦν ἑκάστῳ καθώς βούλεται». Οἱ γοῦν τούτων ἐν μετοχῇ γεγονότες τῶν χαρισμάτων – ἤ πάντων ἤ ἐκ μέρους κατά τό συμφέρον αὐτοῖς – ἐν τῷ χορῷ τῶν Ἀποστόλων ἐγκατελέγησαν καί οἱ νῦν τοιοῦτοι ἀποτελούμενοι ἐκεῖσε ἐγκαταλέγονται. Διό καί φῶς εἰσιν οὗτοι τοῦ κόσμου, ὡς αὐτός φησιν ὁ Χριστός˙ «οὐδείς λύχνον ἅψας τίθησιν αὐτόν ὑπό τόν μόδιον ἤ ὑπό κλίνην, ἀλλ᾿ ἐπί τήν λυχνίαν, ἵνα φαίνῃ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ». Οὐκ ἐκ τούτων δέ μόνων οἱ τοιοῦτοι γνωρίζονται, ἀλλά καί ἀπό τῆς τοῦ βίου αὐτῶν διαγωγῆς˙ οὕτω γάρ καί οἱ ζητοῦντες αὐτούς καί αὐτοί ἑαυτόν ἕκαστος ἀκριβέστερον ἐπιγνώσονται, οἷον εἰ καθ᾿ ὁμοιότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀνεπαισχύντως, μᾶλλον δέ ὡς μεγίστην δόξαν ἡγήσαντο τήν εὐτέλειαν καί ταπείνωσιν καί ὡς ἐκεῖνος τήν ὑπακοήν ἀνυποκρίτως εἰς τούς ἑαυτῶν πατέρας καί ὁδηγούς, ἔτι γε μήν καί εἰς τούς πνευματικῶς ἐπιτάττοντας ἐπεδείξαντο, εἰ ἀτιμίας καί ὕβρεις καί ὀνειδισμούς καί λοιδορίας ἀπό ψυχῆς ἠγάπησαν καί τούς ἐπιφέροντας αὐτοῖς ταῦτα ὡς ἀγαθῶν μεγάλων προξένους ἀπεδέξαντο καί ἀπό ψυχῆς μετά δακρύων ὑπέρ αὐτῶν ηὔξαντο, εἰ πᾶσαν δόξαν τήν ἐν τῷ κόσμῳ κατέπτυσαν καί σκύβαλα τά ἐν αὐτῷ τερπνά ἡγήσαντο. Καί τί τά πολλά καί προφανῆ λέγων τόν λόγον μηκύνω; Ἐάν πᾶσαν μέν ἀρετήν, ἥν ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκούωσιν ὑπαναγινωσκομένην γραφαῖς, ταύτην ἑαυτόν ἕκαστος τῶν εἰρημένων εὑρίσκει κατωρθωκότα, πᾶσαν δέ πρᾶξιν τῶν ἀγαθῶν ὡσαύτως μετελθόντα καί ἐπί μιᾷ τούτων ἑκάστῃ τήν προκοπήν, τήν ἀλλοίωσιν, τόν βαθμόν ἐπεγνωκότα καί πρός τό ὕψος τῆς θεϊκῆς δόξης αἰρόμενον, τότε καί ἑαυτόν τις γνώτω μέτοχον Θεοῦ καί τῶν αὐτοῦ χαρισμάτων γεγονότα καί ὑπό τῶν καλῶς ὁρώντων ἤ καί ὑπ᾿ αὐτῶν τῶν ἀμβυωπούντων γνωσθήσεται. (438) Καί οὕτως οἱ τοιοῦτοι εἴποιεν ἄν τοῖς πᾶσιν