Το πρόβλημα της μετανάστευσης
Δρ. Κωνσταντινόπουλος Π. Συμεών
Η μετανάστευση ήταν μέχρι σήμερα μια μαζική απόφαση, που μετέβαλλε τις προϋποθέσεις της ζωής. Εκδηλωνόταν κυρίως με μεταναστευτικές κινήσεις από την Ανατολή προς τη Δύση και από το Νότο προς το Βορρά, από τις αναπτυσσόμενες προς τις ανεπτυγμένες χώρες. Οι πρόσφυγες κατά κύριο λόγο εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους εξαιτίας πολεμικών συγκρούσεων, αυταρχικών και αντιδημοκρατικών καθεστώτων και ανασφαλειών σε εμπόλεμες περιοχές (δεν αποκλείεται να ακολουθήσει νέο κύμα προσφύγων από τη σημερινή «κόλαση-έκφραση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Antonio Guterres – της Συρίας).
Η μετανάστευση παραμένει ένα αμφισβητήσιμο θέμα στις χώρες υποδοχής, όπου οι κυβερνήσεις καταβάλλουν προσπάθειες να εφαρμόσουν πολιτικές, που θα επιτρέψουν στις οικονομίες τους να αποκομίσουν ωφέλειες και να αποφευχθούν οι υπερβολικές δαπάνες.
Οι αμφισβητήσεις της μετανάστευσης περιστρέφονται γύρω από τρεις βασικές θέσεις.
Η πρώτη – βλέπει τη μετανάστευση ως ένα ουσιαστικό πλεονέκτημα για τις ανεπτυγμένες χώρες, αφού οι μετανάστες-πρόσφυγες συντελούν στη μείωση των δημογραφικών προβλημάτων και συνεισφέρουν στην τροφοδοσία των οικονομιών με εργατικά χέρια
Η δεύτερη θέση υποστηρίζει ότι η μετανάστευση θα πρέπει να αποφευχθεί με όλα τα μέσα, και τούτο διότι παρασύρει τους μισθούς προς τα κάτω, απειλώντας το επίπεδο ζωής των τοπικών πληθυσμών. Επιπλέον υποστηρίζεται ότι οι μετανάστες αποδυναμώνουν την κουλτούρα και τις παραδόσεις των χωρών υποδοχής.
Η τρίτη θέση τοποθετείται κατά κάποιον τρόπο μεταξύ των δύο προηγούμενων. Αποδέχεται αυτή τα εν δυνάμει οφέλη ορισμένου επιπέδου μετανάστευσης, αλλά ζητά να γίνουν αποδεκτοί μόνο οι μετανάστες που αναπληρώνουν το έλλειμμα στο εργατικό δυναμικό.
Για τους κατοίκους των φτωχών χωρών, η μετανάστευση συνιστά συχνά μια ελκυστική λύση: Το ταξίδι προς μια νέα χώρα παραμονής είναι γεμάτο με παγίδες και κινδύνους, ωστόσο, αφήνει προσδοκίες για μια πολύ καλλίτερη οικονομική ζωή. Τα μέσα εισοδήματα ανά κάτοικο (σε αναλογία αγοραστικής δύναμης) μπορούν να είναι και μέχρι 50 φορές πιο υψηλά στις ανεπτυγμένες χώρες από ότι στις αναπτυσσόμενες.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση για τη Μετανάστευση (Internationale Organisation für Migration-IOM), μέχρι στις 1-12-2017 στις ιταλικές ακτές έφθασαν 117.000 μετανάστες από τη Λιβύη. Η ΙΟΜ εκτιμά ότι στη Λιβύη βρίσκονται συνολικά 400.000 μετανάστες, έτοιμοι να περάσουν στις ιταλικές ακτές.
Το Σεπτέμβριο του 2016, τα 193 κράτη μέλη της Γενικές Συνέλευσης του ΟΗΕ υιοθέτησαν ομόφωνα ένα κείμενο ονομαζόμενο Διακήρυξη της Νέας Υόρκης για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, που στοχεύει στη βελτίωση στο μέλλον της διεθνούς διαχείρισης των μεταναστών (υποδοχή, βοήθεια για την επιστροφή κ.λπ).
