Οι εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 στη Φλώρινα
Οι εκλογές της 31ης Μαρτίου του 1946 χαρακτηρίζονται δικαιολογημένα ως καμπή στην ιστορία της Ελλάδας επειδή παρήγαγαν πολιτικά αποτελέσματα που σημάδεψαν για τις επόμενες δεκαετίες την πολιτική ζωή. Η Δικτατορία Μεταξά, η Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, η Συμφωνία της Βάρκιζας είχαν αφήσει σε εκκρεμότητα ζητήματα όπως το πολιτειακό, η έξοδος από την οικονομική κρίση, η τιμωρία των δοσίλογων. Όταν στις αρχές του 1946 στην Ελλάδα προκηρύχθηκαν εκλογές -για πρώτη φορά μετά το 1936- γεννήθηκαν ελπίδες για επιστροφή της χώρας στην ομαλότητα και για επίλυση των σοβαρών κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων της. Η αβεβαιότητα που επικρατούσε στην πολιτική ζωή καθόρισε τις συνθήκες διεξαγωγής των εκλογών τον Μάρτιο του 1946 στη Φλώρινα. Αν και η ιστορία σπανίως διδάσκει και ποτέ δεν επαναλαμβάνεται, η αναψηλάφηση των πολιτικών γεγονότων θα εμπλουτίσει την οπτική μας για το παρελθόν της πόλης μας.
Ο παλιός βουλευτής των Αγροτικών στη Φλώρινα, Φίλιππος Δραγούμης, κατέφθασε στην πόλη ως επικεφαλής του συνασπισμού των φιλοβασιλικών πολιτικών δυνάμεων στην εκλογική περιφέρεια του νομού. Αποστολή του ήταν να συσπειρώσει τους εθνικόφρονες∙ ωστόσο, η προσδοκία των Λαϊκών δεν ευδοκίμησε. Ο Μπινόπουλος, έτερος ισχυρός πάτρωνας του Λαϊκού Κόμματος και σφοδρός πολέμιος του Δραγούμη, εξακόντιζε δημόσια κατηγορίες κατά του Βασιλιά, των επικεφαλής του Λαϊκού Κόμματος και του Δραγούμη, αποκαλώντας τους δοσίλογους και αυτονομιστές. Ο Λεχοβίτης στην καταγωγή Μπινόπουλος άρχισε τότε να κινείται, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δραγούμη, για να σχηματίσει ξεχωριστό συνδυασμό συνεννοούμενος ακόμη και με γνωστούς βουλγαρόφρονες και κομμουνιστές[1]. Ο Δραγούμης, από την άλλη, θέλησε να διευρύνει το μέτωπο των συνεργαζόμενων δυνάμεων με τη συμμετοχή και του βενιζελικού βουλευτή Μόδη, αλλά η παρέμβαση του Γ. Παπανδρέου, ενός εκ των αρχηγών της Ε.Π.Ε., ακύρωσε τη συμπόρευση του Μόδη με τους μοναρχικούς. Τελικά, Μπινόπουλος και Μόδης προχώρησαν σε μια παράταιρη συνεργασία κάτω από τη σημαία της Ε.Π.Ε.
Είναι φανερό ότι η μεσοπολεμική διαίρεση σε βασιλικούς και δημοκρατικούς είχε ατονήσει στην πολιτική σκηνή της Φλώρινας και αναδυόταν μια νέα διαιρετική τομή: οι παλιοί πολιτικοί αντίπαλοι στοιχίζονταν, πλέον, γύρω από την αναθεωρημένη ιδέα της εθνικοφροσύνης εναντίον του «επικινδύνου και αθέου Κομμουνισμού»[2].
