Τὸ θαῦμα τῆς ἐλευθερίας τῆς Μακεδονίας μας ἀπὸ τὸν Παῦλο Μελᾶ (δεύτερο μέρος)
Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Κοσμάς Λαμπρινός
Τὸ πρωΐ τῆς 21η Αὐγούστου 1904 γράφει σὲ γράμμα του ἀπὸ τὴ Λάρισα: «Ἀναλαμβάνω αὐτὸν τὸν ἀγῶνα μὲ ὅλην μου τὴν ψυχὴν καὶ μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ τὸν ἀναλάβω. Εἶχον καὶ ἔχω τὴν ἀκράδαντον πεποίθησιν ὅτι δυνάμεθα νὰ ἐργασθῶμεν ἐν Μακεδονίᾳ καὶ νὰ σώσωμεν πολλὰ πράγματα. Ἔχων δὲ τὴν πεποίθησιν ταύτην, ἔχω καὶ ὑπέρτατον καθῆκον νὰ θυσιάσω τὸ πᾶν».
Τὴν 27η Αὐγούστου 1904 εἰσῆλθε ὡς Ἀρχηγὸς Δυτικῆς Μακεδονίας μὲ 60 ἐνόπλους Μακεδόνες, Κρητικούς, Μωραΐτες κ.ἄ. ἀδελφούς. Ἔφερε τὸ ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας. Μίκης ὀνομάζονταν ὁ μικρὸς γιός του Μιχαήλ καὶ Ζέζα ἡ κόρη του Ζωή. Πρὶν διαβεῖ τὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα ἀπὸ τὴ Θεσσαλία, μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων στὸ Μοναστήρι τῆς Μερίτσας. Γράφει: «Οὐδέποτε μὲ τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ὁ νοῦς μου διαρκῶς ἐστρέφετο πρὸς Ἐκεῖνον, τὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος χάριν ἡμῶν καὶ τῆς Θείας Θρησκείας Του ὑπέστη τὸ μαρτύριον. Τὸ μέγεθος της θυσίας Του, τὸ μέγεθος τῆς ἀποστολῆς Του μ’ ἔκαμναν νὰ αἰσθάνωμαι πόσον μικροὶ καὶ πόσον μακρὰν Αὐτοῦ εὑρισκόμεθα, ἀλλὰ καὶ συγχρόνως μ’ ἐνεθάρρυναν. Αἰσθάνωμαι τώρα ἰσχυρός, γενναῖος καὶ καλύτερος, ἕτοιμος νὰ κάμω τα πάντα.
Μετὰ τὴν Μετάληψιν ἐπεράσαμεν τὰ σύνορα. Χαῖρε, ἀγάπη μου, μὴ με σκέπτεσαι πλέον ἐμένα, ἀλλ’ εὐχήσου διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῆς ἁγίας ἀποστολῆς μας. Φίλησε τὴν μητέρα μου καὶ τοὺς ἀδελφούς μου ὡς ἐπίσης ὅλην τὴν ἁγίαν ἑλληνικὴν καὶ χριστιανικὴν οἰκογένειάν σου. Τὰ παιδιὰ φιλῶ καὶ εὐλογῶ»
Στὸ στῆθος του, πάνω ἀπὸ τὴν καρδιὰ ἔφερε τὸν Σταυρό. Καὶ μέσα στὴν καρδιά του εἶχε μόνον ἀγάπη, διότι ἦλθε στὴν Μακεδονία γιὰ νὰ συμφιλιώσει, ὄχι γιὰ νὰ σκοτώσει. Στὸ Στρέμπενο (Ἀσπρόγεια) συνέλαβε τοὺς δολοφόνους τοῦ παπα-Δημήτρη γιὰ νὰ τοὺς δικάσει ἀλλὰ ἐκεῖνοι πετάχτηκαν νὰ φύγουν καὶ οἱ εὐθύβολοι Κρητικοὶ τοὺς χτύπησαν στὸ φτερό. Ὁ Παῦλος ἔκλαψε πικρά. «Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ νὰ τοὺς φονεύσω; Μὲ ποιὸ δικαίωμα; Ἐγὼ ἦλθα διὰ νὰ εἰρηνεύσω τὸν τόπον»· ἔγραψε στὴ Νάτα του.