ἐν παρρησίᾳ˙ «ὑπέρ Χριστοῦ πρεσβεύομεν ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι᾿ ἡμῶν˙ καταλλάγητε τῷ Θεῷ». Πάντες γάρ οἱ τοιοῦτοι τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ ἐφύλαξαν μέχρι θανάτου, ἐπώλησαν τά ὑπάρχοντα αὐτῶν καί διένειμαν τοῖς πτωχοῖς, ἠκολούθησαν τῷ Χριστῷ διά τῆς τῶν πειρασμῶν ὑπομονῆς, ἀπώλεσαν τάς ἑαυτῶν ψυχάς ἕνεκεν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ κόσμῳ καί εὗρον αὐτάς εἰς ζωήν αἰώνιον. Εὑρόντες δέ τάς ἑαυτῶν ψυχάς, ἐν φωτί νοητῷ εὗρον αὐτάς καί οὕτως ἐν τῷ φωτί τούτῳ εἶδον τό ἀπρόσιτον φῶς, αὐτόν τόν Θεόν, κατά τό γεγραμμένον˙ «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Πῶς οὖν ἔστιν εὑρεῖν τινα ἥν ἔχει ψυχήν, πρόσεχε! Ἡ ἑκάστου ψυχή ἐστίν ἡ δραχμή ἥν ἀπώλεσεν οὐχ ὁ Θεός ἀλλ᾿ ἡμῶν ἕκαστος ἐν τῷ σκόστει τῆς ἁμαρτίας βυθίσας ἑαυτόν. Ὁ δέ Χριστός, τό ὄντως φῶς, ἐλθών καί τούς ζητοῦντας αὐτόν συναντῶν, ὡς οἶδε μόνος αὐτός, ἰδεῖν ἑαυτόν αὐτοῖς ἐχαρίσατο. Τοῦτό ἐστιν εὑρεῖν τήν ψυχήν αὐτοῦ τό ἰδεῖν τόν Θεόν καί ἐν τῷ ἐκείνου φωτί αὐτόν γενέσθαι ἁπάσης κτίσεως τῆς ὁρωμένης ἀνώτερον καί τόν Θεόν σχεῖν ποιμένα καί διδάσκαλον, παρ᾿ οὗ καί τό δεσμεῖν καί λύειν, εἰ βούλει, γνώσεται, καί γνούς ἀκριβῶς προσκυνήσει τόν δεδωκότα καί τοῖς χρῄζουσι μεταδώσει.
• Τοῖς τοιούτοις οἶδα, τέκνον, δίδοσθαι τοῦ δεσμεῖν καί λύειν <τήν ἐξουσίαν> ἀπό Θεοῦ Πατρός καί Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῖς θέσει οὖσιν καί ἁγίοις δούλοις αὐτοῦ. Τοιούτῳ καί αὐτός ἐγώ ἐμαθήτευσα πατρί χειροτονίαν ἐξ ἀνθρώπων μή ἔχοντι, ἀλλά χειρί με Θεοῦ εἴτ᾿ οὖν πνεύματι εἰς μαθητείαν ἐγκαταλέξαντι κάι τήν ἐξ ἀνθρώπων χειροτονίαν (439) διά τόν παρακολουθήσαντα τύπον καλῶς λαβεῖν με κελεύσαντι, πάλαι ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπί τοῦτο σφοδρῷ πόθῳ κινούμενον.