Στις εκλογές του 1946, οι ψηφοφόροι της Φλώρινας βρέθηκαν μπροστά σε ένα ανελαστικό εκλογικό δίλημμα καθώς η συμμετοχή τους στην εκλογική διαδικασία συνεπαγόταν την εθνικοφροσύνη τους. Έτσι, ο βενιζελικός Μόδης, σε δημόσια ομιλία του, επιστρατεύοντας τη στρατηγική της συστηματικής (sic) ασάφειας περιέγραψε το εκλογικό ζητούμενο ως αγώνα μεταξύ Ελλήνων και μη ελλήνων, μεταξύ ανθρώπων και απανθρώπων[3]. Οι ιεροφάνται της ωμότερης δικτατορίας και απόστολοι του κόκκινου φασισμού, κατά τον Μόδη, αρνούνταν την ιδέα του έθνους και έστηναν ιδεολογικά τείχη ανάμεσα στους Έλληνες. Ο Δραγούμης, από την πλευρά του, έκανε λόγο για τον εθνικό χαρακτήρα των εκλογών εκτιμώντας ότι το ΚΚΕ, «τυφλόν όργανον του ΚΚ Μακεδονίας», απειλούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Οι πολιτικοί της δεξιάς και της κεντρώας παράταξης στη Φλώρινα προέβαλαν τον πατριωτισμό τους και αμφισβήτησαν τον πατριωτισμό της Αριστεράς. Το πατριωτικό καθήκον στην οπτική τους νοηματοδοτούνταν ως ανάγκη να προασπιστεί η ακεραιότητα της Μακεδονίας από τους κομμουνιστές. Παρότι το πολιτειακό ζήτημα οπισθοχώρησε στην εκλογική ατζέντα της Φλώρινας, το εκλογικό διακύβευμα συνδέθηκε υπόρρητα και με τον ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει ο Βασιλιάς Γεώργιος στην ικανοποίηση των ελληνικών διεκδικήσεων στη Μακεδονία και στη Βόρεια Ήπειρο. Ας σημειωθεί ότι οι εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας ήταν απότοκο του ιδιότυπου μεγαλοϊδεατισμού που αναβίωσε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στον προεκλογικό λόγο της εποχής κυρίαρχες ήταν οι αναφορές στη βία. Όλες οι πολιτικές παρατάξεις είτε συμμετείχαν είτε απείχαν από τις εκλογές επιχείρησαν να μεταθέσουν αμοιβαία την ευθύνη για τη βία στους αντιπάλους τους και να εμφανίσουν τη δική τους παράταξη ως αμυνόμενη και αναγκασμένη να προστατευθεί από τη βία της άλλης.
Έτσι, για τον Νίκο Κέντρο, η προεκλογική βία στη Φλώρινα ξεκίνησε από φιλοβασιλικές οργανώσεις που βρέθηκαν σε αγαστή συνεργασία με κρατικά όργανα. Στην πόλη και σε χωριά της υπαίθρου οργανώθηκαν, όπως κατήγγειλε, αντικομουνιστικές διαδηλώσεις των αντιδραστικών δυνάμεων[4]. Η περίοδος της Λευκής Τρομοκρατίας, όπως ονομάστηκε, χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι από τους Κομμουνιστές για να απόσχουν από τις εκλογές, γεγονός που αργότερα αναγνωρίστηκε από τον Ζαχαριάδη ως στρατηγικό σφάλμα.
Για την τοπική εφημερίδα Έθνος και τον Μόδη, από την άλλη, η βία προερχόταν από τις συμμορίες που κάλυπτε το ΚΚΕ:
«Και εδώ (σ.σ. στη Φλώρινα) είχαμε εκατόμβας. Ο καπετάν Στέφος και το σεμνό και παρθενικό παλλικάρι ο υιός του, ο δικηγόρος Σταμπουλίδης, ένας πτωχός και άγιος άνθρωπος, οι εξ εθνομάρτυρες του Φλαμπούρου, το ζεύγος Γεωργιάδη, οι δύο ενωμοτάρχαι, Βαρβαρρήγος και τόσοι άλλοι άνδρες και γυναίκες»[5].
Σε τέτοιο κλίμα ακραίας πόλωσης αποσιωπήθηκαν πολιτικά ζητήματα όπως η αποκατάσταση της τάξης, της δικαιοσύνης, της ισοπολιτείας και η ισότιμη συμμετοχή της Μακεδονίας στη διοίκηση.
Τελικά, στην εκλογική περιφέρεια Φλώρινας που τότε περιλάμβανε και την Καστοριά, κατήλθαν τέσσερις συνδυασμοί με τη βενιζελική παράταξη να κατέρχεται τριχοτομημένη.
Α. Το Κόμμα Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη με πανελλαδικό ποσοστό 14,39% και 26,22% στην επαρχία Φλώρινας.
Β. Ο Συνδυασμός Εθνικής Πολιτικής Ενώσεως (Ε.Π.Ε.) με πανελλαδικό ποσοστό 19,28% και 23,74% στην επαρχία Φλώρινας.
Γ. Η Ηνωμένη Παράταξις Εθνικοφρόνων (Η.Π.Ε.) στην οποία μετείχαν το Λαϊκό Κόμμα, το Κόμμα Εθνικών Φιλελευθέρων με πανελλαδικό ποσοστό 55,12% και 49,18% στην επαρχία Φλώρινας.
Δ. Ο Συνδυασμός Ενώσεως Εθνικοφρόνων με υποψήφιους τους Παντελή Παπαθανασίου και Μιχαήλ Κοντίδη[6] με πανελλαδικό ποσοστό 2,94% και 0,86% στην επαρχία Φλώρινας.
Στις 7 έδρες που αναλογούσαν στον Νομό Φλώρινας εκλέχθηκαν οι βουλευτές: Φίλιππος Δραγούμης, Αναστάσιος Νταλίπης, Περικλής Ηλιάδης και Γεώργιος Αριστείδου από την Η.Π.Ε., Γεώργιος Σπυρόπουλος και Γεώργιος Τζώρτζης από το Κόμμα Φιλελευθέρων και ο Στέργιος Μπινόπουλος από την Εθνική Πολιτική Ένωση.