Ἦταν ὡραῖος, εὐσταλής, πανύψηλος καὶ ἀρειμάνιος μέσα στὸν μαῦρο μακεδονίτικο ντουλαμά του, ἀλλὰ ἦταν καὶ ἕνας καλομαθημένος εὐπατρίδης. Τὰ χοντρὰ τσαρούχια του τὸν πλήγωναν, ἡ βαριὰ κάπα του τὸν βάραινε, ἡ ζωὴ τοῦ ἀντάρτη στὴν ὕπαιθρο ἦταν σκληρότατη καὶ τοῦ ἦταν ἄγνωστη. Ἔντεκα μέρες πρὶν σκοτωθεῖ γράφει στὴν ἀγαπημένη του ἀπὸ τὴ Μπελκαμένη (Δροσοπηγὴ) στὶς 2 Ὀκτωβρίου 1904: «Βρέχει, βρέχει, βρέχει, φρίκη!». Μὰ ὁ νοῦς του ἦταν μόνο στὸν Ἀγῶνα:
«Ἀρκεῖ νὰ μὴν ἀργήσῃ τὸ Κομιτάτον (κυβέρνηση) νὰ μᾶς στείλῃ ὄπλα καὶ φυσίγγια, ὑπόσχομαι ἐντὸς μηνὸς νὰ ἔχω ὅλα τὰ χωριὰ τῆς περιφέρειάς μου ὡπλισμένα, μὲ προθύμους ἀνθρώπους, ποὺ καὶ τώρα θὰ ἦσαν ἀκόμη προθυμότεροι ἄν δὲν ἦσαν, οἱ δυστυχεῖς, ἐντελῶς ἄοπλοι. Οἱ Βούλγαροι ὅλον ἀπειλοῦν ὅτι θὰ μοῦ ἐπιτεθοῦν, 400 τὸν ἀριθμόν, ἀλλὰ δὲν δύνανται νὰ σηκώσουν τοὺς χωρικούς. Μὲ ὀλίγα τουφέκια ποὺ ηὔρα ἐδῶ, καὶ ἄλλα ποὺ ἠγόρασα, ὡργάνωσα ἤδη τὴν ἄμυναν 4 χωρίων. Διώρισα εἰς αὐτὰ ἐπιτροπάς, τὰς ὁποίας ἔβαλα ὑπὸ τὴν προστασίαν τῆς Νεβέσκης», γράφει ὁ Παῦλος Μελᾶς.
Μόνος, μουσκεμένος, παγωμένος, δυνατός νιώθει το τέλος, καὶ τὴν ἀποχαιρετᾶ:
«Σοῦ γράφω ὐπὸ ραγδαίαν παγωμένην βροχήν· ὡς καὶ ἡ κάπα μου στάζει. Σὲ φιλῶ ἄλλην μίαν φορὰν καὶ σοῦ εὔχομαι, ἀγάπη μου, εὐτυχίαν καὶ χαρὰν εἰς τὸν βίον σου».
Εἶναι Τετάρτη 13 Ὀκτωβρίου 1904, ὥρα πέντε τὸ απόγευμα, καὶ στὰ Κορέστεια σουρουπώνει. Ἐσήμανε ὁ Ἑσπερινός, καὶ τὴν ἑπομένην ἡμέρα ξημερώνει ἡ δωδεκάτη ἐπέτειος τῶν γάμων του. Ἀλλὰ ἐκείνη ἡ ἐπέτειος δὲν ἦλθε ποτέ, γιατὶ τὸ ἴδιο βράδυ ἔπεσε νεκρός. Στὸ μεγάλο ρολόι τῆς Ἱστορίας ἐσήμανε ἡ Ὥρα τῆς Μακεδονίας, γιατὶ ὁ Θάνατος τοῦ Παληκαριοῦ ἀφύπνισε τὴν Αθήνα· συνήγειρε ὅλον τὸν Ἑλληνισμό.
Γι’ αὐτὸ καὶ μεῖς ἄς τραγουδοῦμε πάντα ἀπὸ χαρὰ γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγῶνος: Σὰν τέτοια ὥρα στὸ βουνὸ ὁ Παῦλος λαβωμένος… Λαλοῦν τὰ κλαρίνα, βογγοῦν τὰ χάλκινά μας, τουφεκοῦμε. Καὶ πότε-πότε κλαῖμε.