Το θαύμα έρχεται στην ώρα του
Του Τάσου Βακφάρη
Ανοίγεις τα μάτια σου και τρίβεις τα βλέφαρα σου κάνεις στην άκρη τα στρωσίδια που σου κράτησαν συντροφιά όλη τη νύχτα και αντικρίζεις ένα κρεβάτι άδειο ένα μισό κενό παραδίπλα. Λες καλήμερα στον καθρέπτη του μπάνιου σου και σουλουπώνεις τον εαυτό σου από το αδιάκοπο σουρτούκι στα όνειρα, μα η οδοντόβουρτσα στο ποτήρι συνεχίζει να είναι μόνη λες και παίζει το μονά ζυγά σε μια παρτίδα που χάνεις. Κλείνεις την πόρτα και αφήνεις πίσω ένα άδειο σπιτικό με τον απόηχο των διττών σκέψεων να πλανάται σαν φάντασμα σε ανάλγητα ντουβάρια.
Το διάβα σου σε προσμένει να το τρυγήσεις και το πεπρωμένο σου να το χτίσεις από σβησμένη στάχτη και ροδοπέταλα. Εσύ, εσένα, που διαλέγεις το πρόσφορο έδαφος το γόνιμο και το κατάλληλο για να στυλώσεις τα πόδια σου και να σπείρεις με περηφάνια τους καρπούς που θα ανθοφορήσουν. Εσύ, εσένα που δεν βάζεις θεμέλια σε αναχώματα και δεν φράζεις ρυάκια μη τυχόν και φτάσουν τον ποταμό.
Βρίσκεσαι στα μέσα της τρίτης δεκαετίας της ζωής σου και βλέπεις νεανικά ζευγαράκια να βιώνουν την απόλυτη κορύφωση των ορμών και των αναγκών τους με ένα άγουρο πάθος που προσπαθεί να ραγίσει σαν αυγό και να ωριμάσει. Συγκρίνεις αναπόφευκτα τους μεγαλύτερους και ψυχανεμίζεσαι πως το πάθος έχει σβήσει και καίει μονάχα η φλόγα της αγάπης, άσβηστη ως Άγιο φως.
Το μετρό γεμάτο και ο κόσμος τρίβεται και κουνιέται σαν σαρδέλες σε αποξηραντήριο για πάστωμα μα η ακοή το πρωί είναι άτιμη και άσπλαχνη. Δυο κυρίες μεγάλης ηλικίας ριζωμένες σε μια λαβή του βαγονιού με καλοχτενισμένο μαλλί και λευκές πέρλες σε ιδανικό μέγεθος, να κοσμούν το σταφιδιασμένο τους δέρμα, σχολιάζουν το τσαλακωμένο σου πουκάμισο. Λες και η πέρλα δίδεται ως αντάλλαγμα του χάρου για λίγη ζωή ακόμα. Ανυπόφορο που γίνεται και απροσπέλαστο αυτό το μέσο ώρες ώρες, σαν τη μοναξιά σου ακριβώς.
Το βλέμμα σου πέφτει σε μια βιτρίνα στολισμένη για την εποχή των Χριστουγέννων, πάνω σε ένα τόσο δα κεραμικό σπιτάκι. Μέσα το τζάκι αναμμένο και δυο πιτσιρίκια κρύβονται πίσω από τη φάτνη περιμένοντας τα δώρα που λαχταρούσαν, με μια ολοφάνερη έκπληξη στα πρόσωπο τους. Όμως όχι δεν είναι το δικό σου κισμέτ αυτό που ζηλεύεις. Εσύ, εσένα που γυρίζεις τα στολίδια στα κλαδιά να μην νιώθουν μόνα, που δεν φτάνουν την κορυφή.
Το βήμα ταχύ στο δρόμο για να προσπεράσεις τις ανασφάλειες σου τα συναισθήματα και τις ανάγκες σου. Αναρωτιέσαι τι για σένα θα ξημερώσει και λυπάσαι, χάνεις το κουράγιο σου και αρνητικές σκέψεις κατατροπώνουν. Ένα ξωτικό όμως σε τσιγκλά και σηκώνεις τα μάτια σου στον ήχο του σαξοφώνου που διαχύνεται στην πλατεία, στα χνώτα του καστανά που μοσχοβολάει τον ξυπνημό σου. Το ξέρω πως κατά βάθος πιστεύεις στα θαύματα και στο χρόνο που κουβαλά μαζί του τόσες στιγμές έτοιμες να αναδυθούν μπροστά σου ανά πάσα ώρα.
Εσύ συνειδητοποιείς πως η μοναξιά δεν είναι μονή, είναι πολλές μαζί που αιωρούνται σαν σύννεφα ιδανικά για βροχή, εσένα που οι μπότες σου σε οδηγούν σε ένα χορό για ζευγάρωμα και διαλογή ως παραμυθιού κατάληξη και αρχή.
Μια κούπα αχνιστή και μυρωδάτη σοκολάτα με ανθό πορτοκαλιού και πασπαλιστή κανέλλα, δυο χέρια παγωμένα και δυο μάτια καστανά ζέσταναν το κρεβάτι, ένα ναζιάρικο και παιχνιδιάρικο χαμόγελο έλαμψε στον πρωινό καθρέφτη και μια μυρωδιά κορμιού χάιδεψε τις αισθήσεις σου σαν σατέν πιζάμες σε μεταξένιο στρώμα. Το θαύμα έρχεται στην ώρα του ψέλλισες και έκλεισες τις λευκές σελίδες του βιβλίου σφραγίζοντας τες με μπόλικη μπλε μελάνη.