Εκκλησιολογικός όρος των διαλλαγών προς ενότητα (κεφάλαιο ΙΑ’)
ΠΩΣ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ Η ΑΜΕΤΑΝΟΗΣΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΒΑΖΕΙ ΣΕ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ
Ποιός είναι ο σκοπός της ζωής μας, τί θα πει να είσαι Χριστοκεντρικός;
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα δική Του γιὰ νὰ δυνηθῆ νὰ χωρέσῇ τὸ ἀρχέτυπο μὲ τὴν ἐνανθρώπιση. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἔκτισε σύνδεσμο τοῦ νοητοῦ καὶ αἰσθητοῦ κόσμου καὶ ἀνακεφαλαίωση καὶ ἐπίλογο ὅλων τῶν κτισμάτων. Καὶ ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγορείτης: «διὰ τοῦτον τὸν σκοπόν, ἵνα ἑνωθεὶς μετ’ αὐτοῦ, ἑνωθῇ μεθ’ ὅλων τῶν κτισμάτων καὶ ἀνακεφαλαιωθῶσιν ἐν τῷ Χριστῷ οὐράνια καὶ ἐπίγεια, ὡς λέγει ὁ Παῦλος. Καὶ κτίστης καὶ κτίσις γένηται ἓν καθ’ ὑπόστασιν, κατὰ τὸν θεοφόρον Μάξιμον». Ὑπάρχει δηλαδὴ ἕνας ὑψηλὸς προορισμὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖο τὸν καλεῖ ὁ Θεὸς χαριζοντάς του τὴν ἐλευθερία. Ὁ προσανατολισμός του σ’ αὐτὴ τὴν κλήση μας εἶναι τελικὰ ἐκεῖνο ποὺ ταιριάζει στὴ φύση μας καὶ μᾶς γεμίσει ὑπαρξιακά. Ἀντίθετα ἡ ἀποστροφή μας πρὸς τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ θὰ μᾶς στερήσει τὴν ζωντανὴ κοινωνία μαζί Του μᾶς ἀφήνει ἕνα αἴσθημα ἀνικανοποίητου καὶ ἕνα κενὸ ποὺ χάσκει νὰ μᾶς καταπιεῖ ὑπαρξιακά.
Μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ἡ πτῶση τῶν προτοπλάστων δὲν περιορίστηκε στὴν ὕπαρξή τους προσωπικὰ ἀλλὰ μεταδόθηκε ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Ἀδὰμ σὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Τὸ ὅτι ὅλοι φέρουμε μέσα μας τὴ φύση τοῦ προπάτορά μας Ἀδὰμ ὡς παραβάτη τὸ γνωρίζουμε ἀπ’ τὸ ὅτι ἁμαρτάνουμε καὶ οἱ ἴδιοι. Βέβαια ἡ ἁμαρτία ποὺ διέπραξε ὁ Ἀδὰμ ἐνῶ καθόταν στὴ δόξα καὶ τὴν τρυφὴ τοῦ παραδείσου διαφέρει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ποὺ διαπράττουμε ἐμεῖς, διότι στοὺς πρωτοπλάστους δὲν ὑπῆρχε καμιὰ ἀνάγκη ἢ ἀσθένεια ἢ πρόφαση εὔλογη, παρὰ μόνο καταφρόνηση τῆς ἐντολῆς, ἀγνωμοσύνη καὶ ἀχαριστία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀποστασία ὐπῆρξε μεγάλη. Σὲ μᾶς ὅμως ἰσχύει αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του· «βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστραευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου»(Ρωμ. ζ, 22). Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποια βία καὶ ἐξαναγκασμός, ἀπέκτησε ἐκ τῶν ὑστέρων ἡ φύση μας πρόσθετα τὴν ροπὴ πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ ἔχασε τὴ δυνατότητα ποὺ εἶχε ἐκ φύσεως νὰ μὴν ἁμαρτάνει. Δηλαδὴ ἀλλοτριώθηκε ἡ ἀθρώπινη φύση, δὲ μεταβλήθηκε ὅμως.
Τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ὁ διάβολος, δελέασε τὴν Εὔα πρῶτα μὲ τὴν αἴσθηση. Ἀφοῦ χρησιμοποίησε τὸν ὄφι, γιὰ νὰ τὴν πλησιάσει, τῆς μίλησε προσβάλλοντας, μέσω τοῦ αἰσθητηρίου τῆς ἀκοῆς, τὴν ψυχή της μὲ τὸν δόλο καὶ τὴν πανουργία. Ἂν ἡ Εὔα δὲν εἶχε ὁλιγωρία, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ βρισκόταν σὲ κατάσταση θεωρίας δὲν θὰ δεχόταν περισπασμὸ καὶ δὲν θὰ ἔδινε προσοχὴ στὰ λόγια του ποὺ ἦταν διαβολὴ πρὸς τὸν Θεό. Ἐπειδὴ ὅμως, λόγῳ τῆς ἀπροσεξίας της, ἀφοῦ δὲν εἶχε νήψη, ἀνέχθηκε νὰ ἀκούσει καὶ ἔδωσε προσοχὴ στὰ λόγια ἐκείνου ποὺ οὔτε κἂν γνώριζε καὶ ποὺ μὲ τόσο θράσος ἀντιτάχθηκε στὸ θέλημα καὶ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, πέρασε ἡ προσβολὴ στὴν ψυχή της μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ τοὺ ἔδειξε. Συνάμα μὲ τὴν προσβολὴ μέσω τῆς ἀκοῆς, καθῶς δηλητηριαζόταν ἡ ψυχή της μὲ τὰ πονηρὰ λόγια.
Αν είχαμε συνειδητοποιήσει σε βάθος αυτή την αλήθεια θα είχαν λυθεί πολλά θέματα στην προσωπική πνευματική μας ζωή αλλά και στον τρόπο που η διοίκηση των τοπικών Εκκλησίων διαχειρίζεται τα εκκλησιαστικά προβλήματα που προκύπτουν. Γιατί προέκυψε όλη αυτή ακαταστασία στην Εκκλησία; Διότι στην διοίκηση της Εκκλησίας αναδείχθηκαν πρόσωπα που δεν καθάρθηκαν από τα πάθη τους. Δεν έζησαν με μετάνοια και συνεχίζουν όχι μόνο να μη κρατούν την μετάνοια αλλά ούτε και να την επιδιώκουν, δηλαδή έχασαν τον στόχο! Οι υπόλοιποι αρχιερείς, οι οποίοι δεν διαφέρουν και πάρα πολύ από τους προκαθημένους των τοπικών Εκκλησιών, τους ακολουθούν συχνά από υποχρέωση εξ αιτίας του ότι αυτοί τους ανέδειξαν ή τους στήριξαν σε δεδομένη κατάσταση και έτσι δεν έχουν το σθένος να διαφοροποιηθούν σε κρίσιμα εκκλησιαστικά ζητήματα και καθίστανται πλέον όμοιοί τους. Επειδή ακριβώς υπάρχουν τα θεσμικά όργανα, τα θεσμικά πρόσωπα θεωρούν ότι πρέπει να ακολουθούν την θεσμικότητα χάνουν στην πραγματικότητα την Χριστοκεντρικότητα!
Είχαμε επισημάνει το κριτήριο για να διακρίνουμε την αίρεση με βάση την Ορθόδοξη διδασκαλία και αυτό είναι το ότι ανατρέπει την εμπειρία της Πεντηκοστής που απεκαλύφθη η πάσα αλήθεια και ανακόπτει την πορεία των ανθρώπων προς την θέωση. Στην τελευταία ενότητα επίσης αποδείξαμε την σχέση που έχει το Ουκρανικό αυτοκέφαλο με την αίρεση του Οικουμενισμού.
