Η μελωδία του δρόμου
Του Τάσου Βακφάρη
Είναι κουλουριασμένος στην άκρη του δρόμου κάτω από ένα μικρό πλατάνι με λιγοστά καφετιά φύλλα να κρέμονται από τα κλαριά του σαν νυχτερίδες σε νάρκη, σκεπασμένος με ένα χαρτόκουτο από μεγάλη συσκευασία ζυμαρικών. Τα παπούτσια του δεν καταφέρνουν να καλύψουν τα δάχτυλα των ποδιών του καθώς μισοφαγωμένα βρέθηκαν σε έναν κάδο σκουπιδιών από μεγαλόσωμο σκύλο με δόντια τροχισμένα και ακονισμένα για τα καλά, με αποτέλεσμα να γίνουν τα επίσημα υποδήματά του.
Αδυνατούσε να προχωρεί ξυπόλητος στο χιόνι, δεν το άντεχε το σώμα του και μελάνιαζε, τώρα όμως δεν παραπονιόταν γιατί είχε τα καινούρια τρύπια του παπούτσια και ήταν προστατευμένος. Τα μπαλωμένα ρούχα που έζεχναν και ανέδιδαν απλυσιά ταίριαζαν απόλυτα με την εικόνα του πεζοδρομίου, έχοντας χάσει τη ζωντάνια των χρωμάτων τους και τη φρεσκάδα της γραμμής τους, προστάτευαν – σαν ηττημένη ασπίδα από τη μάχη – το κορμί του. Πλάι του η αδέσποτη ψιψίνα πιστή του φίλη και διόλου ευκαταφρόνητη συντροφιά στη χάρτινη μοναξιά της κούτας. Δυο καρδιές και δυο ανάσες μαζί ζεσταίνονται καλύτερα απ’ ότι μιά.
Έφτασε απόγευμα και νηστικός ολημερίς γύρισε το καπέλο του ανάποδα στο πεζοδρόμιο και άρχισε να παίζει φυσαρμόνικα για να μαζέψει την ελεημοσύνη και τα κέρματα των περαστικών ενώ το στομάχι του έπαιζε μαντολίνο. Για μια στιγμή σάστισε και δεν ήξερε ποιο όργανο ακουγόταν πιο δυνατά αλλά αυτό το μικροσκοπικό κρυσταλλάκι που ακούμπησε στη μύτη του και έλιωσε, τον έκανε να σηκώσει το βλέμμα στον ουρανό.
Ω, θεέ μου άλλη μια νύχτα χιονιού ξεκινούσε και το κουράγιο είχε στερέψει. Οι νότες ηχούσαν πνιχτά και το χιόνι πάγωνε το μεταλλικό τμήμα του μουσικού οργάνου κάνοντας αδύνατον τα χείλια να συνεργαστούν και να συνθέσουν μελωδία για τους διαβάτες, μελωδία του δρόμου. Φευγαλέα πέρασε από το μυαλό του η μόνη εικόνα που του είχε απομείνει από τη μητέρα του.
Τον έκανε μπάνιο στη σκάφη με ζεστό νερό και τον έπλυνε με μοσχοσάπουνο δίπλα στο τζάκι, με τις φλόγες να γλυκαίνουν την ατμόσφαιρα και το διάφανο βάζο στο τραπέζι γεμάτο ζαχαρωτά. Για όνειρα ευγενικά. Έσβησε όμως γρήγορα η ανάμνηση και ταλαιπωρημένος ακούμπησε στον κορμό του δέντρου. Δεν βάσταξαν άλλο τα μάτια του και αποκοιμήθηκε στο θόρυβο του παγωμένου νερού που πέφτει στο σπιτάκι τους. Ούτε η γάτα δεν κουνήθηκε.
Κάμποση ώρα μετά αισθάνεται μια περίεργη αύρα να πλησιάζει και να τον ξυπνάει. Ανοίγει τα μάτια του και βλέπει μπροστά του μια κυρία μεγάλη σε ηλικία να τον κοιτάει αποσβολωμένη. Μια ζεστή και καφετιά γούνα κοσμούσε το γερασμένο της κορμί και μια μεγάλη σμαραγδένια καρφίτσα στο κούμπωμα αυτής, αντανακλούσε το φως των φαναριών δημιουργώντας εντυπωσιακές λάμψεις στο απόβραδο. Το καπέλο της που προστάτευε τα ασημί μαλλιά της ήταν στολισμένο με ένα ακαθόριστο σχήμα από φτερά και πούπουλα, μοναχά το ολόγραμμα της ξεχώριζε με χρυσά βαμμένα φυλλαράκια.
Ένα «Μ». Ποιος να ξέρει άραγε το όνομα της. Τι να σημαίνει αυτό το γράμμα. Ήταν μοιραίο όμως να συναντηθούν οι ματιές τους και ο χρόνος πάγωσε, ένιωσαν και οι δύο την ανάσα τους κομμένη. Μα πως, δεν ήταν δυνατόν! Ρίγη ξεσπούσαν στη μνήμη και τα χέρια τους έτρεμαν. Το στόμα τους δεν είχε μιλιά, τι να πει η γλώσσα άλλωστε.
Μοναχά τα δάκρυα λαλούσαν και έρεαν σαν φουσκωμένα ποτάμια το χειμώνα ξεπλένοντας τα μελανά σημεία του πολέμου. Αυτής της σάπιας και αρρωστημένης εμμονής των ανθρώπων για αίμα. Τότε, αυτός αντίκρισε τα καστανά μάτια της γυναίκας που του έριχνε νεράκι να καθαρίσουν οι πληγές από το παιχνίδι και του τραγουδούσε: Βασιλιάς, βασιλιάς νιώθεις όταν με κοιτάς. Βασιλιάς, βασιλιάς, θα σε μάθω ν’ αγαπάς…
Πώς να ξεχάσει τη μητρική στοργή αποτυπωμένη σε τούτη τη φωνή. Αυτή αντίκρισε το προσωπάκι εκείνο με το μικρό στρογγυλό σημάδι στο μάγουλο και τα γαλάζια μάτια με τ’ ουρανού το χρώμα. Υπήρχε μόνο το παρόν. Μόνο το παρόν.
Πηγή: enallaktikidrasi.com