Το συρτάρι
Του Τάσου Βακφάρη
Ο ήλιος σκαρφάλωσε βιαστικά στον ουρανό του Νοέμβρη για να ξημερώσει μια νωχελική και αβίαστη τετάρτη αψηφώντας το υγρό και βαρύ νυχτικό της σκοτεινιάς.
Τα κάρβουνα ξεψυχούσαν στο τζάκι αλλάζοντας φορεσιά από φλογερά πυρωμένα πορτοκάλια σε μαύρα και αποστεωμένα αποκαΐδια, ο ήχος της ξύλινης πολυθρόνας πάνω στο φθαρμένο σανίδι έτριζε σαν δρομέας που αγκομαχεί να τερματίσει ασθμαίνοντας τα σωθικά του. Η λευκή χνουδωτή κουβέρτα αφράτη σαν βαμβάκι σε αδράχτι, γλίστρησε από τα πόδια του, σαν επιδέξια μπαλαρίνα εναρμονισμένη πλήρως με τις κινήσεις των άκρων της.
Ξύπνησε, άνοιξε τα μάτια του και συνειδητοποίησε πως αποκοιμήθηκε εκεί όλο το βράδυ κουκουλωμένος στα όνειρα του με ένα μουδιασμένο και περίτεχνο μειδίαμα να στολίζει το πρόσωπο του.
Σηκώθηκε αργά σέρνοντας τις παντούφλες στο πάτωμα λες και προσπαθούσε να ταράξει το άδειο σπιτικό, αυτό που μύριζε φρέσκο λιβάνι και γαρούφαλα, δάκρυ και σιωπή, κερί λιωμένο και καντήλι αναμμένο.
Αχ αυτά τα λουλούδια πως σε καθηλώνουν!
Τρίτη μέρα και η ψυχή της ίσα που πρόλαβε να πετάξει από τους τοίχους δαύτους, αφήνοντας το άλλο της μισό απόκληρο. Δεν κράτησε την υπόσχεση που είχε δώσει, να κάνουν μαζί το στερνό ταξίδι, έφυγε γοργά και ταχιά σαν πεταλούδα από το κουκούλι της, για τη δύση.
Έβαλε το τσαγερό πάνω στη στόφα με μπόλικο νερό και έριξε μια φούχτα αποξηραμένα γιασεμιά να μοσχοβολήσει το άρωμα της αγαπημένης του, η ανάμνηση αυτή τον κρατούσε ακόμη ζωντανό. Καθώς το βλέμμα του περιπλανιόταν στον γνώριμο χώρο έπιασε το κρυμμένο συρτάρι πίσω από μια μεγάλη κορνίζα. Θυμήθηκε τα τελευταία της λόγια, “μέσα στο συρτάρι σε αγαπώ”.
Μύριζε ναφθαλίνη και ένας άσπρος φάκελος ταλαιπωρημένος από τη φθορά του χρόνου ξεπρόβαλλε. Η υγρασία είχε αφήσει κίτρινα αποτυπώματα και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν για το τι επιφυλάσσει το περιεχόμενο. Για μια στιγμή σκέφτηκε να μην το ανοίξει και να αφήσει ήρεμη την καρδιά του που κάλπαζε σαν άλογο στον αγρό.
Δειλά δειλά ξεδίπλωσε την άκρη του χαρτιού και κατάφερε να το σκίσει, μα φαινόταν άδειος σαν να ήταν κάποιο αστείο. Αφού τον περιεργάστηκε καλά καλά έπιασε μια μικρή παλιά φωτογραφία και τα μάτια του βούρκωσαν.
Ένα στεφάνι νυφικό πλεγμένο από μαγιάτικα κρίνα, ένα στεφάνι που ένωσε δυο ζωές σε μία, και στο κέντρο ένα ζευγάρι χρυσαφένια δαχτυλίδια χαραγμένα με όρκο αγάπης και αίματος για πίστη και αφοσίωση και από πίσω γραμμένη με πολυκαιρισμένη μελάνη η ημερομηνία. Σαν να ήταν χθες ψιθύρισε και δροσοσταλίδες γέμισαν την όψη της.
Το σφύριγμα του τσαγιερού δεν κρατιόταν και δεν αφουγκραζόταν τη θλίψη του, ζωή ακόμα θύμιζε!
Γέμισε δυο φλυτζάνια, το ένα το βάλε στη θέση της μαζί με ένα λουκούμι και το άλλο το πήρε στα χέρια του. Στωικά και λυτρωτικά ζέσταινε το σώμα του κοιτώντας έξω από το παράθυρο της κουζίνας.
Την τριανταφυλλιά… πετάχτηκε… την τριανταφυλλιά…
Πρέπει να ποτίσω την αγαπημένη της τριανταφυλλιά μη μαραθεί…