Τα χαλασμένα λαμπάκια
Του Τάσου Βακφάρη
Ξύπνησε χορτασμένος μεσημεριανό ύπνο και τέντωσε τα ποδαράκια του να ξεμουδιάσουν από την ακινησία της χνουδωτής και αφράτης κουβέρτας που τον φάσκιωνε. Ο Ευγένιος συνειδητοποίησε πως είχε κιόλας νυχτώσει. Αυτός ο Δεκέμβρης πολύ τεμπέλης μήνας και χουζούρης του φαινόταν.
Φόρεσε τις ζεστές του κάλτσες και θυμήθηκε πως είχε ένα μικρό χρωματιστό χαρτόκουτο με λαμπιόνια να ελέγξει, αυτά που κοσμούν το Χριστουγεννιάτικο έλατο. Στα οχτώ του χρόνια αισθανόταν αρκετά μεγάλος πια, ώστε να περιμένει από τους άλλους την πρωτοβουλία για τέτοιες ευχάριστες δουλειές. Το σπίτι είχε μια παράξενη ησυχία και ακουγόταν μόνο ο ήχος της σόμπας σαν βαγόνι που τραβάει την ανηφόρα.
Έτσι, γεμάτος ανυπομονησία και λαχτάρα πήρα στα χέρια του τα καλοσχηματισμένα και τρισδιάστατα αστέρια σε πράσινο, κόκκινο και κίτρινο χρώμα. Τα τοποθέτησε στο ειδικό μηχάνημα με την παιδική ασφάλεια και ετοιμαζόταν για μια φαντασμαγορική φωταγώγηση που θα ανέδιδαν αυτές οι μικροσκοπικές αντιστάσεις. Τα ματάκια του πετούσαν σπίθες από την προσμονή της γιορτινής ατμόσφαιρας και έτσι χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο στο μισοσκόταδο, πατάει τον διακόπτη. Μα τότε κάτι συνέβη. Άναψε μόνο ένα κόκκινο λαμπάκι και έδειξε μια εικόνα γνώριμη και ξεκάθαρη:
«Φωνές ακούγονται από το μέσα δωμάτιο όπου μαλώνουν και πάλι ο μπαμπάς με τη μαμά και αυτός δεν μπορεί να καταλάβει τον λόγο της φασαρίας καθώς δεν προφταίνει τις λέξεις να αναγνωρίσει, κλείνει μοναχά τα αυτιά του και χώνεται κάτω από το τραπέζι της κουζίνας φοβούμενος πως κάτι κακό θα γίνει και θα φταίει αυτός. Έπειτα, θυμάται τη μαμά του να βγαίνει από το δωμάτιο με δάκρυα στα μάτια και με δυο τρία σημάδια στο πρόσωπο, να τον παίρνει αγκαλιά και εκεί κάτω από το τραπέζι, σκυμμένοι και οι δύο, να του τραγουδάει έναν σκοπό και να τον καθησυχάζει».
Όχι, όχι, δεν μπορεί, θα δοκιμάσω ξανά. Σκέφτηκε. Δεύτερη προσπάθεια και άναψε μόνο το πράσινο λαμπάκι, θυμίζοντας αυτή τη φορά τα επόμενα δύσκολα Χριστούγεννα:
«Είκοσι πέντε του μηνός και ο Άγιος Βασίλης δεν τσούλησε το έλκηθρο του φέτος γιατί χάλασαν τα μαγικά φτερά των ταράνδων και έτσι δεν μπόρεσε να πάρει το δώρο που είχε ζητήσει. Το φαγητό δεν υπήρχε στο τραπέζι επειδή η μαμά δεν είχε λέει κάτι μαγικά χαρτάκια που τα ονόμαζαν χρήματα, για να το γεμίσει. Έτσι, έκοψε ζουμερά πορτοκάλια από το δέντρο της πλατείας και τα στόλισε με μπόλικη κανέλα. Στο νου του έρχονταν τα ζαχαρωτά και τα σοκολατένια γλυκίσματα και στριφογυρνούσαν αδιάκοπα τα άτιμα».
Ουφ, θα χάλασαν σκέφτηκε και έστρεψε όλες τις ελπίδες του σε μια τρίτη και τελευταία φορά απογοητευμένος και κατσουφιασμένος από τις προηγούμενες, χωρίς όμως να διαφέρει και αυτή πολύ:
«Η τιμωρία της δασκάλας το πρωί της Τετάρτης ήταν αυστηρή και όχι άδικα επιβεβλημένη. Η παραβατική συμπεριφορά σου, Ευγένιε, και η έλλειψη σεβασμού προς τους συμμαθητές σου δεν συγχωρούνται σήμερα, είπε η κυρία Μαρία. Θα καλέσω τους γονείς σου να σε συνετίσουν και να σου μάθουν κανόνες συμπεριφοράς. Στα αυτάκια του αντηχούσαν βαρύγδουπες οι λέξεις αυτές. Φάνταζε σαν αγρίμι σε κλουβί».
Με σχηματισμένη απόλυτα την έκφραση της λύπης στο πρόσωπό του τα παράτησε και κύλησε δίπλα στη σόμπα. Απορροφήθηκε στο χρώμα και στη ζεστασιά της φλόγας κρατώντας το κεφάλι μέσα στις παλάμες του. Πέρασε αρκετή ώρα έτσι, ώσπου νύσταξε και αποκοιμήθηκε. Βλέπετε, δεν είχε και άλλη επιλογή, ήταν πολύ μικρός για να φταίει. Βίωνε άσκημα συναισθήματα και βρέθηκε νωρίς νωρίς στα βάσανα. Μακάρι να μην χαλούσαν αυτά τα λαμπάκια. Μακάρι να μην τα άφηναν οι γονείς να χαλάσουν.
Πηγή: enallaktikidrasi.com