Στο άρθρο με τίτλο: «Κανένας σεβασμός σε εκείνους που δεν σέβονται το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας» η Φαίη έγαφε: «Το γεγονός όμως ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Β΄ δεν έκανε τίποτε τόσον καιρό να σταματήσει τις ντε φάκτο αναγνωρίσεις των σχισματικών από τους αντάρτες Μητροπολίτες, καθώς και το γεγονός ότι και ο ίδιος συμπροσευχήθηκε με τον σχισματικό Επιφάνιο, έδειχναν ότι ο Αρχιεπίσκοπος θα χρησιμοποιούσε τα συνοδικά όργανα της Εκκλησίας (όπως εκείνος καλά ξέρει) για να ντύσει με κανονικότητα τις ήδη ειλημμένες αποφάσεις του.Το έκανε με την ΔΙΣ και τώρα ετοιμάζεται να το κάνει και με την ΙΣΙ.
https://tasthyras.wordpress.com/…/κανένας-σεβασμός-σε-εκε…/….
Όντως το έκανε και δεν περιμέναμε κάτι διαφορετικό, όμως εκείνο που περιμέναμε από το 2016 που έγινε η ψευτισύνοδος στο Κολομβάρι ήταν να δούμε που θα φτάσει τελικά η κατάσταση για να τοποθετηθούμε συνολικά όχι μόνο με την αποτείχιση, ούτε μόνο με την στροφή μας στο πάτριο εορτολόγιο. Περιμέναμε κάνοντας πολύ υπομονή μέχρι τώρα να δούμε, αν υπάρχουν Ιεράρχες που να μπορούν τελικά να αντιταχθούν στα κακώς κείμενα εκκλησιαστικά πράγματα για να πάρουμε και εμείς τις αποφάσεις μας. Επιτέλους τοποθετήθηκε η Ιεραρχία και διαπιστώθηκε ότι όχι μόνο υπάρχει αδυναμία αλλά όπως έλεγε ο Γέροντάς μας ο π. Αυγουστίνος “βασιλεύει το αγκάθι”!
Όπως είχε γράψει και ο Γιώργος Παπαθανασόπουλος στο άρθρο του με τίτλο, «Ο Αρχιεπίσκοπος έκανε τις επιλογές του…» δεν αστόχησε καθόλου, όχι ο Αρχιεπίσκοπος αλλά ο Παπαθανασόπολος, ο Αρχιεπίσκοπος περνά στις μελανές σελίδες της εκκλησιαστικής ιστορίας και σε λίγο θα αποτελεί θλιβερό παρελθόν. «Θα είναι πολύ λυπηρό αν το πιο σοβαρό εκκλησιαστικό ζήτημα των τελευταίων αιώνων, όπως το σχίσμα στην Ορθοδοξία, δεν θα αντιμετωπισθεί με τη δέουσα σοβαρότητα και με αίσθημα εκκλησιαστικής ευθύνης από τον Αρχιεπίσκοπο και τους Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος». Το επιχείρημα ότι οι Μητροπολίτες οφείλουν για το Ουκρανικό να σκεφθούν γεωπολιτικά και εθνοφυλετικά είναι απαράδεκτο.
Συμφωνούμε επίσης με την θεώρηση των Αγιορειτών Γέροντος Παϊσίου Καρεώτη και Μοναχού Επιφανίου Καψαλιώτη της εισηγήσεώς τους με τίτλο: «Αγιορειτική τοποθέτηση-εισήγηση σχετικά με την σοβούσα Ουκρανική εκκλησιαστική Κρίση». Τα όσα επισημαίνουν είναι καίρια γι’ αυτό τα παραθέτουμε να ξαναμελετηθούν!
“Η ιστορική εξέταση του ουκρανικού ζητήματος, παραβλέπει τα ανωτέρω λεχθέντα κάνοντας αποκλειστικά λόγο για την διαμάχη δύο πρωτείων: Κωνσταντινούπολης και Μόσχας. Δεν είναι η ουσία του ζητήματος αυτή, και όσοι αναλύουν το πρόβλημα κατ΄ αυτόν τον τρόπο, αυτό που επιθυμούν είναι η αποσιώπηση των αληθινών αιτίων και η μετάθεση του προβλήματός σε ανύπαρκτη, ή έστω δευτερεύουσα, βάση.
Η δική μας προσέγγιση επομένως θα επιχειρήσει να φανερώσει αυτό που αποσιωπάται: τα θεολογικά θεμέλια της σημερινής εκκλησιαστικής κακοδαιμονίας, που εξελίχθηκε στα γνωστά γεγονότα της Ουκρανίας.
