Άιντε μάνα…
Μάζεψε σε ένα μπογαλάκι δυο αλλαξιές ρούχα αυτά της Κυριακής, τα καλά, βγάλε τα από τη λεβάντα και τσαλάκωσε βιαστικά τη φρεσκάδα τους.
Ταξίδι κινούμε και δεν γνωρίζουμε τα χώματα που θα βαδίσουμε ούτε τα νερά που θα ξεδιψάσουμε.
Μην κλαις μάνα και έχει ο Θεός. Σκούπισε τα δάκρυά σου και φύλαξε τα άλμπουμ στο ντιβάνι. Φτιάξε τα πακέτο με τις παιδικές φορεσιές μας και πασπάλισέ τα με λίγη πούδρα για να μας καλωσορίσουν ξανά αν είναι θέλημα.
Γρήγορα μάνα δεν προλαβαίνουμε!
Πάρε το φυλαχτό μαζί και άσε το καντήλι να καίει να μας φωτίζει τον δρόμο. Το σούρουπο καθώς το λάδι θα σώνει, ο βοριάς θα το σβήσει από το τζάμι που έσπασαν οι κερατάδες, τα αχόρταγα τέρατα που διψούν για αίμα.
Αυτοί δεν έχουν λαό δε γνωρίζουν από εθνότητα ούτε από πατρίδα. Δεν κατέχουν μπέσα στο πετσί τους.
Κρυώνω μάνα!
Τη φανέλα μου γιατί δεν πρόκαμες να την πάρεις;
Το αγιάζι τρυπάει το σώμα μου.
Άιντε μάνα…
Κλέψε μια ματιά από το κρεβάτι που μεγαλώσαμε πάρε μια τελευταία ανάσα από το σπιτικό και κράτα τη μυρωδιά. Οι δυο μας μείναμε να σώσουμε το ριζικό μας τα πόδια μας τώρα θα είναι το καταφύγιο ως τα στερνά.
Μην κλαις μάνα δεν απόμεινε δάκρυ που να μην καίει να μη γδέρνει το πρόσωπο καθώς κυλάει, να μη χαράζει τον στεναγμό.
Ευχήσου μόνο εκεί που θα πάμε να έχουμε μισό μέτρο γης να σπείρουμε τον βασιλικό να βλογάει τα κεραμίδια μη σπάσουν στη βροχή. Βασιλικός και να φουσκώνει το ψωμί μας σαν μαγιά.
Ξένοι στους ξένους θα είμαστε και φοβεροί στους νοικοκυραίους.
Κυνηγημένοι πρόσφυγες. Από ανθρώπους.
Άνθρωποι από ανθρώπους.
Άιντε μάνα…
Σφίξε το μαντήλι σου και κάμε κουράγιο για τον μισεμό που θαρρούμε μέλλον. Ελπίδα για νέα ζωή. Προσωρινή ψιθυρίζουν τα χείλη σου μα τίποτα πιο μόνιμο από τον ξεριζωμό.
Από τον ξεριζωμό μάνα τίποτα δε γλιτώνει αφού και ο χρόνος γλιστράει σε σαθρή πλαγιά, αφού μισή ψυχή εδώ θα μείνει να φυλάει τα έρμα τα χαμένα αδειανά ντουβάρια του σπιτιού για όσο στέκουν όρθια ακόμη.
Τραγούδα μάνα!
Μοιρολόγα σιγανά να ακούω τη φωνή σου.
Φοβάμαι και αυτή γλυκαίνει το σκοτάδι. Τον μαύρο τούτο φόβο. Παρηγοριά στα βιόλια που μαράθηκαν.
Άιντε μάνα…
Θωρώ τη φούχτα χώμα που στρίμωξες στο σακάκι σου και απορώ πώς τη βαστούν τα βήματά σου. Απορώ πώς δε σωριάζεσαι στα γόνατα και δεν τραβάς τα μαλλιά σου για τούτο το κακό που μας έλαχε, πώς δε γίνεσαι κομμάτια για τη ζωή που θα αφήκουμε.
Κοίτα!
Κοίτα μάνα τι σου κράτησα.
Τη φωτογραφία σου από μικρή. Μια δεσποινίδα κόρη ζηλευτή. Λάμπουν τα κρίνα αγκαλιά σου και το θέρος τούς χαρίζουν.
Άιντε μάνα…
..για κάθε άνθρωπο ξεριζωμένο..