Συλλυπητήριο μήνυμα του Καλυβιάνου Μεν. Λεωνίδα, για εκδημία του Θεοχαρίδη Δημοσθένη
Ένα τεράστιο, ζωντανό ιστορικό κεφάλαιο της πολυκύμαντης ιστορίας του τόπου μας έκλεισε με τον θάνατο μιας εξέχουσας προσωπικότητας, του γνωστού σε όλους μας Δήμου Θεοχαρίδη.
Η συμπάθεια που νιώθουν οι πολλοί για την πλήρη ημερών ζωή του, εξισορροπείται με την θλίψη που ένιωσαν όσοι έζησαν, έστω και για λίγο, κοντά στην σκιά του ανδρός.
Είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά τον κύριο Δήμο (έτσι τον αποκαλούσα πάντα).
Επιστήθιος φίλος του πατέρα μου ( Μενέλαου), ο κύριος Δήμος υπήρξε άνθρωπος με αρχές και αξίες.
Κάτι το νεαρό της ηλικίας μου τότε, κάτι το ότι θεωρούσα υπερβολικούς τους χαρακτηρισμούς για το ήθος ενός πολιτικού άνδρα, κάτι το ότι μπορούσα στην ηλικία της αθανασίας να αμφισβητώ τους πάντες, δεν έδωσα τόση σημασία στα λόγια του πατέρα μου.
Ήταν το 1987 ή 1988.
Δεκαοκτώ χρονών τότε, πρωτοετής φοιτητής στην Αθήνα κατέβαινα την οδό Κηφισίας με το κίτρινο παπάκι μου.
Στο ύψος του ξενοδοχείου HILTON, σταματώντας στο κόκκινο φανάρι, η καλή μου μοίρα με έκανε να προσέξω τον ευσταλή κύριο με το κουστούμι, το άσπρο κολλαριστό πουκάμισο, το ρεπούμπλικο και το καμηλό παλτό, που περνούσε την διάβαση με γοργό βηματισμό ξεχωρίζοντας μέσα στην ανωνυμία του πλήθους.
«Γεια σου, κύριε Δήμο!», τον ξάφνιασα βροντοφωνάζοντας.
«Γεια σας, κύριε γυμναστά ! (πάντα έτσι με αποκαλούσε)», με αντιχαιρέτησε.
«Θα σας αναμένω στην είσοδο του HILTON».
Αυτό ήταν!
Με πολλούς ενδοιασμούς στάθηκα με το στενό μαύρο τζιν και το χακί φλάι τζάκετ μπουφάν μου στην είσοδο του ξενοδοχείου.
Ο κύριος Δήμος αναγνώρισε εύκολα την αμηχανία μου, με κράτησε από το μπράτσο και με έμπασε στον κόσμο του.
Με όποια σιγουριά μπορούσα να επιστρατεύσω πάτησα το παχύ κόκκινο χαλί, τα αστραφτερά μάρμαρα και ακολούθησα τον βηματισμό και την κατεύθυνση του στο πολυτελές εστιατόριο.
«Κύριε γυμναστά, δεν σας έχω συγχαρεί για την επιτυχία σας ως σπουδαστή. Θα επιθυμούσα, αν σας το επιτρέπουν οι υποχρεώσεις σας, να συμφάγουμε και να συζητήσουμε για λίγο» ήταν οι πρώτες του κουβέντες.
Ήταν αδύνατον να αρνηθώ εάν και ήθελα έτσι πως με κρατούσε από το μπράτσο σφιχτά.
Συμφάγαμε του σκασμού…υπό τους ήχους του πιάνου.
«Σαν Μπουνταλάδες φάγαμε, κύριε γυμναστά!», μου είπε βλέποντας τις μαγικές μου ικανότητες στην εξαφάνιση των εδεσμάτων.
Η αναφορά του στους Μπουνταλάδες έδειξε το δέσιμό του με την ιδιαίτερη πατρίδα μας και πόσο καλά γνώριζε τους καλοφαγάδες του συγκεκριμένου συλλόγου.
Η συνάντησή μας αυτή έγινε η απαρχή μιας επικοινωνίας που είχε απίστευτα εκπαιδευτικό χαρακτήρα για μένα και με έμπασε στα θαυμάσια μονοπάτια της ιστορίας και της περιπέτειας της πολιτικής.
Οι συναντήσεις μας αυτές κράτησαν αρκετό καιρό.
Κάθε Τετάρτη στις 13:30 περνούσα την είσοδο του HILTON με τη δυναμική που μου έδινε η παρουσία του κυρίου Δήμου.
Τα χρόνια πέρασαν όμως και στην ιδιαίτερη πατρίδα μας οι συναντήσεις μου με τον αεικίνητο κύριο Δήμο ήταν λίγες και αυτές τυχαίες.
Βλέποντάς με να παρατηρώ με έκπληξή το ίδιο πάντα καμηλό παλτό του, κάποια στιγμή απάντησε στις σκέψεις μου.
«Κύριε γυμναστά, το ίδιο είναι! Έχει ζωή εξήντα χρόνων.»
« Το ίδιο είχε και ο μπαμπάς μου» του είπα.
«Το ξέρω! Μαζί τα αγοράσαμε από τον Βόλο. Κάποτε θα σου πω την ιστορία τους»
Κακίζω τον εαυτό μου, που δεν βρήκα το χρόνο να προσθέσω στις αναμνήσεις μου την ανθρώπινη ιστορία των δυο παλτών.
Ο Κύριος Δήμος την πήρε μαζί του και ο πατέρας μου δεν πρόλαβε να μου την πει, καθώς έφυγε νωρίτερα.
Κύριε Δήμο, σε ευχαριστώ από καρδιάς, που κάποτε άγγιξα τον ίσκιο σου.
Αν με ακούς από κάπου, θέλω να ξέρεις ότι σίγουρα έφαγα σαν Μπουνταλάς τα γλυκίσματα της γνώσης που μου προσέφερες.
Καλό σου Ταξίδι!!
Καλυβιάνος Μεν. Λεωνίδας
Υποψήφιος Βουλευτής ΚΙΝΑΛ