ΝΕΑ ΘΕΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΉ ΚΡΊΣΗ
Η παρούσα φάση της κρίσης ουσιαστικά εκκίνησε με την σύνοδο του Κολυμπαρίου, την άρνηση συμμετοχής 4 εκκλησιών, ανάμεσα στις οποίες ήταν το ΠΜ. Η συγκεκριμένη σύνοδος απετέλεσε την κορύφωση μιας μακράς πορείας, σχεδόν 60 ετών, υπό την σταθερή καθοδήγηση του ΠΚ. Η βασική θεολογική γραμμή των διορθόδοξων συζητήσεων, όπως προκύπτει από τα πρακτικά των προσυνοδικών διασκέψεων, παρέμενε σταθερά στο πλαίσιο που είχε χαραχθεί από τους θεολόγους του ΠΚ, και εδώ εννοούμε τόσο τις συζητήσεις επί θεμάτων ενδορθόδοξου ενδιαφέροντος, όσο και στην συνολική παρουσία της Ορθοδοξίας στον καλούμενο διαχριστιανικό διάλογο και την Οικουμενική Κίνηση, στην οποία ελάμβαναν (και εξακολουθούν να λαμβάνουν) χώρα, οι σχετικές διεργασίες.
Ήδη από το 1959-1960 η εκκλησιαστική πολιτική του ΠΜ, αλλάζοντας θεμελιωδώς κατεύθυνση αποφασίζει την σύνδεση, άνευ όρων, με την Οικουμενική Κίνηση και την κατ΄ εξοχήν θεσμική έκφραση της το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (ΠΣΕ). Η νέα αυτή εξέλιξη μοιραία συνέδεσε το ΠΜ με την ήδη διαμορφωμένη οικουμενική θεολογία του ΠΣΕ, καθώς και την σχετική θεολογική παρουσία του ΠΚ εντός αυτού. Σημαντική παράμετρος μάλιστα στην θεολογική μαρτυρία του ΠΚ, έως και τα τέλη της δεκαετίας του ’60 αποτέλεσαν οι εν Αμερική Ρώσοι διαμένοντες ακαδημαϊκοί, όπως ο Γεώργιος Φλωρόφσκυ (θυμίζουμε: ιδρυτικό μέλος του ΠΣΕ το 1948), και οι μαθητές του, Σμέμαν και Μέγεντορφ, οι οποίοι εξάλλου συνεργάστηκαν, στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου με την αμερικανική πολιτική προπαγάνδα, π.χ. δίνοντας ομιλίες στο πολύ γνωστό «αμαρτωλό» Radio Free Europe (αμερικανικό προπαγανδιστικό ραδιόφωνο, με απ΄ ευθείας χρηματοδότηση απο την CIA).
Με αυτά θέλουμε να τονίσουμε την εξ αρχής προβληματική σχέση ΠΜ και Οικουμενικής Κίνησης, η οποία ως γνωστόν αποτέλεσε και εξακολουθεί ν΄ αποτελεί, αγγλοσαξονική προσπάθεια επιβολής της εκκοσμικευμένης φιλελεύθερης εκδοχής του προτεσταντισμού, όπως διαμορφώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα σε Αγγλία και Αμερική.
Τα πλαίσια σκέψης του Φλωρόφσκυ, χρίζουν ιδιαιτέρας μνείας, καθότι ήταν ο εισηγητής της περίφημης «νεοπατερικής σύνθεσης», σε απόλυτη στοίχιση με την αντίστοιχη παπική εκδοχή της, της Resourcement. Αυτή αποτέλεσε το ευρύτερο θεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκε η καλούμενη ευχαριστιακή εκκλησιολογία (με παράλληλη σημαντική συνεισφορά ενός άλλου Ρώσου εμιγκρέ, του Nikolay Nikolayevich Afanasyev), που τελικά κυριάρχησε στην ελληνική ακαδημαϊκή θεολογία (τόσο του ΠΚ όσο και της Εκκλησίας της Ελλάδος), και πλέον αποτελεί την καθολικά αναγνωριζόμενη, σε πανορθόδοξο επίπεδο, «ορθόδοξη» εκκλησιολογία. Επί παραδείγματι στον σχεδόν ολοκληρωμένο θεολογικό διάλογο Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας», έχει γίνει αποδεκτό από όλες τις τοπικές ορθόδοξες Εκκλησίες που μετέχουν του διάλογου, η συμφωνημένη “κοινή” πίστη που εδράζεται στην ευχαριστιακή εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία.
