Η κυρά-Μαριγούλα στο αντάρτικο και η κατάληξη στην κατακόμβη
Αρχιμ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Δύσκολα τα χρόνια της Κατοχής εκείνα από την μια η φτώχεια, η πείνα , οι Γερμανοί και από την άλλη ο εμφύλιος σπαραγμός με τους αντάρτες. Είχαν ξεκινήσει και αυτοί να οργανώσουν την εθνική αντίσταση και τελικά βρέθηκαν στα νύχια των επιτηδείων να ασκούν ένα σωρό βιαιοπραγίες και εγκλήματα. Ο απλός κοσμάκης που δεν γνώριζε και πολλά πράγματα αλλά και δεν ήθελε να μπλέξει έπρεπε από την μια να προσφέρει ότι χρειάζονταν οι αντάρτες και από την άλλη να δίνει πληροφορίες στους παοτζίδες που ο ρόλος τους δεν ήταν καθόλου τίμιος, μα, ούτε και πατριωτικός. Το αντάρτικο, πάλι, ενώ είχε ξεκινήσει καλά, με καλές προθέσεις, ωστόσο τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Έβλεπε η κυρά-Μαριγούλα το μπλέξιμο και δεν γνώριζε πώς να χειριστεί την κατάσταση για γλυτώσει τον εαυτό της, διότι πήραν τον αδερφό της οι αντάρτες στο βουνό και κινδύνευε και η ίδια. Έβλεπε από την μια το δίκαιο των αγωνιστών και από την άλλη έβλεπε την γαϊδουριά των συμβιβασμένων με τους χιτλερικούς που κατείχαν όμως την εξουσία και δεν γνώριζε τι να πράξει. Να ακολουθήσει τους αντάρτες στο βουνό ή να έρχονται οι παοτζίδες και να της ζητούν πληροφορίες; Ορισμένοι ήταν και λίγο απαιτητικοί και παραπήραν θάρρος και με το πρόσχημα της εξουσίας ήθελαν και άλλα πράγματα. Είναι αυτό που λένε μη δώσεις θάρρος στο χωριάτη!
Από το αδιέξοδο την έβγαλε ο μπάρπα-Γιάννης ο Κανατάς. Ήταν δραστήριος και τα κατάφερνε αλλά είχε και την κουτοπονηριά. Τούτος είχε αντιδικία με τον φούρναρη διότι του ετοίμασε φόρμες για τα ψωμιά και σε κάποια συναλλαγή ο Κανατάς δεν έκοψε τις λαμαρίνες κατά μήκος, στα μέτρα που απαιτούσε η διάσταση του ψωμιού για να του βγουν περισσότερες οι φόρμες και έτσι ενώ τις έκανε κοντές και άβολες για τον φούρναρη ζητούσε τα ίδια ποσά που απαιτούσε και για τις μεγάλες που χρειάζονταν οι φραντζόλες. Ο φούρναρης απότομος αλλά και τίμιος του εξηγούσε ότι η κατασκευή των συγκεκριμένων φορμών δεν εξυπηρετούσε το ψήσιμο των ψωμιών διότι δεν ψήνονταν σωστά, επειδή χρειάζονταν να γίνουν πιο χοντρές. Και επιπλέον έρχονταν οι αντάρτες που και του άρπαζαν τα ψωμιά από τον φούρνο για να ταΐζουν τους αγωνιστές και ζητούσαν περισσότερα επειδή τα θεωρούσαν μικρά. Αλλά σαν έφτανε αυτό τα θεωρούσαν και άψητα γιατί ως χοντρά δεν τραβούσαν καλά και έτσι συχνά τον απειλούσαν και δεν ήταν λίγες οι φορές που τον χτυπούσαν με το υποκόπανο στο κεφάλι, διότι ήταν αχάριστοι και αλήτες. Από την άλλη έπρεπε να είναι τίμιος με τον λαμαρινά, τον Κανατά, που έπρεπε να τον πληρώσει χωρίς όμως να έχει την δυνατότητα αλλά και γιατί τελικά δεν εξυπηρετούσαν. Σκαρφίστηκε λοιπόν η κυρα- Μαριγούλα ότι ήταν ευκαιρία να πάρει τις φόρμες η ίδια και να κάνει ψωμί να δίνει η ίδια στους αντάρτες, διότι θα έβγαζε από την δύσκολη θέση και τον φούρναρη και τον εαυτό της. Ζήτησε λοιπόν αλεύρι από τον φούρναρη μέχρι να αποκτήσει το δικό της από τα αλώνια, στο αντίτιμο που χρωστούσε ο φούρναρης τον Κανατά για τις φόρμες, το ανακάτεψε αυτό με το πίτουρο που είχε για τις κότες και έδινε ψωμιά στους αντάρτες η ίδια.