Η Διακήρυξη της Νέας Υόρκης περιλαμβάνει πολλές διατάξεις, που έρχονται αντιμέτωπες με τις πολιτικές των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής αναφορικά με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες (αρχές της διοίκησης Trump για τη μετανάστευση και τους πρόσφυγες). Όπως είναι γνωστό, η διοίκηση του Trump αποφάσισε τη διακοπή της συμμετοχής των ΗΠΑ στον Παγκόσμιο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση (Pacte mondial sur la migration). O OHE θα προσπαθήσει να επικυρώσει ένα νέο «Παγκόσμιο Σύμφωνο για τη μετανάστευση» τον προσεχή (επόμενο μήνα) Δεκέμβριο στο Μαρόκο. ‘Όμως υπάρχει κίνδυνος να συμπορευτούν και άλλες χώρες με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Ο βαλκανικός δρόμος είναι πυκνός, όπως λέγεται. Ωστόσο, κατέστη απλά ακριβός. Όποιος είναι φτωχός καταλήγει στα νησιά της Αιγαίου και παραμένει εκεί εγκλωβισμένος. Όποιος μπορεί να πληρώσει τους λαθρέμπορους, σε 48 ώρες βρίσκεται στο Βερολίνο ή στην Κολωνία. Οι αναζητούντες άσυλο στις ημέρες μας στρέφονται προς τα αεροπλάνα με σκοπό να αποφύγουν τους ελέγχους της βαλκανικής οδού. Πολλοί από αυτούς πετούν κατ’ αρχήν σε μια άλλη χώρα και στη συνέχεια περνάνε τα σύνορα της Γερμανίας.
Η αποκαλούμενη προσφυγική και μεταναστευτική κρίση προκάλεσε παράπλευρους σεισμούς, που συγκλόνισαν τις δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κομμάτων στη Γερμανία. Και τούτο διότι το κύμα της μετανάστευσης, σύμφωνα με την υφισταμένη στατιστική, έχει λιγότερη σχέση στις ημέρες μας με την προσφυγικές ροές, αλλά πολύ περισσότερο με τη σκόπιμη μετανάστευση από περιθωριακές περιοχές του κόσμου προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα προς την ακμάζουσα οικονομία της Γερμανίας με τα δικά της δελεαστικά κοινωνικά συστήματα.
Ως γνωστό η Γερμανία γερνάει και ως εκ τούτου λείπουν εργατικά χέρια. Για το λόγο αυτό το Βερολίνο πιστεύει ότι το πρόβλημα μπορεί να λυθεί με ανοικτά σύνορα αναφορικά με τους μετανάστες-πρόσφυγες.
Η ενσωμάτωση των προσφύγων στη Γερμανία από το 2015, σύμφωνα με την άποψη του ερευνητή της μετανάστευσης Christoph Rass, μπορεί να αναγνωσθεί ως ιστορική επιτυχία. Σε σχετικά σύντομο χρόνο η πολιτική, η οικονομία και η κοινωνία των πολιτών κατάφεραν να διαμορφώσουν δομές για στέγαση και μέριμνα, για διδασκαλία της γλώσσας ή για ενσωμάτωση στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, δεν πρέπει κανείς να λησμονεί ότι η προσφυγιά και η μετανάστευση είναι συνδεδεμένες με προβλήματα και συγκρούσεις. Ας κοιτάξουμε γύρω μας τόνισε: η οικονομία αναπτύσσεται, το ποσοστό της ανεργίας βρίσκεται ιστορικά χαμηλά, η κοινωνία μας είναι τόσο σίγουρη όσο ποτέ άλλοτε.
