Το κορίτσι των Χριστουγέννων
Σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι στην άκρη ενός μεγάλου λιβαδιού ζούσε μια μητέρα με την επτάχρονη κόρη της. Ήταν φτωχοί μα καλοπροαίρετοι αγαθοί και βαθιά θρησκευόμενοι, δεν είχαν στον κόσμο κανέναν ζούσαν με μια μικρή σύνταξη που τους άφησε ο πατέρας.
Η μητέρα αρρώστησε βαριά τα οικονομικά δεν της επέτρεπαν να πάει στον γιατρό, έτσι ένα κρύο απόγευμα του Δεκέμβρη η μητέρα κάλεσε την κόρη και της είπε: Σε λίγο φεύγω από την ζωή, εκεί που θα πάω θα σε νοιάζομαι θα σε προσέχω θα σε βλέπω και θα σε προστατεύω.
Η κόρη έγειρε το κεφάλι στο στήθος της μητέρας και είπε: Μου έμαθες να πλέω στο ποτάμι της ζωής με ασφάλεια, να πηγαίνω σχολείο να σέβομαι τους μεγάλους να μην λέω ψέματα και να προσεύχομαι κάθε βράδυ πριν πλαγιάσω, θα τα καταφέρω μητέρα να είσαι ήσυχη εκεί που θα πας.
Η μητέρα έφυγε για πάντα και η κόρη έκλαιγε μερόνυχτα, ο σπαραγμός ήταν τόσο μεγάλος που τα σίδερα λύγιζαν και οι πέτρες ράγιζαν, ζητούσε με τα χέρια απλωμένα στον ουρανό ένα ταξίδι αταξίδευτο που γεννούσε λύπη αγναντεύοντας την λύτρωση.
Την ημέρα των Χριστουγέννων ένας ηλιόφωτος Θεόσταλτος Άγγελος λευκοντυμένος μύστης της αιώνιας ζωής εμφανίστηκε μπροστά της, της χάιδεψε τα χρυσαφένια μαλλιά την κοίταξε στα γαλάζια μάτια και είπε: Διορθώνονται πολλά πράγματα με τα δάκρυα όχι όμως τα πάντα, στους ανθρώπους το μόνο πράγμα που δίνει νόημα και αξία στην ζωή τους είναι η πίστη πονάνε και δακρύζουν πολλές φορές στο τέλος όμως αυτό που μένει είναι η αγάπη η παντοτινή και αληθινή!
Πήρε την μικρή από το χέρι άνοιξε την πόρτα του παραδείσου και την έβαλε μέσα, κάθε πρωί που θα ξυπνάς θα ανάβεις τον «ήλιο» να «φωτίζει» τους ανθρώπους, η πίστη σε έσωσε πορεύσου εν ειρήνη και ζήσε αιώνια στους ουρανούς είπε ο Άγγελος… η κόρη ευτυχισμένη άνοιξε τα χέρια και έτρεξε στην πιο ζεστή και ασφαλή αγκαλιά του κόσμου στην μητέρα της!.-