Είναι πολύ γνωστό ότι η μετέπειτα συνεισφορά του νυν μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, μαθητή του Γ. Φλωρόφσκυ, στο πεδίο της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας, ήταν αυτή που την συνέδεσε με το θέμα του επισκοπικού πρωτείου, ως απαραίτητου δομικού στοιχείου αυτής. Θεωρείται μάλιστα ως η κατ΄ εξοχήν θεολογική προσφορά του, η οποία αποτέλεσε και την ορθόδοξη θέση στον διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς που ήδη αναφέραμε. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ο προηγούμενος πάπας Βενέδικτος XVI τον αποκάλεσε ως τον μεγαλύτερο εν ζωή χριστιανό (όχι απλώς ορθόδοξο), θεολόγο. Επί της ουσίας, για τον Ζηζιούλα ο επίσκοπος αυτονομείται από το λοιπό εκκλησιαστικό σώμα, κατέχοντας το αποκλειστικό προνόμιο της μαρτυρίας της πίστεως και της ενότητας της εκκλησίας, όντας αυτός ο μοναδικός σύνδεσμος με τις υπόλοιπες τοπικές εκκλησίες.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η ευχαριστιακή εκκλησιολογία και η συνδεδεμένη μ΄ αυτήν θεολογία του Πρωτείου εδράζεται σε μια νέα οντολογία επί της οποίας θεμελιώνεται και η μεταπατερική σύνθεση (η οποία λειτουργεί ως η νέα θεολογική μεθοδολογία). Αυτή η νέα οντολογία έχει εδρασθεί στην νεώτερη γερμανική φαινομενολογική φιλοσοφία, ιδιαιτέρως στην εκδοχή του Martin Heidegger καθώς και των μαθητών του, οπότε και παράγεται μια εξαμβλωματική νέα Τριαδολογία με έμφαση στο Πρωτείο του Πατρός έναντι των δυο άλλων θεαρχικών Προσώπων, η οποία θεμελιώνει την νέα σχεσιακή (relational) θεολογία του Προσώπου. Εκφεύγει του παρόντος η κριτική θεώρηση επί της -κατ’ ουσίαν- νεοαρειανικής αυτής τριαδολογίας, απλά ν΄ αναφέρουμε ότι η μεταφορά του Πρωτείου του Πατρός από την Τριαδολογία στην εκκλησιολογία, σημαίνει ότι στα πλαίσια της ευχαριστιακής κοινότητας τον ρόλο του Πατρός κατέχει ο επίσκοπος. Σύμφωνα μ΄ αυτήν την θεώρηση προβάλλεται η Εκκλησία ως εικόνα της Αγίας Τριάδος, κάτι παντελώς αμάρτυρο στην πατερική παράδοση, το οποίο όμως παραδόξως συνιστά πλέον ορθόδοξο δόγμα (και ως τέτοιο αναπαράγεται συνεχώς από θεολόγους και επισκόπους), εφ΄ όσον επικυρώθηκε συνοδικά στην Κρήτη (2016) από τις εκεί συμμετέχουσες εκκλησίες.
Η νέα αυτή θεολογία του πρωτείου και η συναφής μ΄ αυτήν ευχαριστιακή εκκλησιολογία, αποτελεί δυστυχώς την κυρίαρχη θεολογική γραμμή στις θεολογικές σχολές της Ελλάδας, καθώς και σ’ όλες τις θεολογικές σχολές των ορθοδόξων χωρών που έχουν ενταχθεί πολιτικά στη Δύση, δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Επίσης, αναφορικά προς το ουκρανικό πρόβλημα, δεν είναι τυχαίο ότι οι θεολόγοι καθηγητές που υποστηρίζουν τον Ζηζιούλα, όλοι ανεξαιρέτως έχουν πάρει το μέρος του Φαναρίου και αναγνωρίζουν την νέα ψευδοεκκλησία της Ουκρανίας, θεμελιώνοντας μάλιστα τα επιχειρήματά τους στο καθολικό πρωτείο της Κωνσταντινούπολης.
