Με τα φαντάσματα δεν ζεις μάτια μου
Του Τάσου Βακφάρη
Ξυπνάς το πρωί και βλέπεις το είδωλό σου να στέκεται στον θολωμένο καθρέπτη του μπάνιου, ανακατεμένες σκιές, δαχτυλικά αποτυπώματα και σημάδια πολυκαιρισμένα σαν αποξηραμένοι λεκέδες πάνω στο γυαλί. Ένα τετράγωνο κομμάτι πενήντα επί πενήντα εκατοστά φτιαγμένο από άμμο και φωτιά αντικατοπτρίζει το πρόσωπο που το κοιτά αλλά δεν βλέπει, μόνο το κοιτά.
Μια έμφυτη κίνηση του χεριού σου με τη χούφτα γεμάτη δροσερές σταγόνες καθαρού νερού γλιστρά πάνω του και καθαρίζει την επιφάνεια που περνά και ακουμπά, όμως το ύδωρ του εξαγνισμού και της βάφτισης γράφει πάνω στο γυαλί τα απόκρυφα που κάνουν την καρδιά σου να χτυπάει λίγο πιο μελωδικά. Μελωδικά και νοσταλγικά.
Γράφει ένα παλιό τραγούδι πάνω στο πεντάγραμμο που έχει αρχίσει να κιτρινίζει και να ξεθωριάζει σαν να παίζει στο πικάπ ένα 45άρι δισκάκι που έχει αρχίσει να χάνει στροφές από τη φθορά.
Μια θεϊκή γραφή εκείνη την στιγμή με πύρινη πένα χαράσσει μια γραμμή που αλλάζει ένταση και ταχύτητα και σε κρατάει στη ζωή με συνεχόμενο ρυθμό που είναι αδύνατον να παύσει ή να ξεκουραστεί έστω και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Γιατί ο κόσμος θα χλομιάσει και θα κρυώσει σαν κρύσταλλος του χειμώνα.
Σταλάζει η υγρασία από τα μαλλιά σου πάνω στο μέτωπο και θαρρείς πως είναι εκκωφαντικός ο ήχος του νερού καθώς ακουμπά το δέρμα σου, θαρρείς πως όπως κυλλά πάνω στη μύτη σου μετασχηματίζεται σε χείμαρρο που συμπαρασύρει και αδειάζει το μυαλό σου. Ξεπλένει τις αμαρτίες σου, συγχωρεί τα πάθη σου, διώχνει τις Ερινύες που κραυγάζουν μέσα σου και σε κρατούν προσκολλημένο σε ένα παρελθόν που δεν σου ταιριάζει πια.
Αφήνεις σαν υπνωτισμένος αυτόν τον όγκο νερού να σε λυτρώσει και να σε απαλλάξει από φαντάσματα του παρελθόντος, να διαγράψει τα εμπόδια που έχεις τοποθετήσει ο ίδιος στο δρόμο σου και να ηρεμήσει τη θάλασσα μέσα σου. Να καταλήξει μια σταγόνα που θα αποκολληθεί ήρεμα και ευλογημένα από τη μύτη σου για το ταξίδι που έχει προοριστεί να γίνει, ώσπου να καταλήξει στον ωκεανό.
Στον ωκεανό των συναισθημάτων, στον ωκεανό της μνήμης και της λήθης. Σε ένα μυστήριο και ανεξερεύνητο μέρος που οι άνθρωποι δεν θα μάθουν ποτέ γιατί είναι μικροί πολύ για κάτι τέτοιο. Είναι λίγοι για να θυμούνται τα αισθήματα της ψυχής τους που λαχτάρησαν να τα νιώσουν.
Ανοίγεις τα μάτια σου και βλέπεις το πρόσωπο σου, αναγνωρίζεις τη σπίθα στο γαλάζιο τους που έχει επιστρέψει. Παρατηρείς τις ρυτίδες που σχημάτισε η εμπειρία αυτή και τις χαίρεσαι τις χρειάζεσαι όπως η νύφη τα προικιά της. Είναι αυτές που σε έκαναν αυτό που είσαι, ανεπαίσθητες ουλές μιας μάχης πάντα κερδισμένης. Είναι τα εφόδια σου για να ακολουθήσεις όποιον δρόμο διαλέξεις για να μπορείς να περπατήσεις σε ήπια αλλά και σε κακοτράχαλα εδάφη.
Κλείνεις τη βρύση και καλωσορίζεις τη μέρα που ξημερώνει. Με τα φαντάσματα δεν ζεις μάτια μου. Με τα φαντάσματα δεν ζει κανείς. Όχι μάτια μου…
Photo: Author/Depositphotos