• Τοιγαροῦν γενέσθαι πρῶτον τοιοῦτοι εὐξώμεθα, ἀδελφοί καί πατέρες, καί οὕτως τοῖς ἄλλοις περί παθῶν ἀπαλλαγῆς καί ἀναδοχῆς λογισμῶν ὁμιλήσωμεν καί τοιοῦτον πνευματικόν ζητήσωμεν. Μᾶλλον μέν οὖν τοιούτους ἐμπόνως ζητήσωμεν ἄνδρας, τούς ὄντας μαθητάς τοῦ Χριστοῦ καί μετά πόνου καρδίας καί δακρύων πολλῶν ἐπί ῥητάς ἡμέρας ἱκετεύσωμεν τόν Θεόν, ἵνα ἀποκαλύψῃ τούς ὀφθαλμούς τῶν καρδιῶν ἡμῶν πρός τό ἐπιγνῶναι, εἴ που καί τοιοῦτός τις ἐν τῇ πονηρᾷ ταύτῃ γενεᾷ ὤν εὑρεθήσεται, ὅπως εὑρόντες αὐτόν ἄφεσιν λάβωμεν δι᾿ αὐτοῦ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, τοῖς προστάγμασιν αὐτοῦ καί ταῖς ἐντολαῖς ὅλῃ ψυχῇ ὑπακούοντες, καθάπερ ἐκεῖνος, ἀκούσας τάς τοῦ Χριστοῦ, γέγονε μέτοχος τῆς χάριτος καί τῶν δωρεῶν αὐτοῦ, καί τήν ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καί λύειν τά ἁμαρτήματα παρ᾿ αὐτοῦ ἔλαβε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι πυρωθείς, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή κάι προσκύνησις σύν τῷ Πατρί καί τῷ μονογενεῖ Υἱῷ εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν. Ἐπιστολή Α’.
Περί ἐξομολογήσεως. (423) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ “ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ” http://www.apostoliki-diakonia.gr
Εδώ «ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος κάνει ολόκληρη ανάπτυξη επάνω στο θέμα αυτό Αυτό σημαίνει ότι εισήλθε η παράδοσις στην Εκκλησία να χειροτονούνται ως κληρικοί άνθρωποι, οι όποιοι δεν είχαν τα προσόντα να είναι κληρικοί της Εκκλησίας. Δεν είχαν δηλαδή τις πνευματικές προϋποθέσεις της ιεροσύνης. Εναντίον αυτής της ανωμάλου καταστάσεως επαναστάτησε ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος με τόσο μεγάλη επιτυχία, ώστε η Εκκλησία τον ονόμασε Νέο Θεολόγο». Επεξηγηματικός λόγος τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη για το κείμενο τού αγίου Συμεών. [Ιωαννου Σ. Ρωμανίδου, «Πατερική Θεολογία»,Εκδόσεις Παρακαταθήκη, 2004, σελ. 103-105, Πρόλογος Κοσμήτορα της Θεολ. σχολής του Πανεπ. Αθηνών Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Επιμέλεια – Σχόλια: Μοναχού Δαμασκηνού Αγιορείτη].
Αφού λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα οφείλουν οι πιστοί με προσευχή να εξετάζουν ποιόν πνευματικό θα ακολουθήσουν για να τους οδηγήσει στον Χριστό καθώς και πάλι με προσευχή και όχι με την πολύ λογική και με κριτήριο τί τους αρέσει επειδή δεν τους βολεύει ή γιτί κάποιοι πνευματικοί άνθρωποι στα ιστολόγια γράφουν κάτι και εμείς θα κάνουμε ότι μας υποδεικνύει αυτό το ιστολόγιο. Και οι πνευματικοί βέβαια χρειάζεται να προσεύχονται για να λαμβάνουν πληροφορία γι’ αυτό που θα πρέπει να κάνουν χωρίς να πλανηθούν και να οδηγήσουν σωστά τις ψυχές στον Κύριο.«Πράγματι, υπάρχει ένας κίνδυνος για τους πνευματικούς πατέρες, ο οποίος συνίσταται στο να «προσδώσει» στον λόγο του απόλυτη και αλάθητη αξία. Άνθρωποι σαν τον Γέροντα Σιλουανό ή τον ηγούμενο Μισαήλ δεν ήθελαν να δώσουν απόλυτο χαρακτήρα σε αυτό που έλεγαν, αλλά μιλούσαν πάντα προσευχόμενοι μέσα τους. Και η προσευχή αυτή πρέπει να είναι παρούσα μέσα μας σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας”» [Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, ΟΙΚΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΑΣ, Τόμος Α’, Έσσεξ 2013, σελ. 122-123].