Μετά την απαράδεκτη θεολογικά -δήθεν- πανορθοδόξη σύνοδο του Κολυμπαρίου της Κρήτης το 2016, το ΠΚ δια των πλέον επισήμων εκπροσώπων του ανέβασε τους τόνους της συζητήσεως, αναφορικά με το παγκόσμιο έκκλητο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο εδράζεται επί της αναγνώρισης ενός τύπου παγκοσμίου πρωτείου της Κωνσταντινούπολης. Η νέα θεολογία του πρωτείου βρίσκει πλέον την τελική της κατάληξη: τα τοπικά πρωτεία των επισκόπων οδηγούν στην αναγνώριση του καθολικού πρωτείου ενός παγκοσμίου Πρώτου, του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης.
Τελικώς, ένεκα αυτού του πρωτείου οφείλεται:
Η υποταγή όλης της ορθοδόξου διασποράς στην Κωνσταντινούπολη,
Η επέκτασή του επί του εδάφους άλλων αυτοκεφάλων εκκλησιών.
Συνεχείς είναι οι δηλώσεις τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και πολλών άλλων ιεραρχών τού ΠΚ: ότι “Η Ορθοδοξία αδυνατεί να υπάρχει άνευ της εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, διότι τότε θα είναι οι τοπικές εκκλησίες ως πρόβατα χωρίς ποιμένα”, ότι: “Η εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ως μήτηρ (sic) δίδει την κανονικότητα των τοπικών εκκλησιών”, ότι: “Η εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως είναι το ορατό σημείο ενότητος της εκκλησίας, γι ̓αυτό και έχει το πανορθόδοξον έκκλητον”.
Φυσικά ο κατάλογος των δηλώσεων περί του ειδικού πρωτείου που κέκτηται το ΠΚ είναι εξαιρετικά μακρύς, αλλά και πολύ γνωστός. Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι η θεολογική σημασία που αποδίδεται στο πρωτείο, δηλαδή δεν είναι μόνον ιστορική, με την ιδιαίτερη ερμηνεία που δίνουν οι θεολόγοι του ΠΚ στους ιερούς Κανόνες. Το ουκρανικό ζήτημα άλλωστε, έδωσε την αφορμή στο ΠΚ να τονίσει ακόμη περισσότερο την φύση του καθολικού πρωτείου που το ίδιο θεωρεί ότι έχει, καθώς και το απορρέον δικαίωμά του να το εφαρμόζει μέσω του εκκλήτου.
Ως αγιορείτες μοναχοί αυτό που θέλουμε είναι η ειρήνευση της Ορθοδοξίας, τώρα μάλιστα που οι προκλήσεις που αυτή αντιμετωπίζει είναι πολλές και μεγάλες. Η συμμετοχή στην Οικουμενική Κίνηση έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι λύση, καθώς άλλωστε κανείς από τους ετεροδόξους συμμετέχοντες στο ΠΣΕ δεν ενδιαφέρεται για επιστροφή σε μια πατερική Ορθοδοξία, αλλά για μία μετανεωτερική ανεκτικότητα πίστεων και παραδόσεων, όπου κανείς δεν αποτελεί την Μια Αγία Αποστολική Εκκλησία, αλλά η κοινωνία εν ετερότητι (ενότης εν ποικιλία), όλων.
Η θεολογία του Προσώπου, η αντιασκητική ευχαριστιακή εκκλησιολογία, που θεωρεί την πνευματική άσκηση και την τήρηση των ευαγγελικών εντολών ως «ευσεβισμό» (pietism), αναπτύχθηκαν στα πλαίσια του Οικουμενισμού συνιστώντας την -δήθεν- ορθόδοξη θεολογική μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ τελικά διέβρωσαν τη θεολογία όλων των ορθοδόξων χωρών, παράγοντας στρατιές δυτικόφιλων οικουμενιστών και μια πρωτοφανή σε διάσταση απόκλιση από την πατερική παράδοση και την τάξη που αυτή είχε δώσει στην Εκκλησία.