Κάθε μήνα περίπου 15.000 μετανάστες και πρόσφυγες καταφθάνουν στη Γερμανία, που αναζητούν προστασία και εργασία. Τον Οκτώβριο του 2017, σύμφωνα με το Υπουργείο Εσωτερικών, ήταν 15.170 ακριβώς. Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία παραμένει αμετάβλητα ο μαγνήτης, ο πιο σημαντικός στόχος των μεταναστών. Σε αρκετά μεγάλη απόσταση ακολουθεί η Ιταλία. Το 2017, σύμφωνα με τη στατιστική του Eurostat, η Γερμανία πήρε πολύ περισσότερες αποφάσεις ασύλου από ότι όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η ζωή των μεταναστών τίθεται σε κίνδυνο στη Μεσόγειο Θάλασσα, στο Αιγαίο και στη Λιβύη, ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Το απόλυτο επείγον είναι η σωτηρία στη θάλασσα εκατοντάδων ατόμων, που συνεχίζουν να φεύγουν και να προσπαθούν να φθάσουν σε ένα πιο ασφαλές μέρος, όπου θα αισθάνονται προστατευμένοι και όπου τα θεμελιώδη δικαιώματα των ανθρώπων θα γίνονται σεβαστά. Τουλάχιστον 16 μετανάστες, μεταξύ των οποίων 7 παιδιά, έχασαν τη ζωή τους στις 17 Μαρτίου στο Αιγαίο, στη θαλάσσια περιοχή Πόρου, νοτιοανατολικά του Αγαθονησίου, όταν το ξύλινο σκάφος στο οποίο επέβαιναν βυθίστηκε, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Όπως γράφει η εφημερίδα «Die Welt 18-3-2018», «σύμφωνα με εσωτερικούς υπολογισμούς της EU–Kommission, από την ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας της EU-Τουρκίας για τους πρόσφυγες το Μάρτιο του 2016 και μέχρι στις αρχές Ιανουαρίου του 2018, πέρασαν στα ελληνικά νησιά από την Τουρκία συνολικά 62.190. Από αυτούς 27.635 άτομα μεταφέρθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα το ίδιο χρονικό διάστημα, δηλαδή περίπου το 45%.
Στο ζενίθ της προσφυγικής κρίσης το 2015 μια πλειοψηφία χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησε ένα υποχρεωτικό σύστημα ανακατανομής των αιτούντων άσυλο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο σκοπός ήταν η ανακούφιση των χωρών άφιξης, δηλαδή της Ιταλίας και της χώρας μας. Ωστόσο, μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου του 2017 απλά και μόνο 5.332 αιτούντες άσυλο μεταφέρθηκαν σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της ανακατανομής από τη Ελλάδα – ενώ αρχικά είχε συμφωνηθεί για 17.209. Μπορεί ο βασικός στόχος της συμφωνίας, δηλαδή η μείωση των προσφυγικών ροών, να επετεύχθη, αφού ο αριθμός των νεοαφιχθέντων μειώθηκε κατά 90%, ωστόσο, αφενός η προβλεπόμενη επαναπροώθηση προσφύγων δεν λειτουργεί σχεδόν καθόλου και αφετέρου οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές το 2018 αυξάνονται όλο και περισσότερο προς τη χώρα μας.
Το παραπάνω γεγονός αποδεικνύει ότι και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι σε θέση να εκπληρώνει τις δεσμεύσεις της. Η Επιτροπή της EU-Kommission στις 6 Δεκεμβρίου του 2017 μήνυσε την Τσεχία, την Ουγγαρία και την Πολωνία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο – Europäischen Gerichtshof (EUGH). Τα τρία μέλη της EU αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην ανακατανομή των προσφύγων. Σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου του Σεπτεμβρίου του 2015, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν υποχρεωμένες να δέχονται τους αιτούντες άσυλο στην Ιταλία και την Ελλάδα. Ωστόσο, οι χώρες αυτές ακόμη σήμερα αρνούνται πεισματικά να δεχθούν μετανάστες-πρόσφυγες με αποτέλεσμα το πρόβλημα να οξύνεται στη χώρα μας με τεράστιες οικονομικές συνέπειες και συνέπειες στην ποιότητα ζωής των μεταναστών.
Αν θέλει κανείς πράγματι να μειώσει τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές είναι επιτακτική ανάγκη να σταματήσει την κόλαση του πολέμου στη Συρία και να τονώσει τις οικονομίες των χωρών από όπου ξεκινούν οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο Deutsch-griechische Zeitschrift, γερμανικοελληνικό περιοδικό HERMES – ΕΡΜΗΣ, τεύχος 1/2018