Άλλο πάλι που δεν ήθελε και ο ψωμάς να ξεφορτωθεί όλο εκείνο το τσούρμο! Μαζί με τα ψωμιά όμως έδινε και πληροφορίες η κυρά –Μαριγούλα στους αντάρτες και χωρίς να το καταλάβει έμπλεξε μαζί τους. Και έτσι ήθελαν να την πάρουν στο βουνό, διότι το συνήθιζαν, να έχουν και γυναίκες για τους εξυπηρετούν. Άλλωστε κινδύνευε από τους παοτζίδες πλέον που κατάλαβαν τον ρόλο τον οποίο έπαιζε και θα έβρισκαν τον τρόπο να την βγάλουν από την μέση. Έτσι ήθελε δεν ήθελε αναγκάστηκε να βγει στα βουνά με το επαναστατικό σώμα. Έγινε και αυτή αντάρτισσα! Όμως ταλαιπωρήθηκε πολύ διότι έβλεπε ότι μπέσα δεν είχαν οι αντάρτες. Δεν ήταν καλής ποιότητος άνθρωποι. Εγκλήματα, βιασμούς, φιλαργυρία, αδικία και το χειρότερο ρουφιανιά. Κάρφωναν ο ένας τον άλλο για να γλυτώσουν το τομάρι τους. Μπορούσε να μείνει μαζί τους; Και από την άλλη που να πάει; Κινδύνευε αν θα έφευγε από κοντά τους. Επειδή μάλιστα μεσολάβησαν και αρκετά εγκλήματα εκ μέρους των ανταρτών, στο χωριό πλέον δεν την αγαπούσαν. Αλλά και οι παοτζίδες την είχαν στο μάτι να την καθαρίσουν γιατί έγινε αιτία οι αντάρτες να τους χτυπήσουν κατ’ επανάληψη με τις πληροφορίες που τους έδωσε. Έτσι βρέθηκε σε αδιέξοδο! Τι να κάνει;
Υπήρχε κάποιος γνωστός Παυσίλυπος, άνθρωπος τίμιος αλλά στενόμυαλος. Δεν εννοούσε να καταλάβει ότι το συμφέρον του αγώνα ήταν να φύγουν οι Γερμανοί το συντομότερο και να έρθει γρήγορα ο τακτικός στρατός για να βάλει τάξη σε όλη εκείνη την ανωμαλία. Είχε λοιπόν μια κατακόμβη στο χωριό του και νόμισε ότι μπορούσε να διασφαλίσει εκεί την Κυρά-Μαριγούλα. Μόνη της όμως πώς θα ζούσε και για πόσο καιρό κρυμμένη εκεί μέσα, κάποτε θα την έβρισκαν οι αντάρτες που θα την αναζητούσαν και τότε θα είχε άσχημη κατάληξη. Στενόμυαλος ο Παυσίλυπος ελαφριά η κυρά- Μαριγούλα τα βρήκαν, βρέθηκε και η Κατίνα μαζί τους έδεσε το πράγμα, είχαν παρηγοριά μεταξύ τους. Αποφάσισαν λοιπόν να καταφύγουν στην κατακόμβη μαζί με άλλους, στο καταφύγιο εκείνο που θα τους φιλοξενούσε, χωρίς όμως να γνωρίζουν την κατάληξη που θα έχουν.
Εν μεταξύ ο φούρναρης επειδή της χρωστούσε ευγνωμοσύνη στην κυρα- Μαριγούλα για το καλό που του έκανε που τον απάλλαξε από τους αντάρτες, θέλησε να της προτείνει κάτι άλλο, να την φυγαδεύσει στην Αίγυπτο, όπου είχε αδερφό του μέχρι να σταματήσει το κακό αλλά η Κυρά-Μαριγούλα ούτε να το ακούσει ήθελε ούτε να σκεφτεί δεν λογάριαζε. Που να τρέχει τώρα στα ξένα; Προτίμησε λοιπόν την κατακόμβη! Όμως εκεί που είχαν μαζευτεί το έμαθαν κάποια στιγμή οι αντάρτες και πηγαίνοντας στο κρησφύγετο για να την πιάσουν επειδή απέδρασε καθώς το πληροφορήθηκαν και οι Γερμανοί βρέθηκαν όλοι μαζί… αντάρτες, Γερμανοί και η κυρα- Μαριγούλα με την συνοδεία της. Η μάχη άναψε για τα καλά και βέβαια είχε άσχημο τέλος. Αν η κυρά μαριγούλα άκουγε τον φούρναρη θα την γλύτωνε. Έτσι ο Παυσίλυπος σήκωσε όλη την ευθύνη της ζημιάς των ψυχών που έγινε και έτρεχε από πνευματικό σε πνευματικό να βρει ανάπαυση αλλά δεν μπορούσε διότι το έφερε βαρέως!