Το τελευταίο τσάι (το έδωσε ο ταχυδρόμος)
-Εκείνα τα «κόκκινα» χρόνια της απόλυτης μοναρχίας την εποχή της μισαλλοδοξίας και του κυνηγητού υπήρχε ένας Πολιτικός που ξεχώριζε για τις αρχές και το ήθος του, πίστευε στην δημοκρατία ονειρευόταν το προσκλητήριο χωρίς προσταγές και αναθέματα.
-Ήταν σπουδαίος, ήταν σε θέση να πλημμυρίζει τις πλατείες και τους δρόμους με τον λόγο του, πίστευε πως κάποια αυγή θα λογοδοτήσουν αυτοί που σπάταλα και εγωιστικά παίζουν με τις ψυχές των ανθρώπων.
-Η «κόκκινη» κυβέρνηση τον θεωρούσε επικίνδυνο πίστευε ότι μπορούσε να την ανατρέψει, έτσι ένα πρωινό εξέδωσε διάταγμα εξορίας!
-Στην αφιλόξενη Σιβηρία μακριά από την οικογένεια και τους φίλους μαράζωνε, ήξερε ότι ο Χρόνος και η Μοίρα είναι παιδιά κακομαθημένα δεν διαπραγματεύονται δεν δεσμεύονται πίσω δεν κοιτούν.
-Συνήθιζε να κάθετε στην παλιά πολυθρόνα κοντά στο παράθυρο, εκεί ξεκούραζε την γυμνή μοναξιά του, από εκεί πετούσε αντίθετα με τον άνεμο βλέποντας το όνειρο στον μακρινό ορίζοντα, πίστευε ότι το όνειρο θα ξαναγεννηθεί όταν δακρύσουν τα σύννεφα και το ένα δάκρυ συναντήσει το άλλο για να χαθούν στον μακρύ δρόμο εμποδίζοντας τα σκοτεινά μυαλά να βαδίζουν στην πλημμυρίδα του κακού!
-Έτσι πέρναγαν τα χρόνια, κάποια μέρα ένα κρύο χειμωνιάτικο πρωινό εμφανίστηκε ο Ταχυδρόμος, τον παρακάλεσε να τον σερβίρει «το τελευταίο τσάι» με τρείς σταγόνες θάνατο, ρούφηξε λίγες γουλιές τον κοίταξε στα μάτια και με πόνο ψυχής είπε: Έζησα στις παγωμένες κάμαρες εκεί που ζουν τα πληγωμένα χελιδόνια αντάμα με την μοναξιά καρτερώντας την δημοκρατία. Αυτό το παγωμένο πρωινό νοιώθω τα μάτια μου υγρά αναζητώ την λησμονιά δεν την μπορώ την μοναξιά, το ραγισμένο τζάμι παγώνει κάθε σκέψη μου ο αγέρας περνά την καρδιά μου! το Όνειρο χωρίς εμένα κάπου θα βρει να σταθεί. Κοίταξε τον ταχυδρόμο στα μάτια, έγειρε το κεφάλι και έφυγε για πάντα από κοντά μας.-
Κεντρική ιδέα: Οι πολιτικοί αγώνες κερδίζονται με θυσίες που πολλές φορές απαιτείται η ζωή μας ως τίμημα στον αγώνα των ιδεών μας.
Σπύρος Α. Ηλιάδης
Δημοσιογράφος – Εκδότης