Όπως φαίνεται από τα αποτελέσματα, την πλειοψηφία στην επαρχία Φλώρινας συγκέντρωσε αθροιστικά η παράταξη του Κέντρου, παρότι σε εθνικό επίπεδο η νίκη των μοναρχικών υπήρξε ηχηρή. Το πολιτικό προσωπικό που στάλθηκε από τον Νομό στη Βουλή δεν ανανεώθηκε σε σχέση με την τελευταία εκλογική αναμέτρηση του 1936. Η πολιτική εξακολουθούσε το 1946 να παραμένει ένας χώρος περίκλειστος για νέους πολιτικούς, όπως ο πρόσφατα εκλιπών Δημοσθένης Θεοχαρίδης ο οποίος, σε ηχογραφημένη του μαρτυρία, θέλησε να κατέλθει, αλλά αποθαρρύνθηκε από τον Μόδη. Φαίνεται ότι τα τοπικά πελατειακά δίκτυα κατάφεραν να διατηρήσουν στη συνείδηση των εκλογέων της Φλώρινας ισχυρή την εικόνα των πολιτικών πατρώνων του Μεσοπολέμου. Έτσι, ούτε η αποκήρυξη της βασιλείας από τον Δραγούμη εμπόδισε το 77% των ψηφοφόρων της μοναρχικής Ηνωμένης Παράταξης να τον ψηφίσουν ούτε τα φιλοβασιλικά φρονήματα του Μπινόπουλου έπαιξαν ρόλο στην υπερψήφισή του από το 70% των οπαδών της βενιζελογενούς Ε.Π.Ε.
Το ποσοστό της πανελλαδικής αποχής αποτέλεσε μία από τις ιστορικές ιδιομορφίες και οι μέχρι σήμερα υπολογισμοί δίνουν διαφορετικά μεγέθη. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Νίκου Κέντρου, η αποχή στη Φλώρινα ανήλθε στο 66%[7]. Οι εκτιμήσεις της εφημερίδας Έθνος βρίσκονται πιθανόν πλησιέστερα στην πραγματικότητα[8]∙ ακολουθώντας τη μεθοδολογία που προτείνει ο Ηλίας Νικολακόπουλος[9], την οποία εφαρμόζει και ο Ραϋμόνδος Αλβανός στη διατριβή του, υπολογίζουμε την αποχή στην επαρχία Φλώρινας σε 26,15%.
Αμέσως μετά τις εκλογές, οι τόνοι της αντιπαράθεσης ανέβηκαν και άρχισε να ωριμάζει σε αμφότερες τις πλευρές, η ιδέα προσφυγής στη βία για την επίλυση των διαφορών.Η επίθεση 60 ανταρτών στον αστυνομικό σταθμό Λιτοχώρου, τη νύχτα πριν τις εκλογές, ερμηνεύτηκε από τις αστικές δυνάμεις ως η τρίτη απόπειρα ένοπλης κατάληψης της εξουσίας. Οι εκλογές του 1946 λειτούργησαν ως επιταχυντής για την έναρξη της τέταρτης εμφύλιας σύρραξης στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Πουγαρίδης Στέφανος, Φιλόλογος
Σημείωση: Το άρθρο βασίζεται σε εισήγηση στο Συνέδριο Τοπικής Ιστορίας που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2017 στη Φλώρινα.
[1] Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη Φακ. 70, «Φλώρινα 8 Μαρτίου 1946».
[2] Ό.π.
[3]«Ο λόγος του κ. Γ. Χ. Μόδη», εφημ. Έθνος, 1 Μαρτίου 1946
[4] Κέντρος, Ν., Ο Εμφύλιος στη Φλώρινα, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2011
[5] «Ο λόγος του κ. Γ. Χ. Μόδη», εφημ. Έθνος, 1 Μαρτίου 1946
[6] Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, Φ. 70, ΥΦ. 1, έγγρ. 28, «Προκήρυξις».
[7]Κέντρος, Ν., Ο Εμφύλιος στη Φλώρινα, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2011 σ. 81-83.
[8] Έθνος, «Τα αποτελέσματα των εκλογών», 5 Απριλίου 1946.
[9] Νικολακόπουλος Η., Η Καχεκτική δημοκρατία, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001, σ. 80-81.
Θα σταθώ σε ένα μόνο σημείο από τα πολλά.
Γράφει το άρθρο:
«Η επίθεση 60 ανταρτών στον αστυνομικό σταθμό Λιτοχώρου, τη νύχτα πριν τις εκλογές, ερμηνεύτηκε από τις αστικές δυνάμεις ως η τρίτη απόπειρα ένοπλης κατάληψης της εξουσίας»
Ερωτώ: Τι περιθώρια είχαν οι “αστικές δυνάμεις” να ερμηνεύσουν διαφορετικά τη σφαγή στο Λιτόχωρο;
Γενικά θα περίμενε κανείς από ένα φιλόλογο πιο νηφάλια προσέγγιση και κυρίως λιγότερο στρατευμένη ρητορική.