Κωνσταντινούπολη και Ρώμη έχουν ήδη συμφωνήσει σε μια δικαιοδοσιακή συνδιαχείριση, που θα καταστεί εμφανής μετά την ενωτική Οικουμενική Σύνοδο για την οποίαν έχουν μιλήσει και ο νυν Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Βαρθολομαίος όσο και ο πάπας Φραγκίσκος, την οποίαν, οι ίδιοι επιθυμούν να πραγματοποιηθεί το 2025, σε αναφορά προς την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο του 325. Παραδόξως οι πλέον υψηλοί αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης τοποθετούν στην ίδια ημερομηνία την γένεση της Κράτους της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
Η ΜΕΓΆΛΗ (ΠΑΝΟΡΘΌΔΟΞΟΣ) ΣΎΝΟΔΟΣ ΤΟΥ 1948
Η Ορθόδοξη Εκκλησία του 20ου αιώνα, στις οικουμενιστικές προκλήσεις έχει απαντήσει με μια μεγάλη εκκλησιαστική σύνοδο, η οποία φέρει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που δύνανται να την ονομάσουν Οικουμενική, κυρίως ως προς την θεολογική σημασία της και την ομοφωνία όλων όσων συμμετείχαν σ΄ αυτήν. Αναφερόμαστε βεβαίως στις αποφάσεις της Συνόδου του Ιουλίου τού 1948 στην Μόσχα, επ΄ ευκαιρία των εορτασμών των 500 ετών του αυτοκεφάλου του ΠΜ. Η Σύνοδος ασχολήθηκε με τα ζητήματα: Βατικανό και Ορθόδοξος Εκκλησία, Αγγλικανική Ιεραρχία, Οικουμενική Κίνησις και Ορθόδοξος Εκκλησία και Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον. Οι αποφάσεις της Συνόδου, όπως τονίζει και ο έγκριτος καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης στο γνωστό του στους θεολόγους έργο, Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, έγιναν «ἐπί τῇ βάσει κανόνων Οἰκουμενικών Συνόδων καί μεταγενεστέρων ἐγκυκλίων τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν ».
Σύνολη η ιεραρχία του ΠΜ καθώς και οι συμμετέχοντες αντιπρόσωποι όλων των ορθοδόξων εκκλησιών, πλην Κωνσταντινούπολης, Ελλάδος και Κύπρου, συμφώνησαν στην καταδίκη του Παπισμού, του Οικουμενισμού, και αρνήθηκαν την αναγνώριση του κύρους της αγγλικανικής ιερωσύνης, σ΄ αντίθεση με την προηγούμενη αναγνώριση αυτής υπό πολλών ορθοδόξων εκκλησιών υπό την επήρεια του πνεύματος του Οικουμενισμού. Το πλήγμα κατά του Οικουμενισμού ήταν τεράστιο, εφ΄ όσον οι τρεις εκκλησίες που δεν συμφώνησαν ήταν και οι μόνες που συμμετείχαν στην ιδρυτική πράξη του (αγγλοαμερικανικού) ΠΣΕ τον Αύγουστο του 1948, τον επόμενο δηλαδή μήνα.
Η Σύνοδος εξέφραζε πλήρως το νόημα και την πνευματική υποθήκη του Ομολογητού Πατριάρχου Μόσχας Αγίου Τύχωνος, όπως αυτή εκφράσθηκε με την Διαθήκη του της 7ης Απριλίου τού 1925. Η παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε είναι ότι η όποια κριτική έχει ασκηθεί κατά της Συνόδου αποδεικνύεται ως λανθασμένη εφ΄ όσον σ΄ αυτήν δεν υπάρχει δογματικό λάθος (εν αντιθέσει με την «σύνοδο» της Κρήτης), και βασίζεται στις αποφάσεις των προηγουμένων Οικουμενικών και πανορθοδόξων Συνόδων. Μόνον αυτοί που δεν συμφωνούν δογματικά μαζί της καταφεύγουν στον -δήθεν- πολιτικό χαρακτήρα της, κάτι που δεν ισχύει μιας και οι αποφάσεις της υπεγράφησαν ελεύθερα και υπό των αντιπροσώπων των άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών. Η σημασία της συγκεκριμένης Συνόδου, το τονίζουμε εμφατικά, είναι τεράστια και περιμένει την ιστορική δικαίωσή της.
