Ότι γεννιέται σε ένα σπίτι πεθαίνει σε αυτό
Του Τάσου Βακφάρη
Μια τελευταία μάτια στα άδεια δωμάτια του σπιτιού ήταν αρκετή για να ξυπνήσει εικόνες στο μυαλό. Ο έρωτας δοσμένος στο διπλό κρεβάτι, πολλάκις τσαλακωμένος και ιδρωμένος από της ψυχής το κόπιασμα, γραπωμένος στα σεντόνια της ηδονής σπαρταρούσε σαν το ψάρι το αμάθητο έξω από το νερό.
Η αγάπη χαρισμένη απλόχερα στη βελούδινη αναπαυτική καρό πολυθρόνα. Ανεπαίσθητα χάδια στα χρυσαφένια μαλλιά ανέδιδαν οικειότητα και λαχτάρα για μια κοντινή επαφή με το δέρμα, για μια γεύση και μυρωδιά λευκή και φρέσκια σαν τη σάρκα από τα μανουσάκια. Αυτό το άγγιγμα στο μπράτσο που ξεσήκωνε σε τρελό χορό το χνούδι του λες και ο αέρας το στροβίλιζε και τα ατέλειωτα χαμόγελα που δεν ψεύδονται ως είθισται, παρά μονάχα μιλάνε χωρίς λέξεις. Γελάνε χωρίς φλυαρία.
Ο πόνος πεταμένος στη γωνιά σε έναν σπασμένο καθρέπτη, κομματιασμένα γυαλιά σε ακανόνιστα σχήματα ριγμένα στο πάτωμα και ο σιδερένιος σκελετός που στεκόταν σαν άδεια κορνίζα από πάνω να τα κλαίει. Ότι δεν χώραγε στις αποσκευές για την καινούρια ζωή το άφησαν πίσω τους…
Ότι γεννιέται σε ένα σπίτι πεθαίνει σε αυτό.!!!
Ένα βήμα πίσω μια βαθιά ανάσα και με θάρρος έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματος…
Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες με δακρυσμένα μάτια και με έναν κόμπο στο λαιμό που έσφιγγε αυξανόμενα βγήκε στον παγωμένο αέρα…
Θυμήθηκε τον άνθρωπο που ποθούσε να αγαπήσει και να αγαπηθεί που ζητιάνευε και κυνηγούσε τον έρωτα…. Θυμήθηκε τον άνθρωπο που κόντευε να ξεχάσει…