Εφιάλτης
Σ. ΗΛΙΑΔΟΥ – ΤΑΧΟΥ
Το φεγγάρι κρεμάστηκε
στην κόγχη της γαλάζιας νύχτας
και έπαιξε με τα σύννεφα
που γύριζαν τον ίσκιο τους
στο φως
προστάζοντας σιγή
σε αιματόβρεχτές σταγόνες
και σκλήθρα
κουρδίζοντας ξύλινα ικριώματα
είδωλα ανθρώπων.
Η νύχτα κοιμήθηκε
σε αστραφτερές πανοπλίες
που τύλιγαν αγάλματα νεκρά.
Γυάλινα μάτια σάλευαν
σε χιτώνες πορφυρούς
και σε πολύκροτα κύμβαλα.
Ο κόρφος της μέρας μαράθηκε
καθώς παραμόνευε τη νάρκη
του ουράνιου τόξου
πίσω από γέφυρες
με βρόχινους μανδύες.
Ο ουρανός σκαρφάλωσε σε φανταχτερά κομμάτια
από ύφασμα
ρίχνοντας λάμψεις
σε πυρετικές αναμονές
θραύοντας θαλάσσια ξύλα.
Και βούλιαξε στην άβυσσο
στην άμμο του βυθού που κινείται.
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