Η μεταγενέστερη αθέτηση και από πλευράς ΠΜ των αποφάσεων του 1948, ήταν μια –εκ των πραγμάτων– τεραστίων διαστάσεων νίκη της Κωνσταντινούπολης και αυτών που συνδεόντουσαν μ΄ αυτήν πολιτικά. Η δε «χρησιμότητα» του ΠΣΕ αποδείχθηκε για άλλη μία φορά από την απουσία του στο υπάρχων εκκλησιαστικό πρόβλημα της Ουκρανίας. Ήρθε πλέον η ώρα για μια συνολική επανατοποθέτηση, όχι μόνον της Ρωσικής Εκκλησίας αλλά και κάθε άλλης, απέναντι στο ΠΣΕ και το ρόλο που αυτό παίζει”.
Εμείς εδώ αυτό που επισημαίνουμε είναι ότι, εάν η Εκκλησία της Ρωσσίας αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και δεσμευτεί ότι δεν θα συμμετέχει πλέον στο Π.Σ.Ε -γράφε των αιρέσεων- και αν θα διακόψει στο εξής τις διπλωματικές σχέσεις της με το Βατικανό θα το ακολουθήσουμε !!! Είναι δυνατόν να υπάρχει η εμπειρία της Πεντηκοστής όταν δεν έχουμε ως στόχο την μετάνοια; Οι αιρετικοί αρνούνται την διδασκαλία των θεουμένων Πατέρων της Εκκλησίας επειδή στηρίζονται στην λογική τους και τον στοχασμό τους εγκαταλείποντας την αποκαλυπτική αλήθεια. Αλλάζουν την Παράδοση εξ αιτίας λογικών σχημάτων που κάνουν, έχουν πιο πολλή εμπιστοσύνη στην λογική τους, παρά στην εμπειρία των θεουμένων, γι’ αυτό συλλαμβάνουν κάτι με την λογική τους και ταυτίζουν αυτό με την πραγματικότητα περί Θεού. Γι’ αυτό και θεσμικά οι μέχρι πρότινος Ορθόδοξες Εκκλησίες μετά το Κολυμβάρι έχουν πάρει την οδό της αίρεσης και τώρα θεσμικά πλέον ξεκίνησαν και το σχίσμα πρώτα το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και έπειτα η Εκκλησία της Ελλάδος. Ζητούμε από το Ρωσσικό Πατριαρχείο να ξεκόψει τελείως σχέση με όσους αναγνωρίζουν την Σύνοδο του Κολυμβαριου, να αναγνωρίσει την Εκκλησία του Πατρίου Εοτρολογίου και στην Ελλάδα και όπου αλλού υπάρχει, αφού δεσμευθεί για τις αποφάσεις του 1948, και να προχωρήσει σε σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου των Ορθοδόξων ούτως ώστε:
- Πρώτα να κληθούν όλες οι Εκκλησίες για να καταδικασθεί ο Οικουμενισμός και οι Οικουμενιστές πρωτεργάτες του
- Έπειτα να αποκατασταθεί η κοινωνία με τις Εκκλησίες που ακολουθούν το πάτριο εορτολόγιο που μέχρι τώρα δεν είχαν κοινωνία με τις Εκκλησίες που σχετίζονταν με τον Οικουμενισμό
- και στην συνέχεια να απορριφθεί το ουκρανικό Αυτοκέφαλο που δόθηκε από το Φανάρι.
Αν κινηθεί έτσι ας μην φοβηθεί πλέον τίποτε διότι όταν θα ξεκαθαρίσει την θέση της ο Θεός θα είναι μαζί της και θα έχει την αμέριστη θποστήριξη όλων μας που δεν θέλουμε τον Οικουμενισμό. Όμως χρειάζεται η ίδια Ρωσσική Εκκλησία να εκφράσει την μετάνοιά της για την μέχρι τώρα συμμετοχή της στα οικουμενιστικά δρώμενα.