Η σκέψη (του Κακομοίρη)
Το κρύο ήταν ανυπόφορο, το χιόνι έπεφτε πυκνό και η νύχτα προμήνυε δύσκολο ξημέρωμα. Ήταν Νοέμβρης μήνας, πολλοί άνθρωποι προετοιμαζόταν να υποδεχθούν τα Χριστούγεννα! Μόνο ένας Κακόμοιρος δεν είχε να κάνει καμία προετοιμασία. Δεν είχε ξύλα να ανάψει το τζάκι, η στέγη ήταν τρύπια και έβαζε το πυκνό χιόνι μέσα στο δωμάτιο, το παράθυρο σπασμένο έμπαζε τον παγωμένο αέρα, όλα ήταν δραματικά και δύσκολα για τον Κακομοίρη.
Το Ξωτικό του χειμώνα βλέποντας την κατάσταση που επικρατούσε αποφάσισε να βοηθήσει, τον πλησίασε αργά την νύχτα και του είπε: Βλέπω την φτώχεια και την δυστυχία σου και σπαράζει η καρδιά μου, πες μου τι θέλεις να σου δώσω, αλλά από ότι ζητήσεις θα δώσω τα διπλά στον γείτονα σου.
Ο Κακομοίρης αφού σκέφτηκε είπε: Θέλω να μου βγάλεις το ένα μάτι, το Ξωτικό τον κοίταξε παραξενεμένο και τον ρώτησε γιατί, η απάντηση ήρθε αμέσως: Γιατί ο γείτονας έχει όλα τα αγαθά και τα χαίρεται, χωρίς μάτια δεν θα μπορεί.-